Πώς θα σας φαινόταν αν αύριο το πρωί, μέσω του κινητού σας ή του υπολογιστή σας, δεν μπορούσατε να διαβάσετε ειδήσεις; Πώς θα ήταν η ζωή σας (μας) αν αναζητώντας κάτι ειδησεογραφικό στο Google Search, για παράδειγμα «πλημμύρες Βόλος», η διάσημη μηχανή αναζήτησης δεν είχε να σας εμφανίσει κάτι; Θα ήταν καλύτερη η καθημερινότητά σας (μας) αν στα social media δεν υπήρχε ειδησεογραφική ροή από διάφορες σελίδες;

Κατ’ αρχάς, να ξεκαθαρίσουμε κάτι: ένα site, είτε αυτό έχει ειδησεογραφικό περιεχόμενο είτε πρόκειται για online κατάστημα, δεν εξαρτάται άμεσα από την Google, τη Meta (Facebook, Instagram, Threads) και άλλες Big Tech εταιρείες. Ένα URL, για παράδειγμα το https://www.olafaq.gr, λειτουργεί αυτόνομα και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε μηχανή αναζήτησης και πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό σημαίνει πως όποιος πληκτρολογήσει σωστά ένα URL, ή το έχει αποθηκευμένο στα bookmarks του (σελιδοδείκτες), θα καταφέρει να φτάσει στην πηγή της ενημέρωσης/διασκέδασης κ.ο.κ.

Οι ψηφιακές φούσκες

Οι μηχανές αναζήτησης, όπως το Google Search, το Bing της Microsoft και άλλες αντίστοιχες, παρουσιάστηκαν στην ψηφιακή ζωή μας όταν πλέον τα URL έγιναν πολύπλοκα και κανείς δε μπορούσε να τα θυμηθεί αλλά και για να λειτουργήσουν ως ψηφιακές πύλες στον κόσμο του ίντερνετ μέσω της λειτουργίας των links. Κάτι σαν διαδικτυακή βιβλιοθήκη, όπου το κτίριο είναι η μηχανή αναζήτησης και κάθε ιστοσελίδα ένα βιβλίο -περιλαμβάνοντας όχι μόνο τον τίτλο του, αλλά και το περιεχόμενό του.

Με την πάροδο του χρόνου, καταλήξαμε στο εξής: ό,τι δεν υπάρχει στο Google Search είναι σαν να μην έχει γραφτεί/ειπωθεί ποτέ.

Τα social media, κυρίως από το Facebook και έπειτα, άλλαξαν τελείως το παιχνίδι της ενημέρωσης και του περιεχομένου ψυχαγωγίας. Αφού εξουσίασαν την αλληλεπίδρασή μας με οτιδήποτε περιλαμβάνει την έννοια της κοινωνικότητας, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης συνειδητοποίησαν ότι αν δεν εμφανιστεί κάτι σε ένα εξατομικευμένο με αλγόριθμο timeline είναι σαν να μην υπάρχει -βολικό, καθώς έτσι μπορείς να αποκρύψεις κιόλας ό,τι θες, όπως και στην περίπτωση των μηχανών αναζήτησης. Αυτό είχες ως αποτέλεσμα κάθε μεγάλο ή μικρό «μαγαζί», χρησιμοποιώντας τη δημοσιογραφική αργκό, να προτιμάει να χτίσει το κοινό του μέσω των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης και όχι να επενδύσει στο αναγνωστικό κοινό που το προτιμάει χωρίς αλγοριθμικά κόλπα -γι’ αυτό άλλωστε δεν ευδοκιμούν, ειδικά στην Ελλάδα, συνδρομητικά πακέτα σε ειδησεογραφικά site.

