Θα έχουμε εκλογές τον ερχόμενο Μάιο; Το πιθανότερο είναι πως ναι – λίγο πριν ή λίγο μετά, τέλος πάντων.

Τα δεδομένα που είχαμε μέχρι στιγμής, δηλαδή μέχρι πριν μερικές εβδομάδες, ήταν τα εξής: η ΝΔ όδευε προς την εκλογική αναμέτρηση έχοντας υποστεί μεν μια φθορά στα ποσοστά της, αλλά εξακολουθούσε να είναι «καβάλα στ’ άλογο», κρατώντας μια σημαντική -έστω και μονοψήφια- ποσοστιαία διαφορά από το δεύτερο κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ.

Τουλάχιστον, αυτό μάς έλεγαν οι διάφορες δημοσκοπήσεις που εμφανίζονταν κάθε βδομάδα στα τηλεοπτικά κανάλια και τις εφημερίδες.

Οι φανερές. Γιατί υπάρχουν και οι λεγόμενες «κρυφές», εκείνες που αυτή την στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές είναι καταχωνιασμένες στα συρτάρια των επιτελών του κάθε κόμματος, σε ένα ανήλιαγο γραφείο στην Πειραιώς ή την Κουμουνδούρου. Και είναι αυτές που, σύμφωνα με τις «πηγές» και τις διαρροές των κοινοβουλευτικών συντακτών, λένε την αλήθεια για την πραγματική διαφορά ανάμεσα στα δυο κόμματα και που κανείς από την ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να διαρρεύσουν προς τα έξω.

Η μεν ΝΔ επειδή δεν την συμφέρει να εμφανίζεται ότι προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ μόλις 2-3 ποσοστιαίων μονάδων (αντί για 7-8 όπως εμφανίζεται «επίσημα») και η δε μείζονα αντιπολίτευση γιατί και αυτή ποντάρει στο στοιχείο του αιφνιδιασμού και της έκπληξης, σαν το αουτσάιντερ άλογο που γίνεται γκανιάν στην τελική ευθεία της κούρσας και βγαίνει μπροστά εκεί που κανείς δεν το υπολόγιζε.

Και η αλήθεια είναι ότι κάπως έτσι -πάνω σε αυτά τα δυο στοιχεία, τα οποία ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο από τις χθεσινές τεράστιες και παλλαϊκές διαδηλώσεις- θα πάει πλέον το παιχνίδι μέχρι τις εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας.

Ένας Τσίπρας που, μέχρι πρότινος, είχε αναλωθεί σε ρόλο απλού παρατηρητή της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της χώρας. Η αντιπολίτευση που έκανε ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, δεχόμενος πυρά μέχρι και μέσα και από το ίδιο του το κόμμα ως «παθητικός πολιτικός». Ένας ηγέτης του δεύτερου τη τάξει κόμματος που απλώς «βλέπει τα τρένα να περνούν» από μπροστά του.

Δίχως να κάνει σημαντικές κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις, δίχως να παίρνει σημαντικές πρωτοβουλίες, δίχως να κάνει καν τα απολύτως απαραίτητα απέναντι σε έναν Πρωθυπουργό, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος σχεδόν κάθε μήνα είχε να αντιμετωπίσει και από ένα πρόβλημα. Από ένα νέο σκάνδαλο, μικρό ή μεγάλο.

«Εδώ, ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς με το antinews του και ο Γιώργος Κύρτσος κάνουν πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση στον Μητσοτάκη, απ’ ότι ο Τσίπρας», ακουγόταν να ψιθυρίζεται από τα κεντρικά της Κουμουνδούρου.

Λες και ο Τσίπρας έπαιζε όχι για το πρωτάθλημα, αλλά για την δεύτερη θέση. Όχι για την έξοδο στο… Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά για μια τιμητική συμμετοχή στο Γιουρόπα Λιγκ. Έμοιαζε -τον κατηγορούσαν κάποιοι- ότι η «γούνα του» ήταν ήδη καμμένη από το «καλοκαίρι της ματωμένης διαπραγμάτευσης του 2015» και ότι πλέον έμοιαζε να θέλει απλά να «παίζει» πολιτική «μπάλα» μέχρις εκεί που τον έπαιρνε -είναι σαν αν είχε φάει γερά την ευρωπαϊκή «κρυάδα» και κατραπακιά του 2015 και να μην είχε βλέψεις για κάτι σπουδαιότερο.

Σαν να ήξερε τους πιθανούς πολιτικούς περιορισμούς μιας νέας πρωθυπουργίας του.

Και όμως: όλα αυτά ίσως να άλλαξαν την «Μεγάλη Τετάρτη». Την χθεσινή ημέρα όπου χιλιάδες κόσμος κατέβηκε στους δρόμους στην -ίσως, όπως θρυλείται- μεγαλύτερη διαδήλωση που έλαβε χώρα στην Αθήνα τα τελευταία 10-12 χρόνια.

Στους δρόμους χθες κατέβηκε κόσμος… πέραν πάσης υποψίας: ΠΑΜΕ και ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ, μέχρι και απογοητευμένοι δεξιοί. Ψηφοφόροι της ΝΔ που βγήκαν από το καβούκι τους μετά από καιρό, όπως τα σαλιγκάρια μετά την βροχή, προκειμένου να (δια)δηλώσουν το αυτονόητο: ότι αυτή η κυβέρνηση, με αυτόν τον Πρωθυπουργό είναι ανεπιθύμητη. Και πρέπει να φύγει. Το συντομότερο δυνατόν. Γιατί σαν πολλά μαζεύτηκαν τώρα τελευταία, με παρακολουθήσεις, Predator, ακρίβεια, ενεργειακά. Και μια παροιμιώδη απάθεια του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη απέναντι στην λαϊκή δυσαρέσκεια.

