Γέμισε η πρωτεύουσα καλοκαιριάτικα σινεμά. Πάνε να ξεπεράσουν και τους φούρνους. Οι φούρνοι προσφέρουνε τον άρτον. Τα σινεμά προσφέρουνε τα θεάματα. Και υπάρχει ισοζύγιον τουλάχιστον για τώρα το καλοκαίρι. Εκεί λοιπόν απλώνει την αρίδα του ο κάθε Αθηναίος και απολαμβάνει την ψυχαγωγία που του προσφέρει η οθόνη, τη δροσιά που του προσφέρει η αθηναϊκή νύχτα και τα στραγάλια που του προσφέρει σχεδόν τζάμπα ο παρακείμενος ή πλανόδιος στραγαλατζής.

Και κατεβάζει, λοιπόν, δροσούλα ο Υμηττός και κατεβάζει ο Χώμφρεϋ Μπόγκαρντ… γροθιές στο σαγόνι του Τζαίημς Κάγκνεύ και κατεβάζει στο στομάχι του ο ευτυχής θεατής νερά και στραγάλια. Άμα, μάλιστα υπάρχει και τρυφερή συντροφιά, τότε γίνεται πλήρης η βραδυνή καλοκαιρινή απόλαυσις. Εκεί στο μισόφωτο όλο και κάποιο φευγάτο φιλί, παράλληλα με κείνο της Μπέττυ Γκραίημπλ, και κάποιο φευγαλέο χάδι σαν εκείνο του Τάυ. «Και πάει σπουδαία το βράδυ», που λέει και το άσμα, που επακολουθεί στο διάλειμμα. Κι όλ‘ αυτά ομού, είναι ζήτημα ταλήρου μόνον παρακαλώ. Τρέξε κόσμε!

 [απόσπασμα από το χρονογράφημα της 4ης Ιουλίου 1952, στην εφημερίδα Βραδυνή με τίτλο «Καλοκαιρινά θεάματα και θεωρείο πρώτης, με την υπογραφή Νίνα | πηγή: «Στα Παλιά τα Σινεμά: Το Χρονικό των Κινηματογράφων στην Ελλάδα» του Νίκου Θεοδοσίου, 2000, εκδόσεις Finatec Α.Ε.]

Ήταν μόλις πριν λίγα, ή και λίγα περισσότερα, χρόνια που τα θερινά σινεμά, αν και διατηρούσαν σε μεγάλο βαθμό την vintage αίγλη μιας άλλης – σίγουρα πιο καλοκαιρινής και ράθυμης από τη σημερινή – εποχής, δεν ενέπνεαν ωστόσο την απαραίτητη εμπιστοσύνη ώστε να θεωρηθούν σημαντικοί «παίχτες» της κινηματογραφικής διανομής. Ήταν σπάνιο να δεις μεγάλη στουντιακή ταινία (και δη blockbuster) ή κάποιο δυνατό ανεξάρτητο τίτλο να κάνει πρεμιέρα κάτω από τον έναστρο ουρανό, εξ ου και τα πολυσινεμά, που άνθισαν στη δεκαετία του 2000, αναγκάστηκαν να φουλάρουν τα κλιματιστικά και να παραμένουν ανοιχτά για πολλά καλοκαίρια, εκεί προς τα τέλη του Αυγούστου που συνήθως κατέφτανε το «πράγμα το καλό» από Χόλιγουντ μεριά.

Τα θερινά είχαν συνηθίσει στη β’ προβολή – έτσι ώστε να συμπληρώσει ο θεατής με το ραχάτι του τα κενά του χειμώνα, οι θεατές είχαν συνηθίσει στη χαμηλή (και όχι μόνο) ακουστική της βραδυνής προβολής, το γιασεμί επικρατούσε πάνω στα λογής λογής αρώματα που από τη φύση του αναδύει το καλοκαίρι και, αν προσθέσει κανείς μια δυο ευρωπαϊκές κωμωδίες που έσκασαν δειλά μέσα στα χρόνια για να πειραματιστούν σε θερινή πρώτη προβολή και σειρά επανεκδόσεων που είδαν τον Κάρι Γκραντ να τρέχει για να μην τον προφτάσει το αεροπλάνο στη «Σκιά των Τεσσσάρων Γιγάντων» του Άλφρεντ Χίτσκοκ τουλάχιστον πέντε συναπτά καλοκαίρια (από την ίδια κόπια), όλοι ήταν ευχαριστημένοι.

