Το κέντρο της Αθήνας είναι στολισμένο (τέλος πάντων, όπως το δει κανείς) με αφίσες ένα σωρό. Κάποιες από αυτές, αποτελούν πηγές ενημέρωσης για τα τρέχοντα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα από σκοπιές αντι-συστημικές: κολλεκτίβες, φεμινιστικές οργανώσεις, αναρχικές ομάδες κτλ. Ως δημοσιογράφος, ως πολίτης και ως κάτοικος κέντρου, τις διαβάζω πάντα με ενδιαφέρον. Μιλώ για αφίσες όπως οι κάτωθι:
Κατά την διάρκεια της καραντίνας, διάβαζα ένα σωρό. Με πολλά από τα αναγραφόμενα συμφωνούσα και συμφωνώ. Κατά τ’ άλλα, οτιδήποτε απηχεί την αισθητική ή την λογική μιας συγκεκριμένης προέλευσης πάντοτε, αργά η γρήγορα, μου φαντάζει στενό ως πεδίο, προβλέψιμο εκφραστικά, κατ’ ουσίαν περιορισμένο και καταδικασμένο να μην φωτίζει ποτέ ολόκληρη την πραγματικότητα. Πρόσφατα, διάβασα μια πολύ ενδιαφέρουσα, που προέτρεπε-ειρωνικά εννοείται-να τρώμε μπρόκολο τις γιορτές που δεν παχαίνει κιόλας. Σκοπός της αφίσας ήταν να στηλιτεύσει τις παράλογες τιμές στα σούπερ μάρκετ, την εξοντωτική ακρίβεια και, συγκεκριμένα, το πώς την κάνουν γαργάρα οι ειδήσεις, τα καθεστωτικά media, ακόμα και οι ίδις διαφημίσεις των σούπερ μάρκετ. Καθώς την διάβαζα, κατένευα, όχι χωρίς θυμό. Δεν χρειάζομαι την αφίσα να μου υπενθυμίσει πόσο σφίγγομαι στο σούπερ μάρκετ, εδώ και μήνες. Ψώνιζα χθες για ένα σουφλέ και ψώνισα, ακούστε: 200 γραμμάρια ρεγκάτο, 200 γραμμάρια μοτσαρέλα, ένα λίτρο γάλα μπλε, εφτά φέτες μπέικον. Πόσα έδωσα; 14 ευρώ. Δυο εισιτήρια σινεμά για υλικά ενός σουφλέ-και όχι από τις πανάκριβες μάρκες, εν πάση περιπτώσει. Αχ.
Σκέφτηκα ότι καλά τα λένε τα παιδιά που έφτιαξαν την αφίσα. Τα ζόρια μας και τους κόπους μας, τα κέντρα εξουσίας επιθυμούν να να τα χρυσώνουν για να τα καταπιούμε αμάσητα, ως αναγκαία χάπια. Ξέρουμε όλοι αυτά τα περίφημα διαγγέλματα του πρωθυπουργού μας στα οποία διατείνεται ότι τα ζόρια μάς κάνουν πιο δυνατούς, οι δυσκολίες μας ενώνουν και να έχουμε αντοχή και υπομονή, και, και…Ο άνθρωπος τα λέει πολύ σωστά. Έτσι είναι, όπως τα λέει. Έχει γούστο η ζωή με ζόρια, με δυσκολίες που ξεπερνιώνται και, όπως λέει ο Φ., «με τέντωμα έξω από τα νερά και τα όριά σου, για να μεγαλώσεις ως άνθρωπος». Μόνο που ο Πρωθυπουργός δεν είναι ψυχολόγος ή φιλόσοφος. Μες στα ζόρια τα ευκταία από ποιητικοφιλοσοφικής άποψης δεν πρέπει να συγκαταλέγεται η αγωνία των ανθρώπων για την εξασφάλιση της basic διαβίωσής τους, για το πώς (και το αν!) θα πληρώσουν το ενοίκιο, τα φάρμακα, το φαγητό τους. Γονείς που αφήνουν απ’ έξω τους εαυτούς τους για να μη στερηθεί το παιδί τους, γιαγιάδες και παππούδες που τρώνε ψωμί και τυρί, ακουμπώντας την σύνταξη στον γιο τους και στα εγγόνια τους, να στηρίξουν την κατάσταση, την αβίωτη, την αβάσταχτη, την εξουθενωτική.
