Οι έμποροι ομορφαίνουν τον κόσμο, διευκολύνουν τις ζωές μας, μας προσφέρουν πρόσβαση σε προϊόντα που χρειαζόμαστε ή επθυμούμε, μας είναι αναγκαίοι-εκτός αν θέλουμε να καλλιεργούμε φυτά και να εκτρέφουμε ζώα και να ράβουμε τα δικά μας ρούχα και να ακούμε τον ήχο της βροχής μόνο και πάντα, αντί για την αγαπημένη μας μουσική στο ραδιόφωνο.

Τελευταία, κυκλοφορούν στην πιάτσα και στην ελεύθερη αγορά και έμποροι ιδεών. Life coaches, «συγγραφείς» και αμφιλεγόμενοι ειδικοί ψυχικής υγείας που στήνουν πάγκο στο Ιντερνετ και από εκεί στασίδι στην κανονική, σάρκινη και έμψυχη ζωή. Προσκαλούνται στην τηλεόραση και στα sites, κοστολογούν μέχρι και την φυσική τους παρουσία κάπου. Καινά δαιμόνια, τύπισσες και τύποι που πολλοί, και όχι αδίκως, θα ζήλευαν.

Η αφορμή γι’ αυτό το κείμενο είναι ο Στέφανος Ξενάκης και το βιβλίο που έγραψε για τις οκτώ ημέρες που πέρασε στην φυλακή. Επειδή, κατά την άποψή μου ο Ξενάκης είναι έμπορος εμπειριών-από τους καλύτερους εκεί έξω-και όχι λογοτέχνης, κρίνω πως έκανε πολύ καλά και το κοινό μάλλον συμφωνει καθώς φαίνεται πως έχει υποστηρίξει το εγχείρημά του.

Άλλωστε, μιας που προφανώς βιώνουμε τα χρόνια της άμεσης έκφρασης των πάντων ανά πάσα ώρα, έχει δημιουργηθεί ένας μεγάλος όγκος content που παράγεται από ανθρώπους όχι κατ’ ανάγκη ειδικούς σε κάτι, ούτε κατ’ ανάγκη ταλαντούχους σε κάτι. Άλλο ζήτημα είναι αν, εκ των υστέρων, θεωρούνται ειδικοί και ταλαντούχοι. Άλλο ζήτημα είναι αν γίνονται δημοφιλείς, αγαπητοί, αν θεωρούνται από ένα σημείο και μετά φερέγγυοι.

Πρώτα από όλα, η γνώση πάρθηκε από την εμπειρία. Με το τρίψιμο μιας πέτρας, άναψε η φωτιά και αυτό ήταν συγκλονισττικό βίωμα και μάθημα από μόνο του. Ύστερα, ήρθε η συσσώρευση της γνώσης, η επιστημοσύνη. Ο άνθρωπος είχε πρόσβαση σε διάφορους τομείς και οι κοινωνίες δομήθηκαν πάνω στην εξειδίκευση των ατόμων: οι χειρώνακτες, οι γιατροί, οι δάσκαλοι, οι μάγειρες, οι βιολόγοι.

Σήμερα, η Εμπειρία ως αξία (ναι, αυτό το άναμμα της φωτιάς) έχει επανέλθει περισσότερο από ποτέ. Τα πτυχία, τα μάστερ, οι πιστοποιήσεις, ακόμα και οι βραβεύσεις, τα μετάλλια δεν θεωρούνται κατ’ ανάγκην πιστοποιητικά κάποιας αξίας. Είναι ντεμοντέ να πούμε ότι έχουν εκπέσει οι αξίες; Μάλλον, ναι. Ίσως το ακριβέστερο θα ήταν να πούμε ότι δημιουργούνται νέες αξίες στην κοινωνιά των ανθρώπων. Ότι η Αξία ως έννοια αλλάζει πυρήνα και σκελετό.