Εν τω μεταξύ, αφού τα πάντα συμβαίνουν εντός Google και social media, οι εταιρείες τεχνολογίας έχουν δημιουργήσει ένα μοναδικό προφίλ για τον καθένα μας και έτσι μας προμοτάρουν (ή μας προβοκάρουν) οτιδήποτε φαινομενικά μας  ταιριάζει και μας ενδιαφέρει. Αυτό δημιουργεί το εξής σουρεαλιστικό: αν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες, με διαφορετικά πιστεύω και κοσμοθεωρίες, χόμπι και προτιμήσεις, ακολουθούν τον ίδιο δημοσιογραφικό οργανισμό, θα λάβουν διαφορετικές ενημερώσεις (ας πούμε, Google News ή Sponsored στο Facebook) για ειδησεογραφικές εξελίξεις -κάτι που δημιουργεί το φαινόμενο της φούσκας (bubble), όπου ο καθένας ζει σε έναν δικό του ψηφιακό κόσμο και πιστεύει ότι γνωρίζει τη μία και μοναδική αλήθεια.

Η “αλήθεια” του Καναδά

Οι πολίτες του Καναδά, από τον Ιούνιο και μέχρι σήμερα, λόγω του νομοσχεδίου C-18 δεν μπορούν να διαβάσουν ειδήσεις μέσω Google και των πλατφορμών της Meta. Κάποιος μπορεί να σκεφτεί πώς πρόκειται περί «φίμωσης» και άλλων παρόμοιων τσιτάτων. Είναι, όμως, έτσι;

Το νομοσχέδιο C-18 εισήχθη στη Βουλή των Κοινοτήτων τον Απρίλιο του 2022, μετά από χρόνια πίεσης από τα News Media Canada, μια ένωση των μεγαλύτερων έντυπων ειδησεογραφικών εταιρειών του Καναδά, συμπεριλαμβανομένων των Postmedia, Torstar, Globe and Mail και πολλών άλλων μικρών και μεσαίων Μέσων. Το νομοσχέδιο C-18 έχει ως πρότυπο τον Κώδικα Διαπραγμάτευσης για τα Μέσα Ενημέρωσης της Αυστραλίας, ο οποίος καθόρισε μια διαδικασία που θα ανάγκαζε την Google και τη Meta να συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες για να πληρώνουν τους εκδότες ειδήσεων για το περιεχόμενό τους.

Μέχρι εκείνο το σημείο, η Google και η Meta είχαν δραστηριοποιηθεί έντονα στον τομέα της δημοσιογραφίας στον Καναδά. Κάθε πλατφόρμα διέθετε ένα πρόγραμμα κατάρτισης και χρηματοδότησης για ειδησεογραφικούς οργανισμούς, όπως το Google News Initiative και το Meta Journalism Project (αν και η Meta απέλυσε το προσωπικό του πρότζεκτ στα τέλη του 2022). Όλα άλλαξαν, όμως, όταν τα καναδικά Μέσα ζήτησαν αυτό που δικαιούνται: ποσοστά επί των κερδών από το περιεχόμενό τους.

Η νομοθεσία C-18 αφορά λοιπόν τον επαναπροσδιορισμό της οικονομικής σχέσης μεταξύ των πλατφορμών και των εκδοτών ειδήσεων, από μια σχέση χρηματοδότη – αποδέκτη σε επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε μια συμφωνία με διαπραγμάτευση. Μέχρι στιγμής, όταν οι πλατφόρμες προσέφεραν χρηματοδότηση σε μεμονωμένους εκδότες, είχαν πολύ μικρή επιρροή στις συζητήσεις αυτές και έπρεπε να υπογράψουν συμφωνίες εμπιστευτικότητας για να ξεκινήσουν συνομιλίες. Το νομοσχέδιο C-18, μεταξύ άλλων, επιτρέπει στους εκδότες να διαπραγματεύονται συλλογικά με τις πλατφόρμες και ενδεχομένως να προσφεύγουν σε τρίτους (νομικούς κ.λπ.) εάν δεν μπορούν να καταλήξουν σε μια αμοιβαία συμφωνημένη συμφωνία.

Ουσιαστικά, το κοινοβούλιο του Καναδά και οι εκδότες αποφάσισαν ότι πρέπει να διασφαλιστεί η δίκαιη κατανομή των εσόδων μεταξύ των ψηφιακών πλατφορμών και των ειδησεογραφικών μέσων. Στην πράξη, ο Καναδάς απαιτεί από τεχνολογικούς κολοσσούς, όπως η Meta και η Google, να πληρώνουν τα καναδικά ειδησεογραφικά πρακτορεία για το περιεχόμενο που τοποθετούν στις πλατφόρμες τους. Δεδομένου ότι η Meta και η Google κερδίζουν χρήματα από αυτές τις αναρτήσεις και, ως επί το πλείστον, οι τοπικοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί βλέπουν πολύ λίγα από αυτά τα έσοδα.