Ζόρι είναι το ξεπέρασμα ενός ρεκόρ, ενός χωρισμού, ζόρι είναι το ξεβόλεμα του μετεφήβου που μπαίνει πανεπιστήμιο, ζόρι είναι να περάσεις ένα καινούργιο τραγούδι στο μπάσο, να πειθαρχήσεις στον εαυτό σου και να σηκωθείς νωρίτερα ή να φας λιγότερο, ζόρι είναι να ανοίξεις την καρδιά σου στον σύντροφό σου και να του πεις τις ανάγκες και τους φόβους σου, ζόρι είναι να κάνεις υπομονή με τις αταξίες του παιδιού σου ή τις ασυναρτησίες του υπερήλικα γονέα σου με άνοια, ζόρι να βρέχεσαι από την βροχή στο τέλος μιας κουραστικής μέρας με την ομπρέλα ξεχασμένη στην δουλειά, ζόρι να βλέπεις στον καθρέφτη πως μεγαλώνεις. Ζόρι το πένθος,η ενηλικίωση,η μετανάστευση, η απώλεια, η διαχείρηση της ζυγαριάς μυαλό-καρδιά, οι μνήμες, η σχεδίαση νέων στόχων. Ω, από ζόρια, συνάνθρωποι, να φαν κι οι κότες. Το να τα έχουμε υπόψη, μπορεί να μας βοηθήσει να παραμένουμε ψύχραιμοι όταν θα χάσουμε το κινητό μας, όταν θα ξεχάσουμε τα κλειδιά μας, όταν θα μας προδώσει ένας συνάδελφος ή ένας φίλος, όταν θα πάθουμε μια ζημιά έκτακτη και θα χάσουμε τις διακοπές μας.
Ναι, οι δυσκολίες έχουν απαράμιλλη γοητεία. Ιδίως το ξεπέρασμά τους, που μας πάει παρακάτω, μας τινάζει σε ωραία ανθρώπινα ύψη-αποκτούμε αυτοπεποίθηση, διαμορφώνουμε δυνατό χαρακτήρα, μαθαίνουμε από τα λάθη μας και χιμάμε σε άλλα λάθη, ωραιότερα. «Η ζωή δε θα μας κάνει ευτυχισμένους», διάβασα κάπου πρόσφατα, μην με ρωτάτε πού. Τότε ποιος θα μας κάνει ευτυχισμένους; Απαντώ με επιφύλαξη και διάθεση αμπελοφιλοσοφίας: η γνώση ότι η ζωή μας τελειώνει σε συνδυασμό με επιλογές σε ανθρώπους και σε πράξεις που μάς κάνουν να αισθανόμαστε ολόκληροι. Αλλά όχι, αυτά δεν είναι δουλειά της κάθε λογής κυβέρνησης (κάθε χώρας, ο Μητσοτάκης δεν είναι περισσότερο άτεγκτος από ό, τι ένα σωρό άλλοι πρωθυπουργοί δυτικών χωρών αυτή τη στιγμή)-οι κυβερνήσεις οφείλουν να κάνουν ό, τι περνάει από το χέρι τους για να παρέχουν ευμημερία και δικαιοσύνη στους πολίτες, στον λαό, στους κυβερνωμένους. Όχι να τους παρέχουν ψυχική υποστήριξη για το πώς θα ξεπεράσουν τα ζόρια τους.
Δεν είχαμε όλοι καλά Χριστούγεννα. Δεν μπαίνουμε όλοι με αισιοδοξία στη νέα χρονιά. Δεν έχουμε όλοι ελπίδα και ζεστασιά στις ψυχούλες μας. Από την ακραία επιθετικότητα και την παρουσίαση των πραγμάτων ως απολύτως μαύρα με τον τρόπο που κάνουν οι συμπαθέστατες κατά τ’ αλλα αφίσες, μέχρι την γλυκερή προσέγγιση της πραγματικότητας με κατευθυνόμενη ανάδειξη ειδήσεων και φωνές πολιτών που κατά τύχη-δεν-λένε-και-τίποτα-ριζοσπαστικό, υπάρχει μια πλατιά πραγματικότητα ανάμεσά τους, κατοικημένη από ανθρώπους που παλεύουν να μείνουν αισόδοξοι με συνεχή χτυπήματα από παντού, με συνεχή ζόρια από παντού. Το να’΄σαι άνθρωπος είναι ζόρι. Ε, όχι, ρε πούστη μου, να μην σου φτάνει να πάρεις φέτα για τα παιδιά σου. Ε, όχι.
ΥΓ: Εν τω μεταξύ, θα μου άρεσε να δω καμιά φορά αφίσες κολλημένες στην σειρά με κάποιο ποίημα πάνω. Όταν γίνω πλούσια μια μέρα, θα τυπώνω εγώ. Να, ας πούμε, την Σατραπεία του Καβάφη, ποίημα μονίμως επίκαιρο και παντοτινά διαχρονικό:
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κι επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.
