Είναι φασιστικό ή πατριωτικό να τιμάμε την επέτειο της 28ης; Για να απαντήσουμε, θα χρειαστεί να ξαναδούμε λίγο την ιστορία.

Καλοκαίρι του 1940. Πόσο μακρινό ακούγεται, κι όμως δεν είναι. Πολλών από εμάς οι γονείς ή οι παππούδες τότε γεννιόντουσαν ή είχαν κιόλας γεννηθεί. Η Γερμανία έχει καταλάβει σχεδόν τη μισή Ευρώπη. Στη Ρώμη, o Μουσολίνι βλέπει τον άλλοτε θαυμαστή του Χίτλερ να αναλαμβάνει ηνία σε κάτι που ο ίδιος είχε οραματιστεί πρώτος. Ο φασισμός επελαύνει στην Ευρώπη και οι Ιταλοί, για να δείξουν ότι αναλαμβάνουν κι εκείνοι δράση, αποφασίζουν να καταλάβουν μερικές βαλκανικές χώρες , βάζοντας μπρος το στήσιμο της «νέας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας», μια δική τους Μεγάλη Ιταλία.

Η Ελλάδα είναι μες στο πλάνο τους. Στις 15 Αυγούστου του 1940, όταν οι Ιταλοί τορπιλίζουν το καταδρομικό «Έλλη» στην Τήνο. Ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου του 1940 λέγεται το περίφημο «ΟΧΙ» του Ιωάννη Μεταξά, ως απάντηση προς το ιταλικό τελεσίγραφo που διαβίβασε ο Ιταλός πρεσβευτής Grassi, φτάνοντας στο σπίτι του Έλληνα δικτάτορα στην Κηφισιά. Λίγους μήνες πριν, η παράνομη ανάληψη της εξουσίας από τον Μεταξά, κάνει πολλούς να ισχυρίζονται ότι το «ΟΧΙ» δεν ήταν η πραγματική θέληση του Έλληνα πρωθυπουργού, αλλά απάντησε έτσι, για να μην πάει κόντρα στον βασιλιά Γεώργιο Β’, που υποστήριζαν οι Βρετανοί.

Στις 30 Οκτωβρίου 1940, στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, ο Μεταξάς εξήγησε γιατί είπε το «ΟΧΙ». Είπε ότι η χώρα θα μπορούσε να αποφύγει τον πόλεμο μόνο αν δεχόταν εδαφικές απώλειες σε βάρος της Ιταλίας και της Βουλγαρίας:

«Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν έστω και διά παντός τρόπου […] Όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει […] θυσίας τινάς διά την Ελλάδα […] Μας εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς. [Από] αυτόν τον πόλεμον είναι δυνατόν και δουλωμένη ακόμη να βγη προσωρινώς η Ελλάς. Λέγω προσωρινώς, διότι πιστεύω ακράδαντα ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας. Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορεί να νικήσουν […] O καιρός όμως δεν δουλεύει για τον Άξονα. Δουλεύει για τους αντιπάλους του. Τέλος, διά την Γερμανίαν η νίκη θα ήτο εν πάση περιπτώσει δυνατή μόνο με κοσμοκρατορίαν […] Αλλά η κοσμοκρατορία διά την Γερμανίαν κατέστη οριστικά αδύνατος στη Δουνκέρκη. O πόλεμος διά τον Άξονα έχει χαθή, από την στιγμήν που η Αγγλία διεκήρυξε: Θα πολεμήσωμεν έστω και μόνον εις το νησί μας και πέραν των θαλασσών, θα πολεμήσωμεν μέχρι της νίκης».

Πέρα από την καθαρά στρατιωτική προετοιμασία, μετά το «ΟΧΙ» η Ελλάδα κατάφερε να αποκτήσει εθνική ομοψυχία (κυρίως λόγω της ορμής και του ελληνικού φλέγματος, παρά λόγω της οργάνωσης του μεταξικού καθεστώτος), παράγοντας εξαιρετικά σημαντικός για την αποτελεσματική είσοδο της χώρας στον πόλεμο και τις νίκες στο Αλβανικό Μέτωπο. Μέσα σε έξι μήνες από το «ΟΧΙ» του Ιωάννη Μεταξά, οι Γερμανοί θα είχαν εισβάλει στην Ελλάδα. Η Κατοχή έφερε ένα πολιτικό κενό που θα όξυνε τις αντιθέσεις μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς και θα οδηγούσε στον καταστροφικό Εμφύλιο της περιόδου 1946-1949. Τόσο ο Βρετανός πρωθυπουργός Churchill από το βήμα της Βρετανικής Βουλής, όσο και ο Hitler από το βήμα του Ράιχσταγκ, θα χαιρέτιζαν αργότερα τον ηρωισμό του ελληνικού λαού, το κλασικό, πια, «οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες». Μετά την Απελευθέρωση, ήρθε η ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα, ως ανταμοιβή για τις θυσίες του πολέμου.

