«Το να κοιτάς πίσω στο παρελθόν, δεν είναι και η πιο συναρπαστική διαδικασία. Όμως, είναι κάτι που μπορεί να σε κάνει πλούσιο».

Tony Soprano, «Τhe Sopranos»

Εδώ και λίγο καιρό έχω παρατηρήσει ένα περίεργο pattern ως προς τις σινεφιλικές μου συνήθειες: εκεί που κάθομαι το βράδυ και έχω κατεβάσει μια ταινία πρώτης προβολής να δω, από αυτές που βγαίνουν σωρηδόν (Netflix δεν διαθέτω), πάνω στο μισάωρο ή βία στο 45λεπτο πιάνω συχνά τον εαυτό μου να βαριέται από αυτό που βλέπω.

Η επόμενη κίνησή μου είναι να σταματήσω την (καινούργια) ταινία που βλέπω και είτε να αναζητήσω μια παλιά από τη βιβλιοθήκη με τα dvd μου, είτε να κατεβάσω μια εξίσου παλιά, αγαπημένη μου ταινία, την οποία θα δω για (υπερ)νιοστή φορά.

Παράδειγμα: το περασμένο σαββατοκύριακο είχα κατεβάσει τρεις (3) καινούργιες ταινίες. Από αυτές, κατάφερερα να ολοκληρώσω μόλις μια. Οι υπόλοιπες δυο έγιναν θυσία στον Μολώχ της προσωπικής μου βαρεμάρας, την ίδια στιγμή που από τα «τορεντάδικα» κατέβαινε όλη η φιλμογραφία του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ (από την πρώτη μέχρι την τελευταία του), όλη η αντίστοιχη του Τζέιμς Κάμερον (από «Εξολοθρευτή» μέχρι «Αβυσσο» και «Αληθινά Ψέματα»), η «Τριλογία των Χρωμάτων» του Κισλόφσκι, καθώς και όλο το franchise των ταινιών «Predator».

Περνάω, μια αντίστοιχη, αν και όχι τόσο ενδεικτική φάση και με τις μουσικές μου συνήθειες: αφού έχω ακούσει μερικά νέα άλμπουμ, κατόπιν θα αναζητήσω συντροφιά σε κάτι γνωστό, οικείο και ανακουφιστικά γνώριμο. Πάλι ως παράδειγμα θυμάμαι προ ημερών να σταματάω το πικάπ που έπαιζε τα 2-3 νέα άλμπουμ που αγόρασα, προκειμένου να περάσω το υπόλοιπο του απογεύματός μου υπό τους ήχους όλης της δισκογραφίας αφενός των ABBA και αφετέρου των Blur.

Η κρίσιμη λέξη / έννοια στην ανωτέρω παράγραφο είναι ο προσδιορισμός «ανακουφιστικό». Ως ανθρώπους και κοινωνικά / καλλιτεχνικά όντα, μας εξιτάρει μεν το καινούργιο, το ανοίκειο, το μη-γνώριμο (άρα, νομοτελειακά, το συναρπαστικό), όμως η επιστροφή μας στο safety zone της νοσταλγίας και του (πρόσφατου ή μακρινού, ενδεχομένως και βαρετού) παρελθόντος μας είναι πάντα εκεί και ελλοχεύει στο να εμφανιστεί μπροστά μας, σε κάθε βήμα που θα κάνουμε.

Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Παρόλο που, προσωπικά, συμφωνώ (ξανά) με τον Τony Soprano ότι, ναι, «το να συναντιέσαι με φίλους και να μιλάς για το κοινό σας παρελθόν, είναι μια δραστηριότητα κενή νοήματος».

Το νιώθω και εγώ αυτό, όταν συναντώ παλιούς φίλους και μιλάμε σχεδόν αποκλειστικά για «τότε, θυμάσαι; Θυμάσαι τι κάναμε τότε; Θυμάσαι εκείνη τη φάση;»

Το βρίσκω από ενοχλητικό έως και ελαφρώς γραφικό – είναι σαν με αυτό τον άνθρωπο να μην σε συνδέει τίποτα πλέον στο Σήμερα, το Τώρα, αλλά μόνο και κατ’ αποκλειστικότητα στο Τότε. Το Παλιά.