Ο Στέφανος Ξενάκης έβαλε το βίωμά του σε ένα βιβλίο και το πωλεί. Κάποιος το προμηθεύεται από ένα βιβλιοπωλείο και το διαβάζει. Γίνεται αναγνώστης. Τίνος πράγματος; Μιας ιστορίας; Ναι. Πραγματικής; Απολύτως, ραντισμένης φυσικά με όση υπερβολή ή απόκρυψη επιθυμεί ο αφηγητής της.

Μπορούμε να σκεφτούμε ότι θα είχε περισσότερη λογοτεχνική αξία, κειμενογραφική εν πάση περιπτώσει αξία, αν ο Ξενάκης επέλεγε να καθίσει ήσυχος μερικά χρόνια και να σκεφτεί γύρω από το βίωμα της άδικης ή δίκαιης κράτησής του.

[Δείτε εδώ γιατί μπήκε στην φυλακή ο συγγραφέας ευπώλητων βιβλίων Στέφανος Ξενάκης]

Μπορούμε ακόμα να σκεφτούμε ότι θα είχε περισσότερο νόημα, διαχρονικά, να γραφτεί μια ιστορία που δεν θα ήταν κλεισμένη στα στενά πλαίσια μιας ατομικότητας και μιας προσωπικότητας όπως ο Ξενάκης. Μια ιστορία για έναν ήρωα που κάτι έκανε και τον μπουζούριασαν και μετά βγήκε και δικαιώθηκε ή δεν δικαιώθηκε. Μια ιστορία για τα συναισθήματά του, για την σχέση του με τα παιδιά του μετά από την εμπειρία αυτή. Μια ιστορία που θα βοηθούσε τον αναγνώση να ταυτιστεί ή να κάνει την δική του εικόνα για το πώς είναι αυτός ο ήρωας.

Ο Στέφανος Ξενάκης, όμως, σκέφτηκε πιο έξυπνα. Τώρα είναι όλα. Αποθεώνουμε συλλογικά το παρόν, ως υπέρτατη χρονικότητα της αλήθειας και της ζωής μας, με τα εύσημα των ψυχοθεραπευτών μας «Ζήσε το τώρα», «Νιώσε την στιγμή», «Απόλαυσε το παρόν» και άλλα τέτοια. Το έντονο βίωμα και οι συνεχείς προ(σ)κλήσεις για έντονο βίωμα του παρόντος απορρέουν και από την ανάγκη της εποχής για ταχύτητα. Για να πουλάνε όλα γρήγορα, να φτιάχνονται άλλα, να ξεχνιούνται τα παλιά. Τα σπίτια μας είναι μίνιμαλ, δεν έχουμε θέση για φυλαχτά, συλλογές γραμματοσήμων και λοιπές παλιατζούρες. Μέσα σε φλασάκια χωράνε δισκογραφίες αιώνων. Και μες στο κεφάλι μας χωράνε ένα εκατομμύριο πληροφορίες.

Οι αισθήσεις μας λιγοστεύουν ως επικράτειες κατανόησης του εαυτού και του κόσμου.

Τα πράγματα δεν περνάνε το ίδιο βαθιά μέσα μας. Γιατί το βάθος απαιτεί χρόνο.

Δεν είμαι κατά της κατάθεσης ενός βιώματος μέσα στην τέχνη-πάντα έτσι δεν συνέβαινε; Κάποια ήταν η Jolene, η Angie, η μικρή Ραλλού, η Φανή που πρόδωσε τον Μπίλυ. Κάποιοι ήταν όλοι αυτοί και κάτι νιώσανε και ζήσανε εκείνοι που έγραψαν στίχους, βιβλία, θεατρικά. Όμως, νιώθω ότι ο τρόπος του Ξενάκη (που δεν τον θέτω σε κανένα στόχαστρο, απλώς είναι προσφορότατο παράδειγμα και μάλιστα υπόδειγμα για δεκάδες που θέλουν να του μοιάσουν και καλά κάνουν οι άνθρωποι) έχει κάτι άλλο από τον τρόπο μιας, ας πούμε, ροκ μπάντας ή ενός ποιητή ή μιας τραγουδοποιού ή του Χόρχε Μπουκάι που βάζει μπόλικη πραγματικότητα στα γραψίματά του.