Πίσω στο «ΟΧΙ» του Ιωάννη Μεταξά

Ο Μεταξάς ήταν δικτάτορας. Αυτό δεν έχει να κάνει με άποψη-είναι η ιστορία που μιλά.  Όταν στις 4 Αυγούστου πραξικοπηματικά κατέλαβε την εξουσία, διέλυσε τις προηγούμενες ελληνικές φασιστικές οργανώσεις ώστε να δημιουργήσει από την αρχή ένα μαζικό φασιστικό κίνημα που θα του επέτρεπε να έχει το πάνω χέρι στη «συγκυβέρνηση» με τον Γεώργιο Β. Ο λόγος για την ΕΟΝ, την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, η οποία επιφορτιζόταν, μέσα από στρατιωτικού τύπου εκπαιδευτικές διαδικασίες, με την ανάγκη προάσπισης του ελληνικού πολιτισμού απέναντι στην “κομμουνιστική επιθετικότητα”.

Ο Μεταξάς, επίσης, διακήρυξε τη δημιουργία του «Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού», κατ’ απομίμηση του χιτλερικού Γ’ Ράιχ, ενώ κήρυττε την Fuhrerprinzip, την αρχή του αλάθητου και της παντοδυναμίας του αρχηγού. Όπως όμως και τα άλλα φασιστικά καθεστώτα των Βαλκανίων αλλά και ο Φράνκο, δεν χρησιμοποιούσε τους όρους “φασιστικός” και “εθνικοσοσιαλιστικός” και λόγω της εμφανούς απέχθειας της κοινωνίας προς τα αντίστοιχα καθεστώτα του Μουσολίνι και του Χίτλερ, αλλά και για να μη δημιουργεί προστριβές με την προστάτιδα χώρα της Ελλάδας, την Αγγλία, η οποία ασκούσε στην Ελλάδα τεράστια οικονομική επιρροή, μιας που ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου ανήκε στους βασικούς μας δανειστές.

Ο ίδιος ο Μεταξάς καταγράφει στο Τετράδιο των Σκέψεων του, λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του το 1941: «Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν έχει βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς. Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνιζότανε πραγματικά για την ιδεολογία που υψώνανε για σημαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη. Λοιπόν και ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ απέναντι της Ελλάδος δεν ωδηγηθήκανε από κανένα από τα ιδεολογικά ελατήρια που υψώνανε ως σημαία του αγώνα των. Το εναντίον, κτυπώντας την Ελλάδα, κτυπούσανε τη σημαία αυτή.»

Οι διασυνδέσεις του καθεστώτος προς το Γ’ Ράιχ θα είναι μόνιμες, ακόμη και κατά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ελλάδα. Οι ισορροπίες διαρκώς θα δοκιμάζονται: το 1938, ο δικτάτορας παροτρύνει επισήμως τον βασιλιά του να επισκεφθεί τον Χίτλερ στη Γερμανία και ο Γεώργιος αρνείται. Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν ουσιαστικά υποχρεωμένος να απορρίψει το ιταλικό τελεσίγραφο για στρατιωτική κατάληψη κάποιων (μη προσδιορισμένων) στρατηγικών σημείων της χώρας απ’ τον ιταλικό στρατό, καθώς στην αντίθετη περίπτωση θα επενέβαινε στρατιωτικά η Αγγλία, με αποτέλεσμα τη διχοτόμηση της Ελλάδας και τη μετατροπή του συνόλου της ελληνικής επικράτειας σε πεδίο μάχης.

Όμως, ο Μεταξάς δεν είπε «ΟΧΙ», μια λέξη ούτως ή άλλως ανυπόστατη στην γλώσσα της διπλωματίας. Η απάντηση ήταν ερώτηση: Alors est que c’est la guerre;. Αυτό σημαίνει: «Δηλαδή έχουμε πόλεμο;». Μετά την Κατοχή το μετεμφυλιακό Κράτος που θέσπισε την 28η Οκτωβρίου σαν γιορτή στελεχώθηκε από αυτούς ακριβώς τους συνεργάτες των Ναζί. Μετά την λήξη του Εμφυλίου, συγκεκριμένες ιδεολογικά ελίτ της επιχειρηματικής και κοινωνικής ζωής συνεργάστηκαν με τους Ναζί και η Ελλάδα ποτέ δεν τιμώρησε τους συνεργάτες αυτούς και ποτέ δεν θα γιορτάσει το τέλος του πολέμου και τη στρατιωτική ήττα του Ναζισμού. Την 28η γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε εξαιτίας συμμαχικών υποχρεώσεων και όχι από φόβο επέλασης του φασισμού στην Ευρώπη και την Ελλάδα.