Να μην έχετε να μοιραστείτε τίποτα καινούργιο πλέον εκτός από «θύμησες».

Το Χόλιγουντ και η μουσική βιομηχανία στο ρυθμό της νοσταλγίας

Οι απανταχού κοινωνιολόγοι και ιστορικοί τέχνης, αρχής γενομένης από τον Θίοντορ Αντόρνο, έχουν επανειλλημμένα αναφερθεί στην έννοια του «εικοσαετούς κύκλου» σε όλες τις μορφές τέχνης, από μουσική μέχρι σινεμά και λογοτεχνία.

Αυτό σημαίνει ότι στην Τέχνη υπάρχει ένας κύκλος ζωής 20 ετών, ο οποίος επαναλαμβάνεται. Ανά 20ετή χρονικά διαστήματα. Αυτή τη στιγμή λοιπόν, ο πολιτισμός και η ποπ κουλτούρα μας, κοιτάει είκοσι χρόνια πίσω προκειμένου να πάρει επιρροές.

Αυτό χονδρικά σημαίνει ότι ταινίες, δίσκοι, μουσική, λογοτεχνία, όλες τους αντλούν επιρροές από την καλλιτεχνική safety zone των τελών της δεκαετίας του ’90 και τις αρχές των ’00s.

Το Χόλιγουντ και η μουσική βιομηχανία επιβεβιώνουν την υποψία μας ως αρχετυπικοί χώροι της ποπ κουλτούρας που αξιοποιούν τη νοσταλγία για να προσελκύσουν το κοινό: Μόνο στο κινηματογραφικό υπο-είδος των «παιχνιδιών της δεκαετίας του ’80 που έγιναν ταινίες», το 2023 έχει να επιδείξει ήδη την ταινία «Dungeons & Dragons» και θα δούμε ακόμα την κυκλοφορία των «Transformers: Rise of the Beasts» στις 9 Ιουνίου, την «Barbie» στις 21 Ιουλίου και το «Teenage Mutant Ninja Turtles», τα γνωστά Χελωνονιντζάκια. Υπάρχουν επίσης στα σκαριά ταινίες εμπνευσμένες από τα παιχνίδια / αυτοκινητάκια «Hot Wheels» και την ζύμη «Play-Doh» (ναι, καλά ακούσατε, τα Play-Doh).

Εν τω μεταξύ, η συντριπτική πλειονότητα των blockbusters είναι ριμέικ ή σίκουελ. Και οι 10 πιο κερδοφόρες ταινίες του 2022 ήταν σίκουελ ή remake. Οι περισσότεροι αναλυτές αναμένουν ότι το box office του 2023 θα κυριαρχείται παρομοίως είτε από ριμέικ υπερηρωικών ταινιών («Guardians Of The Galaxy Vol. 3», «Spider-Man: Across the Spider-Verse», «The Flash»), είτε από υπεργερασμένες συνέχειες ταινιών δράσης (ο 80χρονος Harrison Ford στο «Indiana Jones 5», ο 60χρονος Tom Cruise στο «Mission Impossible 7», ο 68χρονος Denzel Washington στο «The Equalizer 3»), είτε η 10η (η 10η!) ταινία του franchise του «Fast & Furious».

Το Netflix πιάνει το νήμα και μαζί το νόημα και κυκλοφορεί τη σειρά «Wednesday» ως spin-off της ταινίας «The Addams Family» και σημείωσε τεράστια επιτυχία, καθώς έγινε μία από τις πιο δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές όλων των εποχών μέσα σε λίγες εβδομάδες από την κυκλοφορία της στα τέλη του 2022. Η σειρά ριμέικ του «Fresh Prince Of Bel-Air» [που μας έκανε γνωστή ο Γουίλ Σμιθ στις αρχές των ’90s] ανανεώθηκε για δεύτερη σεζόν, όπως και η σειρά «Sex And The City, And Just Like That».

Θυμάμαι επίσης πριν πέντε χρόνια να ακούμε ΟΛΟΙ, μα ΟΛΟΙ την διασκευή των (’90s) Weezer στο (’80s) τραγούδι «Africa» των Toto.

