Δεν γνωρίζω αν τελικά τα ελληνικά νησιά και βουνά γέμισαν επαρκώς το καλοκαίρι κι αν είναι ακόμα γεμάτα, αυτό που ξέρω με σιγουριά είναι ότι φέτος ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού επέλεξε ένα ταξίδι στο εξωτερικό για τις καλοκαιρινές του διακοπές. Καρέ από ευρωπαϊκές πόλεις και πιο εξωτικούς προορισμούς με σαφάρι, road trips και γνωστά αξιοθέατα κατέκλυσαν το Instagram και μας έδειξαν έναν άλλο δρόμο από εκείνον του ελληνικού ηλιοβασιλέματος και της σαγιονάρας. Ο λόγος προφανής: οι απλησίαστες τιμές σε καταλύματα, χώρους εστίασης, διόδια και ακτοπλοϊκά εισιτήρια στη χώρα μας.
Τη διαπίστωση αυτή – και επιβεβαίωση το αμέσως επόμενο καλοκαίρι – έκανα προσωπικά για πρώτη φορά το 2016, όταν παραθερίζοντας στην μαγευτική Νίσυρο για μία εβδομάδα, διαπίστωσα ότι χρειάστηκα ένα μεγαλύτερο ή σχεδόν ίσο ποσό από αυτό που θα χρειαζόμουν για ένα αντίστοιχο πακέτο διακοπών στο εξωτερικό την επόμενη χρονιά. Καθόλου δεν μετανιώνω εκείνο το υπέροχο καλοκαίρι στη Νίσυρο με ίσως το πιο γοητευτικό και φιλόδοξο “site specific project” που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ στην Ελλάδα σε μια συμπαραγωγή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση και του six d.o.g.s μέσα στον κρατήρα “Στέφανος”, αλλά μιας και εκείνες τις μέρες έτυχε να ξεφυλλίζω ένα περιοδικό με ένα αφιέρωμα στην Προβηγκία και τα υπέροχα χωριά της, μου καρφώθηκε η ιδέα το επόμενο καλοκαίρι να επιχειρήσω ένα road trip στην Νότια Γαλλία ξεκινώντας από την Κυανή Ακτή, οδηγώντας από την Νίκαια μέχρι το Μόντε Κάρλο, περνώντας Cassis, Toulon, Μασσαλία, Saint Tropez, Μονακό και ανεβαίνοντας αργότερα προς τα χωριά τις Προβηγκίας (Roussillon, Gordes, Grass, Oppede-la-Vieux, Loumarin, Arles, Aix-en-Provence) μέχρι τις Άλπεις. Και βέβαια καθόλου δεν σκέφτηκα ότι δεν θα τα καταφέρω οικονομικά μετά το “πακέτο” της Νισύρου. Για να μην επεκταθώ το αμέσως επόμενο καλοκαίρι δαπάνησα για ένα road trip 12 ημερών στην Νότια Γαλλία – με πολύ καλή οργάνωση βέβαια και σχεδιασμό από τον Ιανουάριο –, το οποίο συμπεριελάμβανε αεροπορικά εισιτήρια, ενοίκιαση αυτοκινήτου, διαμονή με πρωινό σε 4 διαφορετικά καταλύματα, διατροφή, βενζίνη για 3500 χιλιόμετρα και διόδια – για έναν ενήλικα και δύο κουτσούβελα – ένα μικρότερο ποσό από εκείνο που είχα ξοδεύσει για μια εβδομάδα στην Νίσυρο.
Παρόλα αυτά επέμενα ελληνικά, γιατί είχα την τύχη να περιηγηθώ σε Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Ιρλανδία, Δανία, Πορτογαλία, Ισπανία την προηγούμενη δεκαετία και επιπρόσθετα συντηρούσα μέσα στην νέα ελληνική πραγματικότητα το όνειρο των θερινών διακοπών σε κάποιο γνωστό ελληνικό νησί ενεργό, γιατί διέθετα τη δυνατότητα να παραθερίζω Ιούνιο και να απολαμβάνω ποιότητα στις παροχές, χαμογελαστούς ανθρώπους και δίκαιες τιμές. Το ονειράκι αυτό γκρεμίστηκε φέτος, όταν χρειάστηκε να ξοδέψω για ένα πενθήμερο με δύο παιδιά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου στην Αντίπαρο 1500 ευρώ για διαμονή-διατροφή-μετακίνηση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν σκέφτομαι πόσο δύσκολο είναι να παραμείνει κάποιος θιασώτης των διακοπών σε κάποιο ελληνικό νησί.
