Ο νεαρός απόφοιτος, με το πτυχίο ακόμη ζεστό στο χέρι, ανοίγει το ημερολόγιο και βλέπει δύο σιωπηλούς δείκτες να τον κοιτούν: τον δείκτη της δράσης και τον δείκτη της σιωπής. Από τη μία, η αγορά εργασίας ουρλιάζει, «πρότζεκτ, στόχοι, deadlines». Από την άλλη, η εσωτερική φωνή υπενθυμίζει ότι η ευτυχία βρίσκεται σε λίγες ανάσες διαλογισμού μέσω της ευρύτερης έννοιας της πνευματικότητας, στην αποσύνδεση από το timeline, στην εμπιστοσύνη πως η αδράνεια μπορεί να ανθίσει. Ο ίδιος παλινδρομεί σαν βελόνα που δεν βρίσκει αυλάκι στο βινύλιο της ζωής. Δεν είναι ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Από τους περιπάτους του Αριστοτέλη μέχρι τον Ματιέ Ρικάρ των 60.000 ωρών πάνω στο μαξιλαράκι, ο στοχασμός και η δράση κάνουν αιώνες τώρα ένα τανγκό γεμάτο αλλαγές ρυθμού. 

Ο Ματιέ Ρικάρ άφησε εργαστήρια, βραβεία, πιθανόν και μια θέση σε πίνακα ερευνητών για να χωρέσει ολόκληρο σε ένα θιβετιανό κελί. Εκεί έκτισε έναν εγκέφαλο που όταν μπήκε σε MRI, φάνηκε να λούζεται σε φως χαράς. Ο Πίτερ Σίνγκερ του επέστρεψε το ερώτημα που καίει: «Ωραία η νιρβάνα, αλλά τι θα γινόταν αν είχες δώσει αυτές τις δεκαετίες στον πόνο των άλλων;» Ο μοναχός απάντησε σε τρία μέρη: πρώτον, η πνευματική καλλιέργεια είναι αξία αφ’ εαυτής, όπως η τέχνη, κανείς δεν κατηγορεί τον Γιο-Γιο Μα που κλειδώθηκε χιλιάδες ώρες με ένα τσέλο. Δεύτερον, ο στοχασμός οξύνει το ξίφος της συμπόνιας, με ανεκπαίδευτο μυαλό δύσκολα θα σταθεί κάποιος στο πλάι ενός ετοιμοθάνατου. Τρίτον, υπάρχει η μετάνοια: μισός αιώνας μακριά από τον πυρήνα της ανθρώπινης ανάγκης αφήνει ίχνος πικρίας. 

Η Χάνα Άρεντ έρχεται να αναποδογυρίσει κι άλλο το επίπλαστο δίλημμα: παλιά, λέει, ο στοχασμός θεωρούνταν κορυφή, γιατί οι ελεύθεροι άρχοντες είχαν χρόνο να φιλοσοφούν, ενώ οι υπόλοιποι λύγιζαν στον βωμό των καθημερινών αναγκών. Στον καπιταλισμό, η κατάταξη αντιστράφηκε δίχως να λυθεί το πρόβλημα της ιεραρχία, απλώς ο θρόνος πέρασε στη στη δράση με νόμους αγοράς. Η Άρεντ δεν δέχεται θρόνους. Θέλει να δούμε τις δύο ζωές ως ισότιμες, αλληλοτροφοδοτούμενες, όχι σαν μέλη μιας πυραμίδας αλλά σαν δύο ποταμούς που συναντιούνται σε δέλτα. 

Ο ήρωάς μας διαβάζει όλα αυτά και ζητά χάρτη. Πώς μετατρέπεται το θεωρητικό τανγκό στον ρυθμό μιας εβδομάδας γεμάτης ειδοποιήσεις; Πρώτα, με περιόδους «καθαρής βύθισης» κι επαφής με το εαυτό μας. Ακόμη κι ένα τριήμερο σιωπής μακριά από τη ροή δεδομένων, λειτουργεί όπως η εμβάπτιση μιας γλώσσας: ο νους παύει να σκρολάρει και αρχίζει να ακούει το εσωτερικό του συντακτικό. Έπειτα, με μικρο-ασκήσεις ενσυνειδητότητας. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο εγχειρίδιο, ο καθένας πρέπει να ανακαλύψει τον δρόμο του. 

Η εσωτερική γαλήνη χωρίς πράξη μοιάζει με καθρέφτη που θαμπώνει. Για να μη γίνει η αυτογνωσία διακοσμητικό, ο απόφοιτος χαρτογραφεί πως μπορεί να συνδέσει τις δεξιότητές του με ανάγκες χτυπητές: εθελοντικές πλατφόρμες, κοινωνικές start-ups, περιβαλλοντικά σχήματα. Τρία χρόνια σε ΜΚΟ, ένα καλοκαίρι σε προσφυγικό καταυλισμό, δύο Σαββατοκύριακα τον χρόνο σε σιωπηλό μοναστήρι: το πλάνο δεν χρειάζεται να είναι συμμετρικό, χρειάζεται να είναι ειλικρινές. 

Ο κίνδυνος είναι να διολισθήσει σε life-hacking: μετρητή παραγωγικότητας για τον διαλογισμό, KPI για τη συμπόνια. Εκεί επεμβαίνει η υπενθύμιση του Θιτς Νατ Χαν: η πρακτική δεν είναι «πρότζεκτ βελτιστοποίησης» είναι συνάντηση με το βάρος και τον ανθό της εμπειρίας. Όταν αναπνέει με προσοχή, ο άνθρωπος νιώθει τη σύνδεσή του με όσους δεν έχουν καθαρό αέρα. Όταν δίνει χρόνο σε κάποιον που πονά, καθρεφτίζει τη φθαρτότητά του και στις δύο περιπτώσεις, διαλύεται το σχήμα «μέσα–έξω», καθώς η συμπόνια γίνεται κύκλος. 

Στον 21ο αιώνα ο κόσμος μοιάζει κυριολεκτικά να καίγεται: κλιματική κρίση, φωτιές, πολεμικές εκρήξεις, ψηφιακές καταιγίδες πληροφορίας. Η πνευματικότητα δεν είναι πολυτέλεια, είναι ο πυροσβεστήρας του μυαλού. Αλλά πυροσβεστήρας που μένει κλειδωμένος στο ντουλάπι της εσωστρέφειας δεν σώζει κανέναν. Χρειάζεται να βγει στο χώρο, να βραχεί, να λερωθεί και να ρίξει αφρό όπου ακριβώς τσακίζει η φλόγα. 

Έτσι ο απόφοιτος αποφασίζει: θα περπατά κάθε μέρα με τα δύο πόδια, το ένα στοχαστικό, το άλλο ενεργό και ξέρει πως κάποιες μέρες θα κουτσαίνει. Δεν πειράζει. Το ζητούμενο δεν είναι το τέλειο βήμα, αλλά η κατεύθυνση: προς έναν κόσμο όπου η σιωπή και η δράση δεν αλληλοακυρώνονται, αλλά αγκαλιάζονται σαν δύο πόλοι ενός μαγνήτη. Τότε ο εσωτερικός του κόσμος δεν θα είναι καταφύγιο φυγής, αλλά εργαστήριο που βγάζει στον ρυθμό της πόλης καθαρό οξυγόνο καλοσύνης. 

*Mε στοιχεία από το Vox.  

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.