Θυμάμαι επίσης τον πρόσφατο χάμο που έγινε με βιογραφικές ταινίες όπως τα «Bohemian Rhapsody», το «Rocket Man» και το ριμέικ του «A Star Is Born» με την Lady Gaga και μετά παρατηρώ μπάντες όπως τους Greta Van Fleet (και προ δεκαετίας τους Wolfmother και τους MGMT) που επαναφέρουν ήχους, genres και μουσικά trends περασμένων δεκαετιών.

Αν ανοίξετε το ραδιόφωνό σας και ακούσετε οποιοδήποτε mainstream σταθμό, θα πέσετε πάνω σε 80’s και ’90s synth pop όπως στο «Take My Breath» του The Weeknd, τα nu-disco τραγούδια της Dua Lipa [της οποίας το άλμπουμ ονομάζεται, όλως τυχαίως, «Future Nostalgia», ήτοι η «Νοσταλγία του Μέλλοντος»], ενώ πολλά τραγούδια είναι απευθείας (κυρίως EDM) διασκευές δημοφιλών παλαιότερων τραγουδιών, όπως για παράδειγμα το «Somebody That I Used To Know» των Gotye, το «September» των Earth Wind & Fire και το «Losing My Religion» των R.E.M..

Εντωμεταξύ, μόνο το 2017, η κινηματογραφική βιομηχανία του Χόλιγουντ παρήγαγε περίπου 47 ριμέικ και σίκουλ. Μέχρι σήμερα, έχουμε δει ταινίες όπως «Οι Άγγελοι του Τσάρλι» (2020), ταινίες της Disney όπως ο «Βασιλιάς των Λιονταριών» (2019) και ο «Αλαντίν» (2019), και αρκετές τηλεοπτικές σειρές, όπως τα «Φιλαράκια: The Reunion» (2021) και «iCarly» (2021).

Ο κόσμος της μόδας έπεσε επίσης «θύμα» πολλών νοσταλγικών ενδυματολογικών τάσεων που επέστρεψαν από τις δεκαετίες του ’90 και του ’00: τα Birkenstocks, τα dungarees και τα χαμηλόμεσα τζιν.

Οι εκδότες βιβλίων αναζητούν επίσης ιστορίες με βάση τη δεκαετία του ’90 αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τη Liz Foley, διευθύντρια του βρετανικού εκδοτικού οίκου Harvill Secker. «Τα παιδιά της δεκαετίας του ’90 έχουν πραγματικά ενηλικιωθεί και καθώς η δεκαετία αυτή απομακρύνεται όλο και περισσότερο στη μνήμη μας, ήρθε η ώρα να αναβιώσουμε τη μόδα και την αισθητική της και να την εξερευνήσουμε στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τα βιβλία της δεκαετίας αυτής», λέει η Foley μιλώντας στο Stylist.

Η νοσταλγία ως εργαλείο ανακούφισης σε μείζονες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές

Γιατί, λοιπόν, η «βουτιά» στο παρελθόν – και η επανάληψη των χαρακτήρων, των ήχων, των ιστοριών και των προσώπων που αγαπήσαμε τότε – είναι μια τόσο δημοφιλής και ανακουφιστική τάση αυτή τη στιγμή;

Γιατί, όπως τόσα πολλά πράγματα, η απότομη αυτή έκρηξη της νοσταλγίας για το παρελθόν επιστρέφει πάντα σε εξαιρετικά ασταθείς καιρούς σαν και αυτούς που βιώνουμε εσχάτως.

«Η νοσταλγία συχνά εντείνεται κατά τη διάρκεια μεταβατικών περιόδων ή περιόδων σημαντικών κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών», λέει η Dr. Krystine Batcho, καθηγήτρια Ψυχολογίας, προσθέτοντας ότι «η νοσταλγία ενεργοποιεί τους μηχανισμούς ανταμοιβής στον εγκέφαλο».

Η ίδια εξηγεί γιατί τα βιβλία, οι ταινίες, οι τηλεοπτικές εκπομπές και οι τάσεις της μόδας από τις δεκαετίες του ’90 και του ’00 έχουν έναν ιδιαίτερο αντίκτυπο σήμερα.