Ως υπέρμαχος των ελληνικών νησιών και άνθρωπος που έχει επισκεφθεί ως και την μικρότερη βραχονησίδα των ελληνικών νησιωτικών συμπλεγμάτων – πρέπει να απομένουν μόνο 4 νησιά συνολικά που δεν έχω επισκεφθεί στον ελλαδικό χώρο –, να δηλώσω αρχικά ότι καμία πρόθεση να απαξιώσω το σύνηθες ελληνικό μοντέλο διακοπών και τα τρία “S” (Sea, Sex, Sun) που πάντα το κατέτασσαν στις πρώτες καλοκαιρινές επιλογές παγκοσμίως.
Σε αυτό το σημείο να σημειώσω ότι αν είσαι λάτρης του βουνού, ίσως τα πράγματα είναι καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση έχε στο μυαλό σου ότι θα χρειαστείς και εκεί τουλάχιστον 200 ευρώ για καύσιμα και διόδια για μία απόσταση περίπου 400 χιλιομέτρων, π.χ Αθήνα – Βοβούσα. Η διαμονή βέβαια και το κόστος διατροφής σε ορεινούς προορισμούς παραμένουν κατά βάση σε λογικά επίπεδα, αλλά σε κάθε περίπτωση και εκεί αλλάζουν τα πράγματα σιγά σιγά.
Το ταξίδι εντός Ελλάδος κατά τους θερινούς μήνες ήταν η συνήθης επιλογή του Έλληνα, γιατί ένα ταξίδι στο εξωτερικό φάνταζε κάποτε απόμακρο οικονομικά. Αφού έφτασε ωστόσο να κοστίζει όσο οι ελληνικές διακοπές, ξεκινά το δίλημμα και από ό,τι φαίνεται αρχίζει η ζυγαριά να γέρνει προς το δεύτερο, τουλάχιστον για τις ηλικίες των 28-55 που δεν αναζητούν ξέφρενα ξενύχτια στην Ίο και στην Πάρο ή πανηγύρια και χορούς μέχρι πρωίας στην Ικαρία, όχι σαφώς γιατί τα απαξιώνουν, αλλά γιατί τα έχουν ζήσει στον καιρό τους.
Αυτό που αναζητά ο καθένας από τις διακοπές του βέβαια – ιδιαίτερα ανά ηλικιακή φάση – είναι διαφορετικό και σαφώς αποτελεί έναν παράγοντα που καθορίζει τελικά τις επιλογές του. Άλλος μπορεί να επιθυμεί να επισκεφθεί την Ιρλανδία λόγω της άνθισης της ιρλανδικής σκηνής και λογοτεχνίας, άλλος την Νάπολη γιατί το 2025 έγινε ό,τι πιο hype, άλλος το Μπρίστολ, γιατί εκεί είχε άλλοτε την έδρα της η αγαπημένη του δισκογραφική εταιρεία, άλλως την Ινδία για διαλογισμό, άλλος μπορεί να θέλει να λικνίζεται στις Μάντρες ή να ανεβάζει ινσταγκραμικά posts μέχρι θανάτου από το Σαρακίνικο στην Μήλο ή τα απλησίαστα πλέον “Σύρματα” στην Κίμωλο, άλλος μπορεί να επιθυμεί να εργάζεται 12 μήνες τον χρόνο για 10 ημέρες ξαπλώστρα-φαΐ και διαμονή στην Μύκονο. Εφόσον υπάρχουν ένα συγκεκριμένο ποσό χρημάτων που διατίθεται για διακοπές είναι δικαίωμα και επιλογή καθενός να επιλέξει ανάμεσα σε 4 μέρες σε κάποιο νησί ή 10 ημέρες σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Μόδα ή συνειδητή επιλογή, αυτό είναι άλλο.
