Ζούμε σε μια εποχή που όχι μόνο οι ζωές μας δεν βγάζουν πολύ νόημα, αλλά και το φαγητό που «παίζει» εκεί έξω. Κουζίνες μοριακές, γκουρμέ, μπραντσάδικα, χρυσοί σκούφοι, fusion, functional, παραδοσιακή «πειραγμένη», μπαρίστες, food bloggers, κριτικοί, εκπομπές για σεφ, concept food, concept εστιατόρια, αποδόμηση και υπερεξειδίκευση της υπερεξειδίκευσης, ω! υπερεξειδίκευση!

Ένας καταιγισμός από ονόματα, άγνωστα ονόματα που δεν μπορείς να προφέρεις ποτέ σωστά, στα οποία πολύ συχνά προηγείται το κατά τα’ άλλα ρατσιστικό επίθετο «εξωτικό», για να χαρακτηρίσει μια μακρινή και πιθανώς άγνωστη σε μας τοποθεσία που πιθανόν να μην το σηκώνει και η τσέπη μας να πατήσουμε το πόδι μας εκεί ποτέ! Οπότε το παίζουμε ξερόλες και ντίβες λέγοντας ότι έχουμε φάει Ιαπωνικό Fugu ή φρέσκα φρούτα από τη νοτιανατολική Ασία. Άντε να μην ισχύει στην περίπτωση του κρόκου Κοζάνης, όπου ίσως κάποια στιγμή όντως καταφέρουμε να πάμε.

Πολλοί από μας βρεθήκαμε λίγο-πολύ να δαγκώνουμε αμήχανα τα νύχια μας, μπροστά στη θέα ενός εντελώς ακαταλαβίστικου μενού ενός εστιατορίου, που μόνο με Σουαχίλι μας μοιάζει ή κάποιο βοήθημα που είχαμε στο γυμνάσιο για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών.

Αποτελεί τραγική ειρωνεία λαός να στοιβάζεται σε τεράστιες ουρές αναμονής των νέων concept restaurant, να κάνει κρατήσεις 2 μήνες πριν για ένα τραπέζι, όταν γύρω μας η χώρα καταρρέει σε όλα τα επίπεδα και η χώρα βρίσκεται σε βαθιά πολιτική και κοινωνική κρίση…

Μπούτι χήνας κονφί

Εντάξει, σου αρέσει η πάπια, αλλά αυτό το κονφί της σε βάζει σε σκέψεις. Ο σολομός επίσης, το γκράβλαξ όμως δίπλα του ακούγεται λες και θα έρθει να σε κατασπαράξει. Ειδικά σε περίπτωση που κάθεσαι με «ψαγμένο» παρεάκι που είχαν μάνγκο τσατνεϋ, ψητά αποδομημένα ντολμαδάκια με κρέμα πάπιας, Açai bowls, γκράβλαξ και σετσουάν και στο χωριό τους, και χειρίζονται τα chop sticks όπως ο Keith Moon τα drum sticks στο My Generation, δύο σενάρια είναι πιθανά:

α) Είτε κάθεσαι και κάνεις την πάπια (κονφί στη συγκεκριμένη περίπτωση), κλείνεις τα μάτια και βάζεις το δάχτυλο στην τύχη σε ένα πιάτο και εύχεσαι να μην είναι απλά κάποιο dressing και γίνεις ρεζίλι, και το παίζεις ξερόλας, βλέποντας και κάνοντας, με την ελπίδα να μην σου έρθει κάτι εντελώς περίεργο.

β) Είτε ρίχνεις τα μούτρα σου και ρωτάς ή τον σερβιτόρο, που παρεμπιπτόντως μοιάζει με τον Μίστερ Σποκ από το Σταρ Τρεκ – γιος του Βουλκάνιου πρέσβη Στάρεκ και της γήινης συζύγου του που μιλούσε τη γλώσσα «Βουλκάν»-, ή τη παρέα σου για το περιεχόμενο των πιάτων, κάνοντας ένα coming out της όχι και τόσο fancy καταγωγής σου, καθώς μεγάλωσες με ταπεινά και προλεταριακά φασολάκια, μακαρόνια με κιμά και κοκκινιστό στη γάστρα.

Άλλοι θα σε κοιτάξουν αφ’ υψηλού, άλλοι θα βάλουν τα γέλια με το μενού μπροστά στο πρόσωπό τους ψουψουρίζοντας «καλά δε ξέρει τι είναι το μπεαρνέζ;», κι άλλοι -περισσότερο κατανοητικοί- θα γύρουν από πάνω σου να σου εξηγήσουν υπομονετικά πως το μπεαρνέζ είναι μια παχιά, κρεμώδης σάλτσα με κρόκους αβγών και συμπυκνωμένο ξίδι, χτυπημένα όλα μαζί σε χαμηλή φωτιά με βούτυρο που συνήθως συνοδεύει το κρέας.