Αφού η Meta είδε πως αυτοί που δημιουργούν περιεχόμενο από το οποίο συντηρείται και πλουτίζει, την Παρασκευή 23 Ιουνίου, αποφάσισε πως οι αναρτήσεις ειδήσεων δεν θα είναι πλέον διαθέσιμες σε Facebook και Instagram. Η ανακοίνωση έλεγε τα εξής:

«Σήμερα, επιβεβαιώνουμε ότι η διαθεσιμότητα ειδήσεων θα τερματιστεί στο Facebook και το Instagram για όλους τους χρήστες στον Καναδά πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου για τις διαδικτυακές ειδήσεις (Bill C-18). Έχουμε επανειλημμένα μοιραστεί ότι, προκειμένου να συμμορφωθούμε με το νομοσχέδιο C-18, που ψηφίστηκε σήμερα στο Κοινοβούλιο, το περιεχόμενο από ειδησεογραφικά πρακτορεία, συμπεριλαμβανομένων των εκδοτών ειδήσεων και των ραδιοτηλεοπτικών φορέων, δεν θα είναι πλέον διαθέσιμο στους ανθρώπους που έχουν πρόσβαση στις πλατφόρμες μας στον Καναδά».

Στις 22 Αυγούστου, και αφού οι καταστροφικές δασικές πυρκαγιές δεν έλεγαν να σβήσουν, ο καναδός πρωθυπουργός Justin Trudeau κατηγόρησε το Facebook ότι «έβαλε τα κέρδη πάνω από την ασφάλεια των ανθρώπων κατά τη διάρκεια των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης» που δημιούργησε η περίοδος ρεκόρ πυρκαγιών στη χώρα.

«Είναι τόσο αδιανόητο το γεγονός ότι μια εταιρεία όπως το Facebook επιλέγει να βάλει τα εταιρικά κέρδη πάνω από τη διασφάλιση ότι οι τοπικοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί μπορούν να παρέχουν ενημερωμένες πληροφορίες στους Καναδούς», δήλωσε ο Trudeau. Υπουργοί της κυβέρνησης κάλεσαν τη Meta να άρει την απαγόρευση των ειδήσεων στον Καναδά, η οποία ισχύει για τα τοπικά πρακτορεία καθώς και για τα εθνικά μέσα ενημέρωσης, όπως η Canadian Broadcasting Corporation.

Η Meta, όμως, επέμεινε στην απόφασή της και ανέφερε σε ανακοίνωσή της σχετικά με τις πυρκαγιές ότι οι άνθρωποι στον Καναδά μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το Instagram και το Facebook «για να συνδεθούν με τις κοινότητές τους και να έχουν πρόσβαση σε αξιόπιστες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου περιεχομένου από επίσημες κυβερνητικές υπηρεσίες, υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και μη κυβερνητικές οργανώσεις».

Μπορεί να μη ζούμε στον Καναδά, αλλά μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν παραλληλισμό στο μυαλό μας: θα είχε κάποια διαφορά αν φέτος στην Ελλάδα, στις δικές μας πυρκαγιές και πλημμύρες, δεν είχαμε ροή ειδήσεων στα social media μας; Μάλλον όχι.

Στη χώρα μας όπου ο κρατικός μηχανισμός πρόληψης και προστασίας περιορίζεται στο 112 και οι κοινότητες οργανώνονται/ενημερώνονται μέσα από διάφορα groups του Facebook, όπως το Πυρκαγιά Ενημέρωση και άλλα, ο αντίκτυπος της απουσίας της ειδησεογραφικής ενημέρωσης θα ήταν μικρός, αν όχι ελάχιστος. Την ώρα που καίγεται το σπίτι σου ή το νερό σε πνίγει, δεν έχεις χρόνο για σκρολάρισμα. Επίσης, όσοι δεν βιώσαμε αυτές τις καταστροφές ήμασταν απλώς μάρτυρες από απόσταση, οπότε δεν θα υπήρχε κάποια ειδοποιός διαφορά -όσοι ήθελαν θα μπορούσαν πάντα να ενημερωθούν απευθείας από τις ιστοσελίδες των Μέσων, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και, φυσικά, τα αυτοοργανωμένα group των social media.