Στη στροφή των νεότερων γενιών βέβαια προς άλλους προορισμούς οδήγησε και η σταδιακή κρίση του θεσμού της οικογένειας και η απουσία της ονειρικής παιδικής ηλικίας. Για τις μεγαλύτερες ηλικίες η επιμονή στο κλασικό ελληνικό καλοκαίρι δίπλα στη θάλασσα κρύβει και μια νοσταλγία και μια έντονη επιθυμία να επιστρέψουμε στην παιδική ηλικία. Η παιδική ηλικία έχει γκρεμιστεί από καιρό και οι αναμνήσεις πια δεν περιλαμβάνουν χωριό, καρπούζι, λουλουδάτο πλαστικό τραπεζομάντηλο, οικογένεια κι αλμύρα στις βλεφαρίδες μέχρι το σούρουπο.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο η επικράτηση του τουρισμού – με τα επακόλουθά της στις τιμές – και της μετακίνησης ως σύγχρονης λαϊκής κουλτούρας, η κρίση των θεσμών, η μόδα, ο καπιταλισμός, ο καταναλωτισμός, η εξέλιξη στα μέσα και δίκτυα συγκοινωνίας, τα κοινωνικά δίκτυα, η αναζήτηση της γνώσης και όλα τα συναφή θα μας στείλουν κι αλλού, έξω από τη χώρα μας, κι έχοντας μια εμπειρία αρκετών – ειδικά ευρωπαϊκών και όχι μόνο – χωρών και πόλεων, θα πω και καλό θα μας κάνουν. Να ανοίξει το μάτι μας με λιγότερα ή ίδια έξοδα, με “value for money” παροχές, σεβασμό στο πρόσωπό μας και νέες εμπειρίες.
Θα πρέπει ωστόσο να παραδεχτούμε ότι οι διακοπές είναι πλέον για ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού «όνειρο χαρούμενο». Και προκύπτει ένα πρόβλημα, όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να έχει πρόσβαση πλέον σε κάτι καθημερινό. “Τα μπάνια του λαού” τα ονόμαζαν κάποτε και ξεπερνούσαν τα 30-40. Σήμερα μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών για τους περισσότερους Έλληνες. Απέκτησε και όνομα το φαινόμενο αυτό: “Holiday Poverty”.
Το ερώτημα, λοιπόν, πλέον ίσως δεν είναι τελικά το δίπολο Ελλάδα–Eξωτερικό, αλλά το δίπολο Διακοπές–όχι Διακοπές. Γιατί αν αυτοί που κάποτε απολάμβαναν μια εβδομάδα σε κάποιο ελληνικό νησί, συνειδητοποιούν ότι πλέον μπορούν με τα ίδια χρήματα να πραγματοποιήσουν ένα ενδιαφέρον ταξίδι στο εξωτερικό και μετακινούνται προς αυτή την επιλογή, υπάρχουν και εκείνοι που δεν μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά ούτε ένα τριήμερο σε κάποιο προορισμό στην Ελλάδα και τελικά καταλήγουν στο “Vacation Poverty” και στις διακοπές στο σπίτι.