Κι ύστερα ήρθε η πειρατεία που αρχικά εξορθολόγισε τη διεθνή διανομή των μεγάλων ταινιών, ορίζοντας ταυτόχρονη έξοδο σε όλον τον κόσμο και στη συνέχεια άλλαξε πολλές φορές συνήθειες (ελέω κυρίως του πολλαπλασιασμού των υπερηρώων) προγραμματίζοντας παγκόσμιες πρεμιέρες όλο το έτος και άρα και εν μέσω θέρους – ή καλύτερα ντάλα καλοκαίρι, αν μιλάμε για την Ελλάδα. Και τα θερινά έπρεπε να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, να εξοπλιστούν (επιτέλους) με καλύτερη εικόνα και καλύτερο ήχο και να απολαύσουν όχι μόνο πλέον «δοκιμαστική» α’ προβολή αλλά και ανοίγματα με τα όλα τους. Και κάπως έτσι να γίνουν κάτι περισσότερο από μια ρομαντική καλοκαιρινή συνήθεια.

Αναμενόμενα, η διανομή έγινε πιο τολμηρή προσφέροντας πληθώρα ταινιών, είναι αλήθεια ότι υπερέβαλλε εαυτόν με τις γαλλικές, ιταλικές, ισπανικές και λατινοαμερικάνικες κωμωδίες που συνεχίζουν να παραγεμίζουν ακόμη και σήμερα τους καλοκαιρινούς καταλόγους, αλλά δοκίμασε και «δύσκολες» ταινίες που σε άλλες εποχές δεν θα τολμούσε ποτέ να κυκλοφορήσει καλοκαίρι. Οι αίθουσες διάλεξαν η κάθε μία την «ταυτότητα» τους, ποντάροντας όχι μόνο στην εμπορική βιτρίνα αλλά και στο art house θερινό – «ταμπέλα» που μέχρι πρότινος κρατούσαν δικαιωματικά μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού θερινά σινεμά σε όλη τη χώρα. Και καθώς το «ελληνικό καλοκαίρι» διέσχιζε με γοργά βήματα την απόσταση ανάμεσα στο εγχώριο lifestyle και την τουριστική αξιοποίησή του, τα θερινά σινεμά βρέθηκαν δικαίως στο κέντρο του ενδιαφέροντος, όχι μόνο ως αξιοπερίεργο (παρά την γενική εντύπωση, υπάρχουν και σε άλλα μέρη στον κόσμο), ούτε μόνο ως ακούραστα διαχρονικό date night αλλά ως ανεκτίμητο asset μιας ολοκληρωμένης all greek θερινής εμπειρίας.