Το «ΟΧΙ» το είπε ο ελληνικός λαός που αντιστάθηκε, πείνασε, θυσιάστηκε-κι αυτός, όχι σύσσωμος, βεβαίως. Είναι πολύ αμφιλεγόμενη ιστορικά η έννοια «λαός» και έχε σφετεριστεί ανά καιρούς από διάφορα ρεύματα και αφηγήματα-αυτό κρατάει, φυσικά, μέχρι σήμερα.

Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η συντάκτρια αυτού εδώ του κειμένου πιστεύει σθεναρά ότι όχι μόνο πρέπει να πάψει να μας κριντζάρει η συζήτηση γύρω από μια εθνική επέτειο και η μνήμη, αλλά πρέπει να μας αφορά πάντοτε. Τα μαρτυρικά Καλάβρυτα, το Δίστομο, τα αίματα που χύθηκαν από τις εκτελέσεις, το Ελληνικό Εβραϊκό Μουσείο, το θρυλικό Σκοπευτήριο στην Καισαριανή, όλοι οι τόποι αντίστασης και αγώνα είναι δικά μας, είναι ανθρώπινά μας κεκτημένα. Δεν έχουν σχέση με έθνος και φασισμό, αλλά με ανθρώπινες ζωές και ομόψυχη απόφαση αφοσίωσης στο ιδεώδες της ελευθερίας.

«Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» της Άλκης Ζέη, η «Κόκκινη Κλωστή Δεμένη» της Ζωρζ Σαρή, «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» είναι ενδεδειγμένοι τρόποι να μιλήσουμε στα παιδιά μας και τα ανίψια μας για το τι γιορτάζουμε ακριβώς την 28η. Βρίσκω αφάνταστα μικρόψυχη μια θεώρηση αντι-μνήμης (άρα λήθης!) επειδή δεν καθιερώθηκε ως εορταστική η ημερομηνία της λήξης του πολέμου. Εμείς αυτό θυμόμαστε, την απελευθέρωση. Εμείς αυτό γιορτάζουμε, την νίκη της αντίστασης.

Και αναλογιζόμαστε πικρά ότι οι πόλεμοι δεν ανήκουν μόνο στα βιβλία της ιστορίας. Αυτά τα χρόνια τα δικά μας, τα ζωντανά, ξεσπούν πόλεμοι που θα διδάσκονται κάποτε. Ή μήπως να μην διδάσκονται; Να μην θυμούνται οι γενιές τι, πώς, πού; Σίγουρα, εύχομαι να διδάσκονται πιο σωστά από ό, τι διδαχθήκαμε εμείς, τα παιδιά της ελλάδος παιδιά την δική μας νεότερη ιστορία.

Η λήθη και η αποσιώπηση δεν είναι λύση. Η ιστορική εμβρίθεια μάς καθαρίζει το νου. Κι όποιος λέει την γιαγιά σας φασίστρια που στολίζει το μπαλκόνι της με την ελληνική σημαία, εσείς μπορείτε να του στείλετε αυτό το κείμενο. Ή καλύτερα αυτό το τραγούδι:

ΥΓ: Σύμφωνα με τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη «Δεν γιορτάζαμε την απελευθέρωση αρχικά για αμιγώς πολιτικούς λόγους. Γιατί για να γιορτάσεις την Απελευθέρωση θα πρέπει να πεις ποιος συνέβαλε σε αυτή. Άρα θα έπρεπε κάποιος να μιλήσει για το ΕΑΜ που ήταν απαγορευμένη λέξη σε αυτή τη χώρα μέχρι το 1981 που το ΠΑΣΟΚ αναγνώρισε την εθνική αντίσταση. Οπότε όλα αυτά τα χρόνια από το 1944 που έφυγαν οι Γερμανοί μέχρι το 1981 ήταν πολύ δύσκολο να κάνεις έναν κανονικό εορτασμό πέραν από το τυπικό που γινόταν πάντα». Αυτό, λοιπόν, μπορούμε να το θέσουμε ως σοβαρό αίτημα προς τους εκπροσώπους μας; Μπορούμε να διεκδικήσουμε επισήμως την αλλαγή της εθνικής μας επετείου, όπως της αξίζει; Για να μας δω.

 

Με πληροφορίες από Vice, stonisi.gr, tvxs.gr