Θεωρώ πως ζούμε σε εποχές όπου το «να ησυχάσεις» μοιάζει ύποπτο. Αν δεν τρέχεις, αν δεν παράγεις, αν δεν κοινοποιείς, σχεδόν δεν υπάρχεις. Κάπως σαν η ηρεμία να έχει γίνει μια μορφή ανυπακοής, μια μικρή εξέγερση απέναντι σε έναν κόσμο που θέλει να μας κρατά διαρκώς σε μια κατάσταση συναγερμού. Από ειδοποιήσεις, deadlines, φωνές, θορύβους, μέχρι την ίδια την εσωτερική ανησυχία που έχει γίνει η δεύτερη φύση μας.

Κι όμως, χωρίς ηρεμία δεν υπάρχει βάθος. Το κεφάλι που δεν ησυχάζει, δεν μπορεί να δει, παρά μόνο να αντιδρά. Και ίσως εκεί να βρίσκεται η πραγματική πολυτέλεια της εποχής, όχι στα ταξίδια, ούτε στα gadgets, αλλά στη δυνατότητα να μείνεις μόνος με τον εαυτό σου χωρίς να θέλεις να το σκάσεις.

Η ηρεμία στις μέρες μας δεν μπορεί να είναι παθητικότητα, παρά μόνο μια ενεργή απουσία. Ένα διάλειμμα από το θέατρο των ρόλων. Μια πράξη πίστης ότι η ζωή δεν χρειάζεται πάντα φώτα και ήχο και άπλετη έκθεση στα social media για να είναι αληθινή.

Bέβαια, πολλοί από εμάς δεν αναζητούμε την ηρεμία, τη φοβόμαστε. Γιατί μέσα της δεν υπάρχει απόσπαση, δεν υπάρχει αφήγηση, δεν υπάρχει και κανένας ρόλος να παίξεις. Υπάρχεις μόνο εσύ, γυμνός απέναντι στον χρόνο που δεν ελέγχεις. Κι όμως, αυτή η ηρεμία που μας τρομάζει είναι η πιο επαναστατική πράξη που μπορούμε να κάνουμε σήμερα.

Τα ‘χουμε πει χιλιάδες φορές, και το να κλείσεις το κινητό, ή να σταματήσεις να “παράγεις”, ή να μην έχεις γνώμη για κάθε τι μπορεί να είναι σήμερα μια μορφή πολιτικής ανυπακοής. Γιατί το σύστημα δεν σε χρειάζεται μόνο υπάκουο, σε θέλει και διαρκώς ενεργό, συνδεδεμένο, αγχωμένο. Γιατί μόνο έτσι ελέγχεται η προσοχή σου, άρα και η σκέψη σου. Η ηρεμία, λοιπόν, δεν είναι απλώς ψυχική ανάγκη. Είναι μορφή αντίστασης απέναντι σε έναν πολιτισμό που σήμερα φοβάται τη σιωπή, γιατί στη σιωπή γεννιέται η συνείδηση.

Η αυτοματοποίηση της ηρεμίας

Κάποτε κατασκευάζαμε μηχανές για να υπολογίζουμε. Μετά, για να θυμόμαστε. Και τώρα, για να παρηγορούμε. Οι συσκευές μας παρακολουθούν τον ύπνο, ανιχνεύουν το άγχος και μας υπενθυμίζουν να “παραμένουμε ήρεμοι”. Διαβάζουν τον ρυθμό του σφυγμού μας και τον τόνο της φωνής μας, μετατρέποντας τα συναισθήματα σε δεδομένα. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, διαθέτουμε συστήματα που μετρούν όχι μόνο τι κάνουμε, αλλά και πώς νιώθουμε. Αυτό μοιάζει λίγο με πρόοδο, και ίσως να είναι. Αλλά είναι και κάτι άλλο: μια σιωπηλή εξάρτηση.

Όσο περισσότερο επιτρέπουμε στους αλγόριθμους να διαχειρίζονται τα συναισθήματά μας, τόσο λιγότερο ασκούμαστε να το κάνουμε οι ίδιοι. Κάποτε, η ηρεμία ήταν τέχνη, σήμερα είναι λειτουργία. Ενεργοποιείται με tap, με subscription, με ειδοποίηση που σου λέει «πάρε μια βαθιά ανάσα».

