Αν υπήρχε απόνομη κάποιων βραβείων όπως είναι το “Χρυσό Βατόμουρο“, για το χειρότερο ανδρικό βλέμμα που μπορεί να δεχθεί κάποια γυναίκα ενώ, οδηγεί, εγώ έχω τον νικητή. Είναι αυτός που κοιτάει επίμονα καθώς περνάει από δίπλα και γυρνάει το κεφάλι του μπροστά, μόνο όταν νιώσει ότι θα σπάσει, όχι επειδή φοβάται μην τρακάρει. Ναι, θα έπρεπε να υπάρχουν τέτοια βραβεία και να απονέμονται στην πλατεία Συντάγματος, υπό το γυναικείο βλέμμα της αποστροφής. Γνώμη μου.
Οι γυναίκες έχουν κουραστεί να βιώνουν το επίμονο ανδρικό βλέμμα ή catcalling γενικά, αλλά και κατά τη διάρκεια της οδήγησης. Νομίζω, ότι αν είναι κάτι που ενοχλεί τις γυναίκες το καλοκαίρι, είναι αυτό το φαινόμενο. Όποιες δεν ανταποκριθούν ή δυσανασχετήσουν μπορεί να ακούσουν τη χαρακτηριστική φράση “μου γίνατε όλες φεμινίστριες ξαφνικά. Μετά παραπονιέστε γιατί ο άντρας δεν είναι κυνηγός. Τα έχουμε ισοπεδώσει όλα” ή η άλλη που είναι από τις αγαπημένες μου “έτσι όπως κυκλοφορείτε τι περιμένετε, να σας αφήσουν ασχολίαστες; Γι’ αυτό ντύνεστε έτσι καταβάθος. Γουστάρετε τα σχόλια“.
Ναι, ακόμα και μέσα στο αυτοκίνητο αν κάποια γυναίκα είναι βαμμένη ή φοράει ντεκολτέ, είναι αρκετό για ακούσει “που πας μόνη σου καύλα μου;“. Που είναι το κακό σε αυτή τη φράση; Το άγχος και ο φόβος που δημιουργείται στην οδηγό για το αν θα γίνει επίμονος και την ακολουθήσει μέχρι τον προορισμό της. Τα σενάρια θα πολλαπλασιαστούν και θα νιώσει ότι η σωματική της ακεραιότητα βρίσκεται σε κίνδυνο. Ωστόσο, το μόνο θετικό είναι ότι στο αυτοκίνητο δημιουργείται μία μεγαλύτερη ασφάλεια, απ’ ότι αν οδηγούσε μηχανή.
Στην εξίσωση δεν θα μπει το ενδεχόμενο, να κυκλοφορεί πεζή, γιατί πρόκειται για μία άλλη τελείως διαφορετική κατηγορία. Ένας από τους λόγους που μία γυναίκα βγάζει δίπλωμα και στη συνέχεια αγοράζει κάποιο μεταφορικό μέσο στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, είναι γιατί φοβάται να γυρίσει μόνη της γενικά και κυρίως το βράδυ.
Η αλήθεια είναι ότι για να κάνει catcalling κάποιος, πολλές φορές δεν χρειάζεται να είσαι βαμμένη, να φοράς μίνι ή ντεκολτέ. Μόνο το να φέρεις γυναικείο γεννητικό όργανο φτάνει για να γίνεις στόχος. Αν υπάρχουν όλα τα προαναφερθέντα, τα βλέμματα και τα σχόλια πολλαπλασιάζονται σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να νιώσει φόβο και άγχος κάθε φορά που νιώθει με την περιφερειακή της όραση κάποιον άνδρα σε κοντινή απόσταση.
Αν οδηγάει μηχανή όλο αυτό το φαινόμενο διογκώνεται και μεγιστοποιείται, γιατί είναι όλο το σώμα εκτεθειμένο στο ανδρικό βλέμμα. Και σε αυτή την περίπτωση είναι μία δύσκολη εποχή για να οδηγείς. Γενικά, το να είσαι γυναίκα και να οδηγείς μηχανή είναι από μόνο του μία συνθήκη που ελκύει τα βλέμμα. Ναι, κάποιες φορές ενέχει θαυμασμό, αλλά αυτές οι περιπτώσεις ανήκουν στη μειοψηφία. Η πλεοψηφία ερεθίζεται από αυτή την εικόνα και έχουν σεξουαλικές φαντασιώσεις.
Όχι, αυτό δεν το βγάζω από το μυαλό μου, μου το έχουν παραδεχθεί άνδρες σε συζητήσεις, με το πρόσχημα ότι “έτσι είναι φύση μας“. Μία απλοϊκή φράση που παρόλα αυτά μπορείς καταλάβεις τα πολλαπλά πατριαρχικά κατάλοιπα. Οι ίδιοι είναι κυνηγοί που μπορεί να πιστεύουν ότι μόνο οι άνδρες πρέπει να κάνουν την πρώτη κίνηση. Ίσως και να γίνονται επίμονοι κάποιες φορές επειδή “οι γυναίκες θέλουν κυνήγι“. Ναι, υποθέσεις κάνω, αλλά δεν είμαστε για να διαψευστούμε.