Είναι αλλιώτικη η κατάθεση του Mercury με το Bohemian Rhapsody κι αλλιώτικο το να γράφεις ένα ολόκληρο βιβλίο για τις οκτώ μέρες που μπήκες φυλακή. Δεν είσαι ο Χρόνης Μίσσιος, για τον Θεό. Εννοώ ότι ο Χρόνης Μίσσιος, ας πούμε, έγραφε για μια ολόκληρη κοινωνικοπολιτική περίοδο της ιστορίας, μες στην οποία είχε συναίσθηση ότι ζούσε. Ή η Οριάνα Φαλάτσι έγραψε «Γράμμα σε ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ»  και εξέφρασε όλες εκείνες τις γυναίκες που είτε δεν θέλησαν, είτε δεν μπόρεσαν να γίνουν μάνες. Και τις εκφράζει ακόμα. Και οι Queen και η Φαλάτσι και χίλιοι άλλοι έβγαλαν χρήματα από αυτήν την κατάθεση του βιώματός τους. Η τέχνη είναι και εμπόριο, είναι αντικείμενο προς πώληση-αλλιώς όλες οι συναυλίες θα είχαν δωρεάν είσοδο, όλα τα cd ή το streaming θα ήταν δωρεάν και πάει λέγοντας.

Είναι δύσκολο και ιερό πράγμα να βγάζεις τέχνη από το βίωμά σου. Και είναι πολύ εύκολο (κι ας φαντάζει τολμηρό ή ζόρικο ή φανταστικό) να το καταθέτεις ωμό, λιτό, απέριττο, να το πουλάς έτσι νέτα σκέτα-ίσως με την δικαιολογία ότι το κάνεις για να εμπνεύσεις κόσμο ή απλώς για πάρτη σου.

Ξανατονίζω ότι ο Ξενάκης ουδέποτε αποπειράθηκε να συγκριθεί με ονόματα δημιουργών σαν αυτά που διατρέχουν το παρόν κείμενο. Το να πουλάς τις εμπειρίες σου νέτα σκέτα, στεγνά και χωρίς καλλιτεχνικό υπόβαθρο είναι μάλλον οκ.

Άρα τι με ενοχλεί;

Ίσως αυτό. Ότι ζούμε στην εποχή που, ενώ είναι όλα οκ, κάτι μοιάζει να μην λειτουργεί.

Η χοάνη που ανακατεύει την τέχνη, την έκφραση, τον πομπό και τον δέκτη πλαταίνει και βαθαίνει με τρόπο που κάποιοι τρομάζουμε. Το βιβλίο ως είδος, ως αντικείμενο και ως έννοια αισθάνομαι πως είναι κάτι ιερό. Αν ο Στέφανος Ξενάκης ήταν ένας ανώνυμος πολίτης, ένας επιχειρηματίας που μπήκε μέσα για χρέη, θα το έγραφε; Απαντώ, ίσως αδικώντας τον, πως όχι. Άρα, το γράφει με την συναίσθηση ότι είναι ο Στέφανος Ξενάκης. Και ίσως με την αγωνία ότι κάποτε το όνομά του (που αυτό πουλάει περισσότερο, πια, από το περιεχόμενο που παράγει το άτομο Στέφανεος Ξενάκης) δεν θα έχει την σημειολογία που έχει σήμερα.

Σήμερα, μωρέ. Που ό, τι φάμε κι ό, τι πιούμε κι ό, τι φυλακίσουμε…

ΥΓ: Αν όλο αυτό αποδεικνυόταν στημένο εξ αρχής-η φυλακή, το βιβλίο έτοιμο από καιρό κλπ-τότε, chapeau, ειλικρινά. Τι να πούμε μετά κι εμείς οι ερασιτέχνες, δηλαδή!