…από την άλλη βέβαια, είναι ίσως και μια μορφή καταναλωτικής εμπειρίας που εν τέλει ανακουφίζει, καθώς σε βγάζει έστω και αποσπαματικά από τη μίζερη καθημερινότητα, ταξιδεύοντάς σε νοητά στους αμμόλοφους του Μαρόκο, στις ακτές της νοτιοανατολικής Ασίας, σε αγρούς με κακαόδεντρα στο Μεξικό, στην Alba της Ιταλίας για τρούφα, στην Ιαπωνία για αφροδισιακά fugu, για ζουμερό χαρ γκάο στη Νότια Κίνα, για οικολογικό χαβιάρι και σέρφινγκ στην Καλιφόρνια και από κει στην Κούβα για φρέσκους αστακούς με βουτυρένια υφή και πούρα Αβάνας.

No Mai Gai, μπαβαρουά, χαρ γκαο, τουρνεντό, πολέντα,  μπεαρνέζ, σετσοuάν, σντίβ, καρπάτσιο, γκαλαντίν, γκράβλαξ, γκρατινέ, ζουλιέν, ντάμπλινγκ, παγιάρ, τερίνα, τσάτνεϊ, περίεργες σάλτσες και μυστήρια λαχανικά με παράξενα ονόματα, κοτόπουλο που μεγάλωσε εσώκλειστο σε οικοτροφείο της Λιλ και μιλάει τέσσερις γλώσσες. Ψάρι τυλιγμένο σε κόκαλα άλλου ψαριού και σβησμένο με ξεθυμασμένο αναψυκτικό από την Τιφλίδα, σαλιγκάρια με μαύρη τρούφα, κρεμολάντε πορτοκαλιού και freddo ντομάτας.

Σολωμός Gravadlax

Τι συμβαίνει άραγε και τα πιάτα των εστιατορίων ακούγονται σαν πιάτα από μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Λαβκραφτ; Μήπως πρόκειται για το γεύμα του Κθούλου; Μήπως πρόκειται για συνωμοσία των μετρ και των σερβιτόρων; Μήπως, πάλι, πρόκειται για επινόηση των σεφ, ώστε να φαίνεται ότι η κουζίνα τους βγάζει περίπλοκες δημιουργίες; Ή μήπως οι εστιάτορες πιστεύουν ότι, εντυπωσιάζοντας πρώτα τα μάτια μας, ο εντυπωσιασμός αυτός θα μας κάνει να νιώσουμε σαν αναλφάβητοι επαρχιώτες στο fine dining; Μήπως εδώ λαμβάνει χώρα ένας ασύλληπτος νέας μορφής κοινωνικός διαχωρισμός; Μήπως είναι μια συνωμοσία της κυβέρνησης για να μην ασχολούμαστε με τα δικά της κακώς κείμενα; Ό,τι και να συμβαίνει, γεγονός είναι ότι οι περίεργες λέξεις -αναπόφευκτες ή μη- μας δημιουργούν πέρα από δισεπίλυτα προβλήματα όταν παραγγέλνουμε και μια έντονη αίσθηση κατωτερότητας.  

Σκέφτομαι ότι σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για έναν γκουρμέ αναλφαβητισμό που με τη σειρά του δημιουργεί νέες μορφές κοινωνικών διακρίσεων.

Πέρα από την χιουμορίστική μας διάθεση, ξέρουμε ότι από τη μια αποτελεί τραγική ειρωνεία ο λαός να στοιβάζεται σε τεράστιες ουρές αναμονής των νέων concept restaurant, να κάνει κρατήσεις 2 μήνες πριν για ένα τραπέζι, όταν γύρω μας η χώρα καταρρέει σε όλα τα επίπεδα και η χώρα βρίσκεται σε βαθιά πολιτική και κοινωνική κρίση, από την άλλη βέβαια, είναι ίσως και μια μορφή καταναλωτικής εμπειρίας που εν τέλει ανακουφίζει, καθώς σε βγάζει έστω και αποσπαματικά από τη μίζερη καθημερινότητα, ταξιδεύοντάς σε νοητά στους αμμόλοφους του Μαρόκο, στις ακτές της νοτιοανατολικής Ασίας, σε αγρούς με κακαόδεντρα στο Μεξικό, στην Alba της Ιταλίας για τρούφα, στην Ιαπωνία για αφροδισιακά fugu, για ζουμερό χαρ γκάο στη Νότια Κίνα, για οικολογικό χαβιάρι και σέρφινγκ στην Καλιφόρνια και από κει στην Κούβα για φρέσκους αστακούς με βουτυρένια υφή και πούρα Αβάνας. Το μυαλό και οι γευστικοί μας κάλικες πάντα έχουν την ανάγκη να «ξεφεύγουν» από μια στυγνή πραγματικότητα, οπότε μια σημερινή Μαρία Αντουανέτα δεν θα προέτρεπε το λαό να φάει παντεσπάνι, αλλά χήνα κονφί. Βέβαια κάποια στιγμή καλό είναι και να προσγειωνόμαστε στην εγγύς πραγματικότητα.