«Ψάχνω παντού το συναίσθημα σε ταινίες, παραστάσεις, μουσικές, βιβλία, περφόρμανς. Όχι το κραυγαλέο αλλά το υπόκωφο, όχι την άρτια κατασκευή αλλά τις ρωγμές, όχι την επίδειξη αλλά την ταπεινότητα. Όλο και περισσότερο δυσκολεύομαι να συγκινηθώ. Εγώ σκλήρυνα ή τα δημιουργήματα του κόσμου; Όταν όμως κάτι με αγγίζει ανακουφίζομαι. Μόλις πριν λίγες ημέρες είδα το “Καρδιά βουνό” μια ισλανδική ταινία του 2015. Σε αντίθεση με άλλα έργα -που με ευκολία χαρακτηρίζονται ως ταινίες της χρονιάς- με τάραξε, τη σκέφτομαι και θα τη σκέφτομαι. Ίσως πάλι μεγάλωσα και γίνομαι όλο και πιο ιδιότροπη, όλο και πιο παρατηρητής και όχι εμπλεκόμενος. Θα δείξει.» Αυτά έγραφα λίγες ημέρες ως μια πρόσκαιρη τοποθέτηση/σκέψεις στο προσωπικό μου προφίλ στο facebook. Καθώς περνούσαν όμως ημέρες συνειδητοποίησα ότι το θέμα -μέσα μου- δεν είχε λήξει εκεί.
Και όταν κάτι μέσα σου σε τρώει θες να το συζητήσεις με τους πιο κοντινούς σου ανθρώπους. Κοντινούς όχι απαραίτητα γιατί τους βλέπεις κάθε μέρα αλλά γιατί νιώθεις μια ψυχική συγγένεια, αλλά όχι ταύτιση. Είναι σημαντικό αυτό το «όχι ταύτιση» γιατί δεν προσθέτεις μια άλλη οπτική στα πράγματα εάν συζητάς αυτά που σε απασχολούν με όσους πιστεύουν και νιώθουν ακριβώς όπως εσύ. Αλλά είναι σημαντική και η «συγγένεια» γιατί όπως γράφει στον “Aδιάφορο” ο Προυστ «….σταμάτησε όμως ενοχλημένη που έπρεπε να δώσει εξηγήσεις και νιώθοντας ότι υπάρχουν αλήθειες που δεν μπορούμε να κάνουμε να τις αντιληφθούν όσοι δεν τις έχουν ήδη μέσα τους».
Ρώτησα λοιπόν, κάποιους που εκτιμώ τη γνώμη τους ακόμη και όταν δεν συμφωνούμε, αν αντιμετωπίζουν το ίδιο θέμα. Αν δηλαδή δεν τους αγγίζει για παράδειγμα η «ταινία της χρονιάς». Μία από τις πιο εύστροφες απαντήσεις ήρθε με την μορφή ερώτησης «ποια απ’ όλες;». Κι αυτή ίσως είναι η αρχή για να ξετυλίγεται το κουβάρι της κουβέντας μας.
Είναι τέτοιος ο καταιγισμός των πληροφοριών, των επιλογών αλλά και των διακηρύξεων «αυτό δεν πρέπει να το χάσεις με τίποτα» που προσωπικά καταλήγω να μην θέλω να δω ή να ακούσω τίποτα. Πέρασε η εποχή που αισθανόμουν σχεδόν υποχρεωμένη να μη χάσω «αυτά που δεν έπρεπε να χάσω». Τι σημαίνει «πρέπει οπωσδήποτε» να το δεις, να το φας, να το ακούσεις; Και ποιος υπαγορεύει αυτό το πρέπει; Συγγνώμη αλλά πλέον δεν εμπιστεύομαι όχι μόνο αυτούς που προτείνουν στα διάφορα Μέσα, γιατί προφανώς ξέρω καλά ότι στο 80% των περιπτώσεων είναι κομμάτι ενός οργανωμένου συστήματος προώθησης, αλλά δυσκολεύομαι να εμπιστευτώ και το λεγόμενο «από στόμα σε στόμα».
Και ξέρετε γιατί; Γιατί παρατηρώ ότι χάρη στην ανάγκη που έχει διαμορφωθεί να είμαστε όλοι μέσα στη φάση, να μην μείνουμε στην απ’ έξω το όποιο hype, οι περισσότεροι αφήνονται να παρασυρθούν και να διαφημίσουν είτε συνειδητά, είτε ακόμη περισσότερο ασυνείδητα για πράγματα που ίσως αλλιώς να μην τα πρόσεχαν καν.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πάνε έτοιμοι να κλάψουν μέχρι να μουλιάσουν στη «πιο συγκινητική ταινία της χρονιάς» και να σου πουν «δες το αλλά θα σε ισοπεδώσει στα σίγουρα» οπότε αν είσαι τελικά το δεις και δεν ισοπεδωθείς θα αρχίσεις να αναρωτιέσαι «τι λάθος πάει με εμένα και δεν πλάνταξα όπως όλοι οι υπόλοιποι».
Υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι, όπως εγώ που είμαι πιο ιδιότροπή, που αντιδρούν αλλιώς. Ή απογοητεύονται γιατί έχουν ανεβάσει όλοι οι υπόλοιποι πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών ή κλωτσάνε και δεν πάνε καν να δουν/ακούσουν/φάνε τα «αυτά δεν πρέπει να χάσεις» της χρονιάς. Προσωπικά με τον καιρό, πέρασα από το πρώτο στάδιο στο δεύτερο και το αντι-φόμο μου έχει χτυπήσει κόκκινο.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι χάνω αριστουργήματα; Μμμμμ, μάλλον όχι. Ίσως χάσω κάποια αξιόλογα πράγματα αλλά στο εν τω μεταξύ έχω ανακαλύψει άλλα που με συγκινούν και μου τραβούν το ενδιαφέρον πολύ παραπάνω. Γιατί υπάρχουν και αυτά στο περιθώριο της πόλης ή του συστήματος προώθησης. Αυτά που θα ανακαλύψεις γιατί τα αναζήτησες, γιατί γνώρισες τους ανθρώπους που τα «χτίζουν» με πολύ κόπο, γιατί μπορείς ενδεχομένως κι εσύ να γίνεις συν-δημιουργός ή πραγματικός κοινωνός και όχι μόνο θαυμαστής.
Δεν κλείνω μάτια και αυτιά σε όσους προτείνουν, ούτε απορρίπτω συλλήβδην ότι συζητιέται πολύ. Απλώς πια έχω ανάγκη να φιλτράρω πολύ περισσότερο, ίσως γιατί μεγαλώνω και δεν έχω πια ούτε υπομονή, ούτε τα πράγματα με εκπλήσσουν με τον ίδιο τρόπο, ούτε ανάγκη να δηλώνω πανταχού παρούσα, παρά μόνο εκεί που νιώθω ότι έχει ζουμί, ότι παίζει να βιώσω κάτι που θα το θυμάμαι για πολύ καιρό (ακόμη μνημονεύω το μοναδικό συναίσθημα που μου γέννησε «Η Νύχτα της κουκουβάγιας» από τον Λευτέρη Βογιατζή και είδα την παράσταση την άνοιξη του 1999), ότι είναι πιθανό να ταραχτεί η ψυχή μου.
Μεγάλες κουβέντες θα μου πείτε αλλά έτσι νιώθω. Και πλέον κατάλαβα ότι η ψυχή μου δεν ταράζεται εύκολα από άρτια κατασκευάσματα, ούτε από όσα δουλεύτηκαν μέσα σε άψογες συνθήκες, ούτε καν όταν σε αυτά συμμετάσχουν δημιουργοί και εκτελεστές που ξέρω ότι είναι σπουδαίοι στην Τέχνη τους. Βρίσκω τις περισσότερες ταινίες/παραστάσεις/ δίσκους/βιβλία της χρονιάς άψυχα. Καταλαβαίνω και βλέπω τη δουλειά που έχει γίνει πίσω τους, διακρίνω την ικανότητα των συντελεστών, αντιλαμβάνομαι το μέγεθος της παραγωγής τους. Σπάνια όμως με συγκινούν, ίσως γιατί είναι περισσότερο προϊόντα παρά δημιουργήματα.
Και γι’ αυτό άλλωστε είναι τόσα πολλά. Τόσα πολλά που συνεχώς καταναλώνεις, ξεχνάς, καταναλώνεις, ξεχνάς, καταναλώνεις σε έναν αέναο κύκλο που σε μπουκώνει κατασκευάσματα. Το ΤΥΝ είναι παντού, στις σχέσεις, στα θεάματα, σε ό,τι βρίσκεται μπροστά μας.
Όμως το συναίσθημα χρειάζομαι, πιο πολύ από ποτέ. Το συναίσθημα, όχι το εκβιαστικό αλλά το πηγαίο, όχι το θορυβώδες αλλά το τρυφερό. Ίσως είναι μια εποχή που δεν το γουστάρει το συναίσθημα, που προωθεί πολύ τη λογική, το νόημα πίσω από τις δημιουργίες, έναν στόχο που θέλει να εκπληρώσει ο δημιουργός ή ο ατζέντης του.
Όμως όσο κι αν «ζούμε σε έναν κόσμο πλήρως απομαγευμένο» όπως είπε ο πραγματιστής (και αισθηματίας, θα προσθέσω εγώ) Παντελής Δημητριάδης από Τα Παιδιά της Παλαιότητας έχουμε ακόμη ανάγκη να συγκινηθούμε, δηλαδή να κινηθούμε προς ένα μέλλον που αλλάζει. Το τέλος της συγκίνησης είναι η αρχή του βάλτου.
Ξέρω, παρότι δεν είναι πάντα ορατό, ότι υφίσταται ένα σύμπαν δημιουργίας, εδώ δίπλα μας. Άνθρωποι που εργάζονται αθόρυβα και «χειροποίητα» γεννώντας αυτά που ακόμη μας εκπλήσσουν, μας συγκινούν και τροφοδοτούν αλλαγές και μέλλον.