Και ακόμη είμαστε στην αρχή του χειμώνα: καθήστε να (μην) μπουν τα πρώτα πετρέλαια στους λέβητες των πολυκατοικιών. Καθήστε να έρθουν τα πρώτα «ματωμένα» κοινόχρηστα των 200 και 300 ευρώ και οι φουσκωμένοι εκκαθαριστικοί λογαριασμοί της ΔΕΗ τον Ιανουάριο.

Είναι πολύ ξεκάθαρο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα φτάσει στα τέλη του χειμώνα, αρχές Μάρτη και θα δει τότε τα αποτελέσματα της πολιτικής του: όταν θα έχει στερέψει όχι η τσέπη της μεσαίας τάξης (αυτή είναι ήδη εξαϋλωμένη), αλλά όταν θα αρχίσει να παίρνει τις πρώτες γκρίνιες από τους συμβούλους του για «παράπονα από τους κατοίκους της Γλυφάδας και της Εκάλης». Όταν αυτοί οι άνθρωποι αρχίσουν να παραπονιούνται, θα γνωρίζει ότι η κυβέρνησή του θα μετράει αντίστροφα.

Αυτό το γνωρίζει ήδη ο Αλέξης Τσίπρας. Ξέρει καλά ότι ο πολιτικός του αντίπαλος έκανε ένα τεράστιο ατόπημα πολιτικού τακτικισμού: έπρεπε να είχε ακούσει τους συμβούλους του και να είχε προκηρύξει εκλογές μέσα στο 2022. Δεν το έκανε. Λάθος του. Και όσο περνάει ο καιρός, αυτός τον βαραίνει στις πλάτες του.

Και, αντίστροφα, δίνει «αέρα» στον ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να μπει πιο δυναμικά στο παιχνίδι της εκλογικής πρωτιάς.

Οι διαδηλώσεις της «Μεγάλης Τετάρτης» φαίνεται ότι μπορούν να «ξεκλειδώσουν» την, μέχρι στιγμής, παθητική μείζονα αντιπολίτευση και να την καταστήσουν ρυθμιστή της μετεκλογικής κατάστασης – μιας κατάστασης που γίνεται ακόμη πιο δυσχερής για το κυβερνόν κόμμα, αν αναλογιστούμε ότι δέχεται και «εσωκομματική» φθορά.

Τόσο από το διψήφιο ποσοστό του Κυριάκου Βελόπουλου στην Βόρεια Ελλάδα (οι «κρυφές» δημοσκοπήσιες μιλάνε για ποσοστό κοντά στο 11% για την «Ελληνική Λύση» στην Μακεδονία), όσο και από το «Εθνικό Κόμμα – Ελληνες» του Ηλία Κασιδιάρη, το οποίο δείχνει να μπαίνει με σχετική άνεση στη Βουλή, έχοντας ήδη ένα ποσοστό άνω του 3%.

Κανείς δεν περιμένει φυσικά από τον ΣΥΡΙΖΑ να κατακτήσει την αυτοδυναμία -αυτό είναι σχεδόν ανέφικτο. Περιμένει όμως από τον Αλέξη Τσίπρα να πάρει ξανά μαζί του όλον αυτό τον κόσμο που έχασε το καλοκαίρι του 2015. Όταν το «όχι» έγινε «ναι», όταν η εκλογική βάση του κόμματος ξενέρωσε μαζί του και από την απόφασή του να σκεφτεί (ίσως όχι και τόσο παράλογα, εν τέλει) την πολιτική του υστεροφημία έναντι μιας πλειοψηφίας 61,31%.

Περιμένει από τον Τσίπρα να προσφέρει μια νέα, πιο πειστική, ρητορική απέναντι στους ίδιους τους τους ανθρώπους, εκείνους που στέκονται ακόμη αμήχανα απέναντί του αλλά και εκείνους από την κεντροδεξιά και το ΚΙΝΑΛ που, πολύ τυπικά, θα φτάσουν πάνω από την κάλπη την ύστατη ώρα χωρίς ακόμη να έχουν αποφασίσει ποιον θα ψηφίσουν. Και η λογική του κεντροδεξιού, συνήθως, προς τα δεξιά την ρίχνει την ψήφο. Οπότε, εκεί ο Τσίπρας έχει ακόμη ένα στοίχημα να κερδίσει μέσα στους επόμενους έξι μήνες.

Και κατόπιν, αφού τα καταφέρει όλα αυτά, να μεταφράσει σε ψήφους, ποσοστά και εκλογική δύναμη αυτό το ρεύμα αυτό της απόλυτης δυσαρέσκειας απέναντι όχι τόσο απέναντι σε ένα συγκεκριμένο κόμμα, όσο σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο που συμπεριφέρεται εδώ και καιρό σαν τον Νέρωνα βλέποντας την Ρώμη να καίγεται και αυτός να παίζει… ανέμελος την φλογέρα του, κατά τον μύθο.

Η φωτιά ήδη κατακαίει την Αθήνα όπως και όλη την Ελλάδα.

Το ζήτημα είναι πλέον αν ο ίδιος ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ θέλουν και μπορούν -πιθανώς με την μελλοντική σύμπραξη κάποιων ομοούσιων πολιτικών δυνάμεων- να ρίξουν και άλλο λάδι στην φωτιά μέχρι από τα αποκαΐδια της να προκύψει, γραμμένη με στάχτη στους δρόμους, μια λέξη που οι Έλληνες έχουν να ακούσουν πάνω από μια δεκαετία.

«Ελπίδα».