Ο σύγχρονος Έλληνας, εκείνος που ανήκει στην εργατική τάξη, έχει εξοβελιστεί από το δικαίωμα αυτό, γιατί οι διακοπές στην Ελλάδα αγγίζουν το κόστος των άλλοτε πολυτελών διακοπών, ενώ ο μέσος αστός που συνειδητοποιεί ότι με τα ίδια χρήματα που έδινε άλλοτε μπορεί να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στο εξωτερικό, στρέφεται προς αυτό. Σε κάθε περίπτωση το πρώτο είναι θέμα πολιτικό και σχετίζεται με τη φτωχοποίηση ενός λαού και την έλλειψη ισότητας και αξιοπρεπούς διαβίωσης τελικά, γιατί σε κάθε περίπτωση το θέμα δεν είναι μόνο η επιβίωση, το δεύτερο είναι περισσότερο κοινωνικό, και δείχνει μια τάση, μια στροφή, μια αλλαγή προς την αναζήτηση εναλλακτικού μοντέλου ζωής, κι εδώ τα αίτια είναι πολλά. Αν είμαστε, ωστόσο, στην κατηγορία διλήμματος “Ελλάδα–Εξωτερικό” είμαστε από τους τυχερούς. Γιατί πλέον για πολλούς το δίλημμα είναι “Διακοπές–όχι Διακοπές”. Κι εκεί βέβαια παύει το θέμα να είναι απλό. Γιατί απειλείται η Δημοκρατία.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Δεν γνωρίζω αν τελικά τα ελληνικά νησιά και βουνά γέμισαν επαρκώς το καλοκαίρι κι αν είναι ακόμα γεμάτα, αυτό που ξέρω με σιγουριά είναι ότι φέτος ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού επέλεξε ένα ταξίδι στο εξωτερικό για τις καλοκαιρινές του διακοπές. Καρέ από ευρωπαϊκές πόλεις και πιο εξωτικούς προορισμούς με σαφάρι, road trips και γνωστά αξιοθέατα κατέκλυσαν το Instagram και μας έδειξαν έναν άλλο δρόμο από εκείνον του ελληνικού ηλιοβασιλέματος και της σαγιονάρας. Ο λόγος προφανής: οι απλησίαστες τιμές σε καταλύματα, χώρους εστίασης, διόδια και ακτοπλοϊκά εισιτήρια στη χώρα μας.
Τη διαπίστωση αυτή – και επιβεβαίωση το αμέσως επόμενο καλοκαίρι – έκανα προσωπικά για πρώτη φορά το 2016, όταν παραθερίζοντας στην μαγευτική Νίσυρο για μία εβδομάδα, διαπίστωσα ότι χρειάστηκα ένα μεγαλύτερο ή σχεδόν ίσο ποσό από αυτό που θα χρειαζόμουν για ένα αντίστοιχο πακέτο διακοπών στο εξωτερικό την επόμενη χρονιά. Καθόλου δεν μετανιώνω εκείνο το υπέροχο καλοκαίρι στη Νίσυρο με ίσως το πιο γοητευτικό και φιλόδοξο “site specific project” που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ στην Ελλάδα σε μια συμπαραγωγή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση και του six d.o.g.s μέσα στον κρατήρα “Στέφανος”, αλλά μιας και εκείνες τις μέρες έτυχε να ξεφυλλίζω ένα περιοδικό με ένα αφιέρωμα στην Προβηγκία και τα υπέροχα χωριά της, μου καρφώθηκε η ιδέα το επόμενο καλοκαίρι να επιχειρήσω ένα road trip στην Νότια Γαλλία ξεκινώντας από την Κυανή Ακτή, οδηγώντας από την Νίκαια μέχρι το Μόντε Κάρλο, περνώντας Cassis, Toulon, Μασσαλία, Saint Tropez, Μονακό και ανεβαίνοντας αργότερα προς τα χωριά τις Προβηγκίας (Roussillon, Gordes, Grass, Oppede-la-Vieux, Loumarin, Arles, Aix-en-Provence) μέχρι τις Άλπεις. Και βέβαια καθόλου δεν σκέφτηκα ότι δεν θα τα καταφέρω οικονομικά μετά το “πακέτο” της Νισύρου. Για να μην επεκταθώ το αμέσως επόμενο καλοκαίρι δαπάνησα για ένα road trip 12 ημερών στην Νότια Γαλλία – με πολύ καλή οργάνωση βέβαια και σχεδιασμό από τον Ιανουάριο –, το οποίο συμπεριελάμβανε αεροπορικά εισιτήρια, ενοίκιαση αυτοκινήτου, διαμονή με πρωινό σε 4 διαφορετικά καταλύματα, διατροφή, βενζίνη για 3500 χιλιόμετρα και διόδια – για έναν ενήλικα και δύο κουτσούβελα – ένα μικρότερο ποσό από εκείνο που είχα ξοδεύσει για μια εβδομάδα στην Νίσυρο.