Μόνο που η ρύθμιση των συναισθημάτων δεν είναι αυτόματη διαδικασία. Είναι μια δεξιότητα που χτίζεται μέσα από την τριβή με την ίδια την ανησυχία. Μέσα από το να αντέχεις τη σιωπή, να μένεις λίγο παραπάνω μέσα στο φόβο μέχρι να μαλακώσει. Όταν η τεχνολογία παρεμβαίνει για να σε “ηρεμήσει” πριν ακόμη νιώσεις τι συμβαίνει, κόβει τη φυσική αυτή διαδικασία της εσωτερικής ωρίμανσης. Η εφαρμογή προσφέρει άσκηση αναπνοής πριν καν αντιληφθείς ότι δυσκολεύεσαι να αναπνεύσεις. Το chatbot ανταποκρίνεται με συμπάθεια πριν βρεις τις δικές σου λέξεις για τον πόνο. Το ρολόι σε ειδοποιεί ότι είσαι αγχωμένος πριν καταλάβεις το γιατί. Και κάθε στιγμή “βοήθειας” αφαιρεί μια στιγμή ανθρώπινης επαφής με τον εαυτό μας.

Η ηρεμία, έτσι, παύει να είναι εμπειρία, γίνεται προϊόν. Αγοράζεται, προγραμματίζεται, επιτυγχάνεται με “micro-interventions”. Δεν είναι πια ο αργός παλμός ενός ανθρώπου που συμφιλιώνεται με την ανασφάλεια του, παρά μια μέτρηση στο dashboard του smartwatch του. Και όλο αυτό είναι πολιτισμικό γεγονός: η ενσυναίσθηση σε υπηρεσία, και η σιωπή σε feature. Ο άνθρωπος, που άλλοτε έκλεινε τα μάτια του για να ησυχάσει, τώρα ανοίγει μια εφαρμογή. Κι εκεί, μέσα από την “καθοδηγούμενη αναπνοή”, μαθαίνει να συμμορφώνεται.

Θεωρώ ότι η τεχνολογία δεν μπορεί να μας ηρεμεί. Μπορεί, όμως, να μας εξουδετερώνει. Να μας αποσπά με φροντίδα. Να μας υπνωτίζει με αγάπη. Και κάπου ανάμεσα στα κύματα των ειδοποιήσεων και των mindfulness reminders, να χάνεται η πιο σημαντική πράξη της εποχής μας: η ικανότητα να αντέχεις την ταραχή σου χωρίς να ζητάς άδεια από καμία μηχανή.

Η ψευδαίσθηση της ψηφιακής γαλήνης

Τα δεδομένα ξέρουν από έλεγχο, όπως ο κώδικας ξέρει από πειθαρχία και κανόνες. Τα δεδομένα, λοιπόν, μετατρέπουν κάτι αόρατο, το συναίσθημα, σε αριθμούς και γραφήματα. Κι όταν το γράφημα δείχνει σταθερό, νομίζουμε πως είμαστε κι εμείς. Όμως η συναισθηματική υγεία δεν είναι πίνακας μέτρησης, ένας άνθρωπος μπορεί να εμφανίζει “άριστους δείκτες” και να αισθάνεται ταυτόχρονα άδειος, μόνος, εξουθενωμένος, για παράδειγμα από την επίθεση της κάθε νεκρολογίας στο Facebook, κάθε φορά που πεθαίνει ένας διάσημος. Αυτή η σύγχυση είναι επικίνδυνη, ειδικά σε έναν κόσμο όπου η ευημερία καταγράφεται σε dashboards και το συναίσθημα μεταφράζεται σε στατιστικά. Οι μάνατζερ, για παράδειγμα, έχουν μάθει να διαβάζουν δείκτες «συμμετοχής» και αλγοριθμικούς δείκτες στρες σαν αλήθειες, χωρίς να βλέπουν τους ανθρώπους πίσω τους, τους ανθρώπους που καίγονται σιωπηλά, προσαρμόζοντας τα συναισθήματά τους για να ταιριάζουν με αυτό που περιμένει το σύστημα να δει. Η τεχνολογία, λοιπόν, θα έπρεπε να διευρύνει τη συνείδηση, όχι να την αντικαθιστά. Μπορεί να μας υπενθυμίζει να αναπνέουμε, αλλά δεν μπορεί να δώσει νόημα σε αυτή την ανάσα. Η επίγνωση αρχίζει όταν ακούμε τον εαυτό μας χωρίς τη μετάφραση των δεδομένων, όταν αφήνουμε τη σιωπή να αντικαταστήσει την ανάλυση.