Μία από τις χειρότερες συνθήκες είναι να βρίσκεσαι πίσω από τον ερυθρό σηματοδότη που περιμένεις να πρασινίσει και απ’ όλες τις πλευρές να βρίσκονται άνδρες δικυκλιστές. Όχι δεν είναι αυτό το χειρότερο, το χειρότερο είναι φοράς φόρεμα, σε περίπτωση που οδηγείς scooter. Όχι, δεν θα σε κοιτάξουν όλοι, γιατί αυτό θα ήταν ψέμα και υπερβολή. Ωστοσό, αν υπάρχουν 10 άνδρες περιμετρικά από τη γυναίκα δικυκλιστή, θα γυρίσουν οι 2. Ναι, οι 2 είναι αρκετοί για να αισθανθεί άβολα. Ή καλύτερα το βλέμμα θα είναι αυτό που θα την κάνει να αισθανθεί έτσι.
Η γυναίκα με το φόρεμα μπορεί να πηγαίνει σε οποιαδήποτε κοινωνική υποχρέωση και να το φοράει για να νιώθει η ίδια όμορφα και επειδή κάνει ζέστη. Όμως, πολλοί πιστεύουν ότι ο σκοπός της είναι το σεξ, ενώ κάποιες περιπτώσεις, πιστεύεται ότι είναι αυτοσκοπός.
Οι φεµινίστριες MacKinnon και Dworkin θεωρούν ότι η ανισότητα συνδέεται στενά µε την αντικειµενοποίηση. Τόσο ο Kant όσο και οι φεµινίστριες αυτές υποστηρίζουν ότι, σε µια σχέση ανισότητας, το πιο ισχυρό άτοµο αντικειµενοποιεί το λιγότερο ισχυρό. Θεωρούν ότι ζούµε σε µια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από φυλετική ανισότητα. Αυτή η κατάσταση της φυλετικής ανισότητας, η οποία χαρακτηρίζει τις κοινωνίες µας, σύµφωνα µε τη MacKinnon και τη Dworkin, και η οποία συνδέεται τόσο στενά µε την αντικειµενοποίηση της γυναίκας, πηγάζει και συντηρείται από την ύπαρξη και την χρήση της πορνογραφίας.
Στις περισσότερες ταινίες πορνό, οι γυναίκες ντύνονται “προκλητικά”, επειδή θέλουν να επιτελεστεί η σεξουαλική πράξη, όπως γίνεται συνήθως μετά από μερικά λεπτά. Αυτές οι ταινίες έχουν περαστεί στη συνείδηση αρκετών ανδρών, ως κάτι φυσιολογικό και που “έτσι πρέπει να γίνεται“. Η πορνογραφία προσωποποιείται και αυτός είναι ένας από τους λόγους που αντικειμενοποιείται μία γυναίκα, στην προαναφερθείσα περιγραφή με το scooter.
Μία γυναίκα, όταν οδηγεί παρακολουθείται, κρίνεται και κατατάσσεται από το ανδρικό βλέμμα. Αν νιώσει φόβο ή άγχος, μπορεί να την οδηγήσουν σε αμφισβήτηση του εαυτού για λίγο και να οριστεί από αυτό. Τα αισθήματα της υποτίμησης και της αντικειμενοποίησης είναι σχεδόν καθημερινά, ειδικά τους καλοκαιρινούς μηνες και πολλές φορές οι γυναίκες αναγκάζονται να τα κανονικοποιούν ως άμυνα για να μη νιώθουν τόσο συχνά άβολα.
Όταν ένας άνδρας την κοιτάει μπορεί να ξεφωνίσει “α άλλος ένας λίγουρης” και όταν βάλουν πρώτη να το ξεχάσει μέχρι να έρθει ο επόμενος “λιγούρης” σε κάποιο άλλο φανάρι. Κανονικοποιούνται οι φόβοι για να μπορέσει να αντέξει την καθημερινότητα μέσα στην οποία υπάρχουν αυτά τα βλέμματα και το catcalling. Ναι, πλέον αυτή η συνθήκη έγκειται σε μία κατάσταση ρουτίνας και ως ρουτίνα αντιμετωπίζεται.
Όχι, δεν είναι μέθοδος φλερτ που δεν μπορούμε να δεχθούμε, είναι μία γλοιώδης πράξη που εμπεριέχει τη σεξουαλικοποίηση της γυναίκας. Όχι, δεν χάθηκε το φλερτ σήμερα, απλά άρχισαν οι γυναίκες να μιλάνε για ζητήματα φύλου, τα οποία αντιμετωπίζουν καθημερινά. Ναι, υπάρχουν βήματα προόδου, αλλά ακόμη δεν είμαστε καν “half way there”.