Παρόλα αυτά επέμενα ελληνικά, γιατί είχα την τύχη να περιηγηθώ σε Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Ιρλανδία, Δανία, Πορτογαλία, Ισπανία την προηγούμενη δεκαετία και επιπρόσθετα συντηρούσα μέσα στην νέα ελληνική πραγματικότητα το όνειρο των θερινών διακοπών σε κάποιο γνωστό ελληνικό νησί ενεργό, γιατί διέθετα τη δυνατότητα να παραθερίζω Ιούνιο και να απολαμβάνω ποιότητα στις παροχές, χαμογελαστούς ανθρώπους και δίκαιες τιμές. Το ονειράκι αυτό γκρεμίστηκε φέτος, όταν χρειάστηκε να ξοδέψω για ένα πενθήμερο με δύο παιδιά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου στην Αντίπαρο 1500 ευρώ για διαμονή-διατροφή-μετακίνηση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν σκέφτομαι πόσο δύσκολο είναι να παραμείνει κάποιος θιασώτης των διακοπών σε κάποιο ελληνικό νησί.
Ως υπέρμαχος των ελληνικών νησιών και άνθρωπος που έχει επισκεφθεί ως και την μικρότερη βραχονησίδα των ελληνικών νησιωτικών συμπλεγμάτων – πρέπει να απομένουν μόνο 4 νησιά συνολικά που δεν έχω επισκεφθεί στον ελλαδικό χώρο –, να δηλώσω αρχικά ότι καμία πρόθεση να απαξιώσω το σύνηθες ελληνικό μοντέλο διακοπών και τα τρία “S” (Sea, Sex, Sun) που πάντα το κατέτασσαν στις πρώτες καλοκαιρινές επιλογές παγκοσμίως.
Σε αυτό το σημείο να σημειώσω ότι αν είσαι λάτρης του βουνού, ίσως τα πράγματα είναι καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση έχε στο μυαλό σου ότι θα χρειαστείς και εκεί τουλάχιστον 200 ευρώ για καύσιμα και διόδια για μία απόσταση περίπου 400 χιλιομέτρων, π.χ Αθήνα – Βοβούσα. Η διαμονή βέβαια και το κόστος διατροφής σε ορεινούς προορισμούς παραμένουν κατά βάση σε λογικά επίπεδα, αλλά σε κάθε περίπτωση και εκεί αλλάζουν τα πράγματα σιγά σιγά.
Το ταξίδι εντός Ελλάδος κατά τους θερινούς μήνες ήταν η συνήθης επιλογή του Έλληνα, γιατί ένα ταξίδι στο εξωτερικό φάνταζε κάποτε απόμακρο οικονομικά. Αφού έφτασε ωστόσο να κοστίζει όσο οι ελληνικές διακοπές, ξεκινά το δίλημμα και από ό,τι φαίνεται αρχίζει η ζυγαριά να γέρνει προς το δεύτερο, τουλάχιστον για τις ηλικίες των 28-55 που δεν αναζητούν ξέφρενα ξενύχτια στην Ίο και στην Πάρο ή πανηγύρια και χορούς μέχρι πρωίας στην Ικαρία, όχι σαφώς γιατί τα απαξιώνουν, αλλά γιατί τα έχουν ζήσει στον καιρό τους.
Αυτό που αναζητά ο καθένας από τις διακοπές του βέβαια – ιδιαίτερα ανά ηλικιακή φάση – είναι διαφορετικό και σαφώς αποτελεί έναν παράγοντα που καθορίζει τελικά τις επιλογές του. Άλλος μπορεί να επιθυμεί να επισκεφθεί την Ιρλανδία λόγω της άνθισης της ιρλανδικής σκηνής και λογοτεχνίας, άλλος την Νάπολη γιατί το 2025 έγινε ό,τι πιο hype, άλλος το Μπρίστολ, γιατί εκεί είχε άλλοτε την έδρα της η αγαπημένη του δισκογραφική εταιρεία, άλλως την Ινδία για διαλογισμό, άλλος μπορεί να θέλει να λικνίζεται στις Μάντρες ή να ανεβάζει ινσταγκραμικά posts μέχρι θανάτου από το Σαρακίνικο στην Μήλο ή τα απλησίαστα πλέον “Σύρματα” στην Κίμωλο, άλλος μπορεί να επιθυμεί να εργάζεται 12 μήνες τον χρόνο για 10 ημέρες ξαπλώστρα-φαΐ και διαμονή στην Μύκονο. Εφόσον υπάρχουν ένα συγκεκριμένο ποσό χρημάτων που διατίθεται για διακοπές είναι δικαίωμα και επιλογή καθενός να επιλέξει ανάμεσα σε 4 μέρες σε κάποιο νησί ή 10 ημέρες σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Μόδα ή συνειδητή επιλογή, αυτό είναι άλλο.