Υποθέτω, λοιπόν, πως ο πρωθυπουργός του Καναδά ήθελε μόνο να ασκήσει πίεση στις πλατφόρμες και με αφορμή τις πυρκαγιές -κάνοντας επίκληση στο συναίσθημα- να οδηγηθούν σε μια συμφωνία με τους εκδότες ειδήσεων.

Ψηφιακή ζωή χωρίς ειδήσεις σε Google και Meta

Για να είμαστε δίκαιοι, όπως οφείλουμε άλλωστε ως δημοσιογράφοι, οι ευθύνες για το πού έχει φτάσει η δημοσιογραφία στην εποχή μας δε βαραίνει μόνο τις Big Tech εταιρείες αλλά και τους ίδιους τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς. Όπως είχα γράψει και τις προάλλες, υπάρχει μια «εύπλαστη δημοσιογραφική εξίσωση» η οποία μεταβάλλεται και διαμορφώνεται ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες εκδοτών – αναγνωστών, οι οποίοι συμπεριφέρονται σαν το σκύλο που κυνηγάει την ουρά του.

Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης βολεύτηκαν και εκμεταλλεύτηκαν τους πόρους που προσφέρουν οι πλατφόρμες των social media και της Google για να εδραιώσουν τη θέση τους στον κόσμο της πληροφορίας, ωστόσο, τώρα έχουν βρεθεί σε μειονεκτική θέση απέναντι στην τεχνολογία. Τα media, σε πολλές περιπτώσεις, θυμίζουν αμπάρι ρωμαϊκής γαλέρας όπου οι δημοσιογράφοι αντί να δίνουν τη μάχη τους στο όποιο πεδίο -αστυνομικό, ερευνητικό, αθλητικό, πολιτιστικό κ.λπ.- παίζουν ενάντια στον χρόνο, αφού η ταχύτητα ανάρτησης μιας είδησης δεν αποσκοπεί στην άμεση ενημέρωση του κοινού αλλά λειτουργεί ως αγώνας 100 μέτρων στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κάτι που ενισχύεται, φυσικά, από τον τρόπο λειτουργίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του Google News/Search -όποιος εμφανιστεί πρώτος στα αποτελέσματα ή στο timeline, είναι και ο νικητής.

Αν τα Μέσα στην Ελλάδα μπορούσαν να αποχωρήσουν από τις πλατφόρμες, έστω για να απαιτήσουν μερίδιο στα κέρδη όπως στον Κανάδα, πιστεύω πως το τοπίο θα ξεκαθάριζε σταδιακά και ο καθένας θα είχε όντως το αναγνωστικό κοινό που του αξίζει, αφού κανείς δεν θα ήταν δέσμιος κάποιου αλγόριθμου. Με τις υπάρχουσες συνθήκες, τα media δημιουργούν περιεχόμενο που πρέπει να “αρέσει” στη Google ή στο Facebook προκειμένου να το αναδείξουν στις πλατφόρμες τους. Η λογική λέει πως αν αρέσει κάτι στην Google θα το μοιράσει στο κοινό και αν δεν αρέσει κάτι στο κοινό δεν θα το μοιράσει η Google. Αποδεκτό. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται περί απολυταρχικής προσέγγισης στην ενημέρωση καθώς όλα εξαρτώνται από τον “διανομέα” (βλ. Google, Meta κ.λπ.) και όχι από το προϊόν. Όσο τα Μέσα επενδύουν σε αυτή τη σχέση, τόσο δεν θα μπορούν να αναπτύξουν μια ανεξάρτητη επικοινωνία με το κοινό τους.

➪ Με πληροφορίες από: Mashable, The Tytee, BBC, The Conversation