Το κέντρο της Αθήνας είναι στολισμένο (τέλος πάντων, όπως το δει κανείς) με αφίσες ένα σωρό. Κάποιες από αυτές, αποτελούν πηγές ενημέρωσης για τα τρέχοντα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα από σκοπιές αντι-συστημικές: κολλεκτίβες, φεμινιστικές οργανώσεις, αναρχικές ομάδες κτλ. Ως δημοσιογράφος, ως πολίτης και ως κάτοικος κέντρου, τις διαβάζω πάντα με ενδιαφέρον. Μιλώ για αφίσες όπως οι κάτωθι:
Κατά την διάρκεια της καραντίνας, διάβαζα ένα σωρό. Με πολλά από τα αναγραφόμενα συμφωνούσα και συμφωνώ. Κατά τ’ άλλα, οτιδήποτε απηχεί την αισθητική ή την λογική μιας συγκεκριμένης προέλευσης πάντοτε, αργά η γρήγορα, μου φαντάζει στενό ως πεδίο, προβλέψιμο εκφραστικά, κατ’ ουσίαν περιορισμένο και καταδικασμένο να μην φωτίζει ποτέ ολόκληρη την πραγματικότητα. Πρόσφατα, διάβασα μια πολύ ενδιαφέρουσα, που προέτρεπε-ειρωνικά εννοείται-να τρώμε μπρόκολο τις γιορτές που δεν παχαίνει κιόλας. Σκοπός της αφίσας ήταν να στηλιτεύσει τις παράλογες τιμές στα σούπερ μάρκετ, την εξοντωτική ακρίβεια και, συγκεκριμένα, το πώς την κάνουν γαργάρα οι ειδήσεις, τα καθεστωτικά media, ακόμα και οι ίδις διαφημίσεις των σούπερ μάρκετ. Καθώς την διάβαζα, κατένευα, όχι χωρίς θυμό. Δεν χρειάζομαι την αφίσα να μου υπενθυμίσει πόσο σφίγγομαι στο σούπερ μάρκετ, εδώ και μήνες. Ψώνιζα χθες για ένα σουφλέ και ψώνισα, ακούστε: 200 γραμμάρια ρεγκάτο, 200 γραμμάρια μοτσαρέλα, ένα λίτρο γάλα μπλε, εφτά φέτες μπέικον. Πόσα έδωσα; 14 ευρώ. Δυο εισιτήρια σινεμά για υλικά ενός σουφλέ-και όχι από τις πανάκριβες μάρκες, εν πάση περιπτώσει. Αχ.
Σκέφτηκα ότι καλά τα λένε τα παιδιά που έφτιαξαν την αφίσα. Τα ζόρια μας και τους κόπους μας, τα κέντρα εξουσίας επιθυμούν να να τα χρυσώνουν για να τα καταπιούμε αμάσητα, ως αναγκαία χάπια. Ξέρουμε όλοι αυτά τα περίφημα διαγγέλματα του πρωθυπουργού μας στα οποία διατείνεται ότι τα ζόρια μάς κάνουν πιο δυνατούς, οι δυσκολίες μας ενώνουν και να έχουμε αντοχή και υπομονή, και, και…Ο άνθρωπος τα λέει πολύ σωστά. Έτσι είναι, όπως τα λέει. Έχει γούστο η ζωή με ζόρια, με δυσκολίες που ξεπερνιώνται και, όπως λέει ο Φ., «με τέντωμα έξω από τα νερά και τα όριά σου, για να μεγαλώσεις ως άνθρωπος». Μόνο που ο Πρωθυπουργός δεν είναι ψυχολόγος ή φιλόσοφος. Μες στα ζόρια τα ευκταία από ποιητικοφιλοσοφικής άποψης δεν πρέπει να συγκαταλέγεται η αγωνία των ανθρώπων για την εξασφάλιση της basic διαβίωσής τους, για το πώς (και το αν!) θα πληρώσουν το ενοίκιο, τα φάρμακα, το φαγητό τους. Γονείς που αφήνουν απ’ έξω τους εαυτούς τους για να μη στερηθεί το παιδί τους, γιαγιάδες και παππούδες που τρώνε ψωμί και τυρί, ακουμπώντας την σύνταξη στον γιο τους και στα εγγόνια τους, να στηρίξουν την κατάσταση, την αβίωτη, την αβάσταχτη, την εξουθενωτική.
