Η απάντηση στην ερώτηση «τι κάνεις» είναι συχνότερα, πλέον, το «εδώ, στο τρέξιμο» από ό, τι το «καλά είμαι, εσύ;». Δηλώνω προσωπικά ένοχη. Κι εσύ που διαβάζεις τώρα, τώρα, τώρα αυτές τις γραμμές ξέρω πως δηλώνεις ένοχος, ένοχη επίσης. Μα είναι δυνατόν; Όλοι έχουμε πέσει στο αμάρτημα της υπερβολής σε σχέση με το πόσες υποχρεώσεις έχουμε στ’ αλήθεια. Καμιά φορά, μου λένε ότι κάνω πολλά και πώς προλαβαίνω. Απαντώ, άλλοι κάνουν όσα κάνω και επίσης έχουν δυο παιδιά και άρρωστο πατερα. Αυτοί πώς προλαβαίνουν;

Σκέψου, αναγνώστη, το εξής. Σκέψου το celebrity crush σου. Την Rosalia, την Ιωάννα Παππά, την Τέιλορ Σουίφτ, τον Jude Law, τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη, κι εγώ δεν ξέρω ποια και ποιον. Ε, λοιπόν, φαντάσου ότι αυτό το άτομο με κάποιον μαγικοαπιθανοφανταστικό τρόπο σου ζητάει να πάτε για καφέ αύριο μετά τη δουλειά σου. Προσωπικά, αν μου ζητούσε ο Jude κάτι τέτοιο, θα έπαιρνα ρεπό για να κάνω μποτέ και κομμωτήρια όλη μέρα, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Θέλω να πω, θα προλάβαινες. Θα έβρισκες χρόνο. Αλλά με εκείνη τη φίλη-συνάδελφο-παλιά συμμαθήτρια-συμφοιτήτρια-whatever είναι πιο δύσκολο να ”προλάβεις”, σωστά; Σωστά. Ο λόγος δεν είναι ότι δεν έχεις χρόνο. Ο λόγος είναι ότι δεν έχεις χρόνο για χάσιμο. Και καλά κάνεις.

Πώς να το πεις όμως αυτό το πράγμα; Είναι καλύτερο αυτό το αόριστο «θα κανονίσουμε» από ό, τι το πολύ στοχευμένο και ενδεχομένως πληγωτικό μες στην διαφάνεια της αλήθειας του «ρε, συ, άστο καλύτερα, δεν το’ χω καθόλου, ας το ξεχάσουμε». Ή μήπως δεν είναι; Από την άλλη, μέχρι να ξεκαθαρίσουμε πώς θα αρνούμαστε ευγενικά μια πρόταση, την οποία βάζουμε στο πίσω μέρος του προγράμματός μας ή του κεφαλιού μας «για κάποια άλλη στιγμή», είναι καλό να δούμε στ’ αλήθεια αν έχουμε ή δεν έχουμε χρόνο και τι χρόνος είναι αυτός.

Οι ελεύθερες ώρες μας εξαρτώνται από το lifestyle μας. Κάποιος είναι μεν busy, αλλά ευέλικτος. Άλλος έχει χρόνο μόνο βράδια, γιατί εργάζεται με απαρέγκλιτη σωματική παρουσία κάπου τα πρωινά. Άλλη τα ΣΚ της τα θέλει για αποδράσεις. Άλλος μόνο Σάββατα μπορεί να ξενυχτήσει. Και ούτω καθεξής. Πέραν της μεγάλης αλήθειας του ότι «όταν δύο άνθρωποι θέλουν, τότε βρίσκουν τρόπο», κάτι που δεν ισχύει μόνο για τα ερωτικά και τα γκομενικά μας, ισχύει και το άλλο: κάποιους ανθρώπους προτιμούμε να τους συναντήσουμε σε συγκεκριμένες συγκυρίες και, προφανώς, όχι κατά μόνας. Το «δεν προλαβαίνω για καφέ» καποιου μπορεί να σημαίνει «θα χαρώ να τα πούμε σε εκείνη τη συναυλία που ούτως ή άλλως θα πάμε-αν και όχι κατ’ ανάγκη μαζί».

Μια άλλη σκέψη σε σχέση με τους χρόνους μας και πώς τους διαθέτουμε είναι η εξής:μας ”ξεκουράζει” ή μας ”καταπονεί” η ιδέα της συνάντησής μας με κάποιον; Καποια άτομα που μπορεί να αγαπάμε ή να εκτιμάμε τυχαίνει να είναι ενεργειακά βαμπίρ, να μας εξαντλούν άθελά τους, να μας ”ρουφάνε”. Σε περιόδους ανακατατάξεων στην δουλειά, περίεργης ερωτικής κατάστασης ή οικονομικής δυσπραγίας, δεν επιλέγουμε ως πρώτη προτεραιότητα το να συναντηθούμε με τέτοιους ανθρώπους. Επίσης, είναι γεγονός ότι μπορεί να αλλάζουν τα γούστα μας ή οι προτεραιότητές μας όσο μεγαλώνουμε, σε σχέση με αυτά των φίλων μας. Αν εμείς έχουμε δημιουργήσει οικογένεια και εκείνοι όχι ακόμα, είναι απολύτως λογικό να ισχύει απολύτως και πολύ ειλικρινά το «δεν προλαβαίνω» ή το «δεν γίνεται». Χώρια το ότι δεν αρέσει σε όλους μας πια να βγαίνουμε για καφέ ή για ποτό, το θεωρούμε χάσιμο χρόνου και χρήματος ή, όταν το κάνουμε, το ιεροτελεστικοποιούμε, κάπως, δηλαδή είναι ο καφές με το βιβλίο μας στο τάδε μέρος, είναι το ποτό με τα κορίτσια στο δείνα και πάει και τελείωσε.

Πάντως, οι χρόνοι σε αυτή την πόλη έχουν δυσκολέψει πραγματικά. Αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι χρειαζόμαστε και μερικές ώρες κάθε μέρα για την προσωπική μας αποφόρτιση και φροντίδα (γεγονός ότι μια στροφή στα του εαυτού τα τελευταία χρόνια, έχει κόψει χρόνους για βόλτες, αράγματα και καφέδες με παρέες), αν αναλογιστούμε ότι δουλεύουμε πολύ, ίσως σε περισσότερες δουλειές από μία, ότι χρειαζόμαστε και λίγο ύπνο ή χρόνο να πλυθούμε, να ετοιμάσουμε τα γεύματά μας, αλλά και-μεταξύ μας τώρα-να μαλακιστούμε στα σόσιαλ και στο Netflix, τότε πραγματικά δεν μένει και συνταρακτικά πολύς καιρός για κοινωνικοποίηση. Οι παρέες είναι πιο μικρές και ευέλικτες, η διασκέδασή μας μπορεί να επιτευχθεί πια και κατά μόνας (σειρές, sex toys, sexting κτλ), τα χρήματά μας δεν πολυ-περισσεύουν, η διάθεση δεν είναι η τοπ, ελέω έλλειψης ορίζοντα και αισιοδοξίας. Πόσες φορές την μέρα ή την εβδομάδα χρειάζεται να πείτε εσείς πως δεν προλαβαίνετε; Μήπως την επόμενη φορά να το πείτε να το πούμε) αλλιώς;

Και πώς; Πώς να απαλλαγούμε από αυτή την οδύσσεια που εμείς εφηύραμε για να γλιτώσουμε από τους εαυτούς μας, κατ’ ουσίαν, μα τώρα μας βλέπουμε πνιγμένους μέσα σε μια κουταλιά νερού;