«Έλα ρε, έχει παζάρι το σαββατοκύριακο. Θα πάμε;» ακούστηκε από την άλλη πλευρά της γραμμής. Ο κολλητός (και «αδερφός») ήταν ενθουσιασμένος, όπως πάντα, καθώς η Τεχνόπολη θα υποδεχόταν ακόμα ένα vinyl bazaar -ένα από τα πολλά που πραγματοποιούνται ανά διαστήματα, αν αναλογιστεί κανείς το αγοραστικό κοινό της πόλης. Παρέμεινα απαθής στην πρόταση του Φ. και ακολούθησα αυτό που λέει το ένστικτό μου τα τελευταία χρόνια -από την έναρξη της πανδημίας έως τώρα- πως όταν ψάχνεις με το ζόρι να αγοράσεις δίσκους θα πάρεις λάθος αποφάσεις ή θα απογοητευτείς.
Μπορεί να μην έχω αντίστοιχη πολυετή εμπειρία με αυτή του πατέρα μου για παράδειγμα ή συλλεκτών δίσκων βινυλίου, ωστόσο, από το 2017 που με έπιασε «δισκοπάθεια», είτε σε δισκοπωλεία είτε σε bazaar, έχω περάσει αρκετές ώρες πάνω από ανορθόδοξα στιβαγμένες κούτες ψάχνοντας το Άγιο Δισκοπότηρο, έχω αφήσει την ψυχή μου στις σελίδες του Discogs, τρύπωσα σε παλιατζίδικα -στα οποία μπορούσα κρατώντας ένα δίσκο στα χέρια μου να σχίσω την υγρασία της ατμόσφαιρας όπως ένα κομμάτι ύφασμα- για να ανακαλύψω κάποιο άλμπουμ που «να αξίζει», έφαγα τα δάχτυλά μου κάνοντας digging σε κακομεταχειρισμένα εξώφυλλα, και αφού στις αρχές αγόρασα ό,τι κυκλοφορούσε που συμβάδιζε με το μουσικό μου αισθητικό κριτήριο και τις προτιμήσεις μου, αργότερα ξεκίνησα να φεύγω με άδεια χέρια.
Σαφώς έπαιξε ρόλο ότι κατά κάποιον τρόπο κάλυψα ένα σεβαστό ποσοστό των ακουσμάτων μου με τις πρώτες αποκτήσεις δίσκων, αλλά πάνω απ’ αυτό και πέρα από την αγοραστική μανία του «να αγοράσω δίσκους» (που διακατέχει αρκετούς), εμπειρικά, κατέληξα στο συμπέρασμα που ανέφερα αρχικά.
Τον Δεκέμβριο του 2022, όταν έκανα το θέμα της χριστουγεννιάτικης βόλτας σε κάποια δισκοπωλεία της πόλης, ενώ πήρα μία γερή «τζούρα» από μυρωδιά βινυλίου γύρισα στο σπίτι χωρίς κάποιο νέο απόκτημα. Θα μου πεις ήμουν on duty και έπρεπε να φέρω εις πέρας το θέμα μου, παρόλα αυτά, θα μπορούσα να παρασυρθώ από την εθιστική ατμόσφαιρα των δισκάδικων και να αγοράσω «κάτι». Δεν το έκανα. Όχι γιατί ήμουν εγκρατής οικονομικά -αν και πλέον το «άθλημα» έχει ξεφύγει και δεν είναι τόσο «λαϊκό» όσο κάποτε- αλλά γιατί ήξερα πως αυτό που θα πάρω, σε βάθος χρόνου ή και την ίδια μέρα, θα με πρόδιδε.
Οτιδήποτε κάνουμε υπό πίεση και επιτηδευμένα, σίγουρα δεν θα έχει ευτυχής κατάληξη. Αν ψάχνεις εναγωνίως να συναντήσεις τον έρωτα της ζωής σου, το πιο πιθανό είναι να καταλήξεις με κάποιον «μαλάκα» ή κάποια «τρελή», γιατί αντί να παρατηρούσες απλώς κοιτούσες. Όσο σκρολάρεις ανελέητα στο Netflix επειδή θες οπωσδήποτε να δεις κάτι, μάλλον θα πατήσεις «Προβολή» σε κάποια βλακεία και γι’ αυτό θα κοιτάς το timeline σου στο Facebook. Αντίστοιχα και με τους δίσκους αν πας κάπου γιατί θες πάση θυσία να αγοράσεις ένα βινύλιο, η ορμή σου και μόνο θα σε οδηγήσει σε κάποια έκδοση που, ίσως, λίγο αργότερα την «σπρώξεις», ή, τέλος πάντων, δεν θα ακούσεις ποτέ ξανά. Εν ολίγοις, αν πας να βρεις μια σπάνια έκδοση του “Dark Side Οf The Moon” των Pink Floyd, θα βάλεις στην δισκοθήκη σου το χειρότερο των Yes.
Το άνοιγμα στο απρόοπτο, ο αυθορμητισμός, η απελευθέρωση από «πρέπει» και «θέλω», θα σε φέρει πιο κοντά σε αυτό που βαθύτερα αναζητάς και πιθανόν πιο γρήγορα στην επιθυμία σου. Αν αυτό το εφαρμόσεις και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεις τις αγορές δίσκων, θα πας σε ένα επόμενο και πιο συνειδητοποιημένο επίπεδο. Αντί να γεμίζεις το έπιπλο της IKEA με βινύλια που δεν βρίσκεις κάποιον λόγο να τα έχεις και σου πιάνουν χώρο, θα εμπλουτίσεις την δισκοθήκη σου -με σχετικά αργά βήματα αλλά πιο σταθερά- με κυκλοφορίες που θα «φουσκώνεις» από υπερηφάνεια και θα σε συντροφεύσουν ιδανικά σε ατομικές συνεδρίες ψυχοθεραπείας, όμοια με αυτή που έκανα εχθές το βράδυ ακούγοντας το “Frank Sinatra Sings for Only the Lonely”.