Η ηθική της συναισθηματικής ανάθεσης

Η τεχνητή νοημοσύνη που «αντιλαμβάνεται» συναισθήματα εξαπλώνεται παντού: στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην εργασία. Αναγνωρίζει τη λύπη στη φωνή, την κόπωση στο βλέμμα, τη θλίψη στα γραπτά μας. Αυτά τα εργαλεία μπορούν να σώσουν ζωές, ναι, αλλά ταυτόχρονα θολώνουν το όριο ανάμεσα στην παρατήρηση και την επέμβαση. Ποιος αποφασίζει πότε το άγχος σου είναι “υπερβολικό”; Ποιος κατέχει τα δεδομένα της ψυχής σου όταν αυτά συλλεχθούν; Τι γίνεται όταν ένας αλγόριθμος προβλέπει τη διάθεσή σου προτού καν τη νιώσεις;

Η ενσυναίσθηση δεν είναι αναγνώριση μοτίβων, είναι κοινή ανθρώπινη εμπειρία, μια πράξη συνειδητή που δεν μπορεί να γραφτεί σε κανέναν κώδικα. Ναι, οι μηχανές μπορούν να μιμηθούν τη συμπόνια με λέξεις, αλλά δεν γίνεται ρε φίλε να τη βιώσουν. Και όσο περισσότερο προσομοιώνουμε τη φροντίδα, τόσο πιο εύκολο γίνεται να ξεχάσουμε πώς είναι η αληθινή ανθρώπινη παρουσία. Και ο κίνδυνος δεν είναι ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα αρχίσει να νιώθει υπερβολικά. Είναι ότι εμείς, σιγά-σιγά, θα πάψουμε να προσπαθούμε να νιώσουμε έστω και κάτι για τον διπλανό μας.

Η ανθρώπινη επιλογή

Θέλαμε η τεχνητή νοημοσύνη να μας απαλλάξει από το άγχος, και χωρίς να το καταλάβουμε, της παραδώσαμε τη σιωπή μας. Μα η σιωπή είναι το τελευταίο μας καταφύγιο, εκεί όπου ο άνθρωπος μαθαίνει ξανά να ακούει τον εαυτό του, να αφουγκράζεται τον κόσμο χωρίς μεσολάβηση, να νιώθει χωρίς εντολές.

Το μέλλον της συναισθηματικής τεχνολογίας δεν πρέπει να στοχεύει στην αναισθησία της εμπειρίας, αλλά στην εξευγένισή της. Οι μηχανές μπορούν να μας βοηθήσουν να δούμε τα μοτίβα του εσωτερικού μας κόσμου, αλλά η επιλογή να νιώσουμε, να αναστοχαστούμε, να επουλωθούμε, θα ανήκει ΠΑΝΤΑ σε εμάς.

Η τεχνολογία, στην πιο φωτεινή της εκδοχή, δεν μπορεί (ακόμα) να είναι γιατρός, αλλά είναι ένας καθρέφτης. Δεν μας σώζει, μας υπενθυμίζει. Μας θυμίζει ότι κάτω από τους παλμούς, τα δεδομένα και τους δείκτες, υπάρχει ακόμη μια καρδιά που χτυπά όχι για να μετρηθεί, αλλά για να ζήσει. Και ίσως εκεί, σε αυτή τη μικρή ανάσα πριν την επόμενη ειδοποίηση, να βρίσκεται η πιο ελπιδοφόρα υπόσχεση του μέλλοντος: ότι η ανθρωπιά δεν χάνεται, απλώς περιμένει να την ακούσουμε ξανά.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.