Και κάπως έτσι φτάσαμε στα χρόνια της πανδημίας με τα θερινά σινεμά να επιμηκύνουν ακόμη περισσότερο τη θερινή περίοδο και να απολαμβάνουν τα οφέλη του open air, ακριβώς εκεί που οι χειμερινές αίθουσες ζουν ακόμη και σήμερα τις δυσμενείς συνέπειες των απανωτών lockdowns, των περιορισμών και κυρίως της φόρας που κόπηκε από τους θεατές μεγαλύτερης ηλικίας οι οποιοί θα είναι οι τελευταίοι που θα εμπιστευτούν ξανά κλειστό χώρο – σύντομα και χωρίς μάσκα. Τα θερινά πόνεσαν πολύ τα τελευταία αυτά δύο καλοκαίρια, αλλά επέζησαν και υπήρξαν η ιδανική επιλογή για το «έξω» που τόσο πολύ δαιμονοποίησε η πανδημία, με αναπάντεχες εμπορικές επιτυχίες, ελληνικές ταινίες που τόλμησαν να βγουν καλοκαίρι και δικαιώθηκαν, με διάσπαρτα αφιερώματα και μεταμεσονύκτιες προβολές, μικρά και μεγαλύτερα θερινά φεστιβάλ σε όλη τη χώρα.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές έχει ανοίξει ήδη το πρώτο θερινό στην Αττική και τα περισσότερα ετοιμάζονται να ανοίξουν σταδιακά από την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου – πιο νωρίς από ποτέ, αφού παραδοσιακά τα θερινά περίμεναν πάντα τις αρχές Ιουνίου για να δοκιμαστούν στο dress code που επέβαλε απαραίτητα μπουφανάκι ή ένα κολεγιακό, συν μια μικρή ομπρέλα στην τσάντα για παν ενδεχόμενο. Ταυτόχρονα, τα περισσότερα χειμερινά σινεμά σταμάτησαν ήδη τις προβολές τους, βάζοντας τέλος σε μια πολύ μέτρια προς το κακό χειμερινή σεζόν που άφησε τους κινηματογράφους άδειους, με πολύ λίγες εξαιρέσεις οι οποίες, στην εποχή των αυξημένων λογαριασμών ενέργειας δεν είναι πλέον λύση για τη βιωσιμότητα τους.

Το σκηνικό αλλάζει ακόμη μια φορά με τη ζυγαριά να γέρνει ξανά υπέρ των θερινών που, ξαφνικά όμως, μοιάζει να πρέπει να σηκώσουν το βάρος ολόκληρης της ελληνικής διανομής. Η αναμονή μοιάζει βασανιστική αφού όλοι περιμένουν πως, όπως συνέβη και πέρσι, τα θερινά θα δουλέψουν και θα καταφέρουν να σηκώσουν το πεσμένο ηθικό της κινηματογραφικής διασκέδασης στη χώρα. Ειδικά φέτος που οι μάσκες δεν θα είναι πλέον υποχρεωτικές και οι περιορισμοί σε πληρότητα θα είναι μηδενικοί.

Από τη μία, δεν είναι υπερβολή να μιλήσει κανείς για την εκδίκηση του θερινού που σε ένα αναπάντεχο γύρισμα της τύχης, δυναμώνει καλοκαίρι με το καλοκαίρι για να αποτελεί χωρίς ενδοιασμό μια υπολογίσιμη δύναμη στα κινηματογραφικά πράγματα της χώρας. Από την άλλη, η υπερβολή δεν έλλειψε ποτέ σε αυτή τη χώρα. 100 και παραπάνω ταινίες (χωρίς να υπολογίζει κανείς τις επανεκδόσεις) είναι προγραμματισμένες να απλωθούν μέσα σε τέσσερις μήνες, στο γνωστό σύστημα της νέας ταινίας κάθε εβδομάδα για κάθε θερινό. Σε μια ρώσικη ρουλέτα που θα ευνοήσει τους ψύχραιμους και οργανωμένους προγραμματισμούς διανομέων και αιθουσαρχών και (φυσικά) θα εξαφανίσει ταινίες που θα άξιζαν καλύτερης τύχης.

Λεπτομέρειες; Είναι αλήθεια. Όσο «κατεβάζει δροσούλα ο Υμηττός», το θερινό θα τα καταφέρει – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Φέρει ανεξίτηλα πάνω του την ανίκητη σαρωτική ρομαντζάδα μιας αστικής (ακόμη κι αν βρίσκεται σε νησί ή σε χωριό) αθωότητας – ακόμη και για τις γενιές που δεν είδαν (ακόμη) τον Κάρι Γκραντ και που θα έχουν την ευκαιρία να δουν ξανά φέτος – αφού το «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» φιγουράρει ως μια από τις καλύτερες επανεκδόσεις του φετινού καλοκαιριού.

Αν μόνο την ώρα της τρεχάλας πάνω στην αποκατεστημένη κόπια – με τον ήχο λίγο «κλεμμένο» κι ας ενοχλεί την πολυκατοικία απέναντι, με ένα φούτερ και μια ομπρέλα στην τσάντα για παν ενδεχόμενο, σκεφτόταν και κάποιος τι θα συμβεί όταν έρθει το φθινόπωρο…