Ζόρι είναι το ξεπέρασμα ενός ρεκόρ, ενός χωρισμού, ζόρι είναι το ξεβόλεμα του μετεφήβου που μπαίνει πανεπιστήμιο, ζόρι είναι να περάσεις ένα καινούργιο τραγούδι στο μπάσο, να πειθαρχήσεις στον εαυτό σου και να σηκωθείς νωρίτερα ή να φας λιγότερο, ζόρι είναι να ανοίξεις την καρδιά σου στον σύντροφό σου και να του πεις τις ανάγκες και τους φόβους σου, ζόρι είναι να κάνεις υπομονή με τις αταξίες του παιδιού σου ή τις ασυναρτησίες του υπερήλικα γονέα σου με άνοια, ζόρι να βρέχεσαι από την βροχή στο τέλος μιας κουραστικής μέρας με την ομπρέλα ξεχασμένη στην δουλειά, ζόρι να βλέπεις στον καθρέφτη πως μεγαλώνεις. Ζόρι το πένθος,η ενηλικίωση,η μετανάστευση, η απώλεια, η διαχείρηση της ζυγαριάς μυαλό-καρδιά, οι μνήμες, η σχεδίαση νέων στόχων. Ω, από ζόρια, συνάνθρωποι, να φαν κι οι κότες. Το να τα έχουμε υπόψη, μπορεί να μας βοηθήσει να παραμένουμε ψύχραιμοι όταν θα χάσουμε το κινητό μας, όταν θα ξεχάσουμε τα κλειδιά μας, όταν θα μας προδώσει ένας συνάδελφος ή ένας φίλος, όταν θα πάθουμε μια ζημιά έκτακτη και θα χάσουμε τις διακοπές μας.
Ναι, οι δυσκολίες έχουν απαράμιλλη γοητεία. Ιδίως το ξεπέρασμά τους, που μας πάει παρακάτω, μας τινάζει σε ωραία ανθρώπινα ύψη-αποκτούμε αυτοπεποίθηση, διαμορφώνουμε δυνατό χαρακτήρα, μαθαίνουμε από τα λάθη μας και χιμάμε σε άλλα λάθη, ωραιότερα. «Η ζωή δε θα μας κάνει ευτυχισμένους», διάβασα κάπου πρόσφατα, μην με ρωτάτε πού. Τότε ποιος θα μας κάνει ευτυχισμένους; Απαντώ με επιφύλαξη και διάθεση αμπελοφιλοσοφίας: η γνώση ότι η ζωή μας τελειώνει σε συνδυασμό με επιλογές σε ανθρώπους και σε πράξεις που μάς κάνουν να αισθανόμαστε ολόκληροι. Αλλά όχι, αυτά δεν είναι δουλειά της κάθε λογής κυβέρνησης (κάθε χώρας, ο Μητσοτάκης δεν είναι περισσότερο άτεγκτος από ό, τι ένα σωρό άλλοι πρωθυπουργοί δυτικών χωρών αυτή τη στιγμή)-οι κυβερνήσεις οφείλουν να κάνουν ό, τι περνάει από το χέρι τους για να παρέχουν ευμημερία και δικαιοσύνη στους πολίτες, στον λαό, στους κυβερνωμένους. Όχι να τους παρέχουν ψυχική υποστήριξη για το πώς θα ξεπεράσουν τα ζόρια τους.
Δεν είχαμε όλοι καλά Χριστούγεννα. Δεν μπαίνουμε όλοι με αισιοδοξία στη νέα χρονιά. Δεν έχουμε όλοι ελπίδα και ζεστασιά στις ψυχούλες μας. Από την ακραία επιθετικότητα και την παρουσίαση των πραγμάτων ως απολύτως μαύρα με τον τρόπο που κάνουν οι συμπαθέστατες κατά τ’ αλλα αφίσες, μέχρι την γλυκερή προσέγγιση της πραγματικότητας με κατευθυνόμενη ανάδειξη ειδήσεων και φωνές πολιτών που κατά τύχη-δεν-λένε-και-τίποτα-ριζοσπαστικό, υπάρχει μια πλατιά πραγματικότητα ανάμεσά τους, κατοικημένη από ανθρώπους που παλεύουν να μείνουν αισόδοξοι με συνεχή χτυπήματα από παντού, με συνεχή ζόρια από παντού. Το να’΄σαι άνθρωπος είναι ζόρι. Ε, όχι, ρε πούστη μου, να μην σου φτάνει να πάρεις φέτα για τα παιδιά σου. Ε, όχι.
ΥΓ: Εν τω μεταξύ, θα μου άρεσε να δω καμιά φορά αφίσες κολλημένες στην σειρά με κάποιο ποίημα πάνω. Όταν γίνω πλούσια μια μέρα, θα τυπώνω εγώ. Να, ας πούμε, την Σατραπεία του Καβάφη, ποίημα μονίμως επίκαιρο και παντοτινά διαχρονικό:
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κι επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.