«Τα μέλη των γενιών των millennial και της Gen Z είναι ιδιαίτερα πιθανό να είναι επιρρεπή σήμερα που μιλάμε στη νοσταλγία για τις δεκαετίες του ’90 και του ’00, καθώς θυμούνται την παιδική τους ηλικία, τα εφηβικά τους χρόνια και την ύστερη εφηβεία τους», λέει. «Αυτά τα χρόνια προηγούνται σε μεγάλο βαθμό του άγχους που επιβλήθηκε στην χαοτική καθημερινότητα που ζούμε σήμερα». 

Χρησιμεύουν λοιπόν ως πολιτιστικό «μαξιλαράκι ασφαλείας».

Για τον έγκριτο μουσικολόγο Simon Reynolds, ο οποίος έχει γράψει ένα από τα καλύτερα βιβλία που κυκλοφορούν εκεί έξω ως προς τη νοσταλγία ως κρίσιμο παράγοντα που ανακινεί τις όποιες καλλιτεχνικές εξελίξεις, το «Retromania», «το παρελθόν απειλεί να απενεργοποιήσει τη δυνατότητα δημιουργίας νέας μουσικής».

Ακόμη και η – καθόλου όψιμη ή νέα – επιστροφή των «hi-fidelitιστών» μουσικόφιλων στον ήχο του βινυλίου και (εδώ και 1-2 χρόνια) ξανά στην εποχή της κασέτας (ναι, αν δεν το ακούσατε, η κασέτα, όπως και τα κασετόφωνα, βγαίνουν ξανά από τα πατάρια και τις αποθήκες και επιστρέφουν σιγά σιγά), μαρτυρούν μια, άλλοτε με «χιπστερικά» κριτήρια και άλλοτε με μια άδολη και γνήσια στροφή στο παρελθόν.

Η «Retromania» στην οποία αναφέρεται ο Ρέινολντς περιγράφει με αδρές γραμμές μια «pop culture οικολογία» που ολοένα και «φουντώνει» με επανεκδόσεις επί επανεκδόσεων (άλμπουμ), από το γερμανικού synth-wave των τελών της δεκαετίας του ’70, τα box sets με τα 28 cd με τις συναυλίες του Sun Ra σε κατά τόπους κλαμπ και συναυλιακούς χώρους, συγκροτήματα όπως οι Sex Pistols και οι New York Dolls που επανενώνονται, και πολλές μπάντες και καλλιτέχνες να ακολουθούν την «τάση» και να δίνουν συναυλίες στις οποίες παίζουν ολόκληρα τα παλιά τους άλμπουμ.

Ουσιαστικά, αυτό που μας εξηγεί ο Ρέινολντς είναι ότι όλοι μας ενδεχομένως να πάσχουμε από τη φτώχεια της αφθονίας: όταν έχεις πάρα μα πάρα πολλές επιλογές, όταν χαώνεσαι και πελαγοδρομείς μέσα σε έναν ωκεανό επιλογών, από τις επιλογές σου στο Netflix μέχρι το διαρκές «στριμάρισμα» χιλιάδων άλμπουμ την ημέρα, όταν κατακλύζεσαι από απανωτά «στρώματα κατοίκησης» [που λένε οι αρχαιολόγοι] ποπ κουλτούρας, τότε κάπου «γκώνεις».

Και, υποσυνείδητα, (τηλε)μεταφέρεσαι, εκουσίως ή ακουσίως, σε μια περίοδο όπου οι επιλογές ήταν απείρως λιγότερες, σαφώς ψυχολογικά ασφαλέστερες σε σχέση με το υπερ-ειρωνικό κλίμα που διατρέχει την ποπ κουλτούρα του 21ου αιώνα και το meta- κλίμα μέσα στην οποία ζούμε την καθημερινότητά μας.

Ίσως, εντέλει, ως κοινωνικά όντα που καταναλώνουμε αβίαστα ποπ κουλτούρα, να έχουμε σταματήσει να μας εκπλήσσει το κάθε τι νέο.

Και ίσως, εντέλει, το μέλλον, σε όλους τους τομείς, να έρχεται δεμένο πάνω στο κάρο της παρελθοντολογικής νοσταλγίας ή της νοσταλγικής παρελθοντολαγνείας.