Στη στροφή των νεότερων γενιών βέβαια προς άλλους προορισμούς οδήγησε και η σταδιακή κρίση του θεσμού της οικογένειας και η απουσία της ονειρικής παιδικής ηλικίας. Για τις μεγαλύτερες ηλικίες η επιμονή στο κλασικό ελληνικό καλοκαίρι δίπλα στη θάλασσα κρύβει και μια νοσταλγία και μια έντονη επιθυμία να επιστρέψουμε στην παιδική ηλικία. Η παιδική ηλικία έχει γκρεμιστεί από καιρό και οι αναμνήσεις πια δεν περιλαμβάνουν χωριό, καρπούζι, λουλουδάτο πλαστικό τραπεζομάντηλο, οικογένεια κι αλμύρα στις βλεφαρίδες μέχρι το σούρουπο.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο η επικράτηση του τουρισμού – με τα επακόλουθά της στις τιμές – και της μετακίνησης ως σύγχρονης λαϊκής κουλτούρας, η κρίση των θεσμών, η μόδα, ο καπιταλισμός, ο καταναλωτισμός, η εξέλιξη στα μέσα και δίκτυα συγκοινωνίας, τα κοινωνικά δίκτυα, η αναζήτηση της γνώσης και όλα τα συναφή θα μας στείλουν κι αλλού, έξω από τη χώρα μας, κι έχοντας μια εμπειρία αρκετών – ειδικά ευρωπαϊκών και όχι μόνο – χωρών και πόλεων, θα πω και καλό θα μας κάνουν. Να ανοίξει το μάτι μας με λιγότερα ή ίδια έξοδα, με “value for money” παροχές, σεβασμό στο πρόσωπό μας και νέες εμπειρίες.
Θα πρέπει ωστόσο να παραδεχτούμε ότι οι διακοπές είναι πλέον για ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού «όνειρο χαρούμενο». Και προκύπτει ένα πρόβλημα, όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να έχει πρόσβαση πλέον σε κάτι καθημερινό. “Τα μπάνια του λαού” τα ονόμαζαν κάποτε και ξεπερνούσαν τα 30-40. Σήμερα μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών για τους περισσότερους Έλληνες. Απέκτησε και όνομα το φαινόμενο αυτό: “Holiday Poverty”.
Το ερώτημα, λοιπόν, πλέον ίσως δεν είναι τελικά το δίπολο Ελλάδα–Eξωτερικό, αλλά το δίπολο Διακοπές–όχι Διακοπές. Γιατί αν αυτοί που κάποτε απολάμβαναν μια εβδομάδα σε κάποιο ελληνικό νησί, συνειδητοποιούν ότι πλέον μπορούν με τα ίδια χρήματα να πραγματοποιήσουν ένα ενδιαφέρον ταξίδι στο εξωτερικό και μετακινούνται προς αυτή την επιλογή, υπάρχουν και εκείνοι που δεν μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά ούτε ένα τριήμερο σε κάποιο προορισμό στην Ελλάδα και τελικά καταλήγουν στο “Vacation Poverty” και στις διακοπές στο σπίτι.
Ο σύγχρονος Έλληνας, εκείνος που ανήκει στην εργατική τάξη, έχει εξοβελιστεί από το δικαίωμα αυτό, γιατί οι διακοπές στην Ελλάδα αγγίζουν το κόστος των άλλοτε πολυτελών διακοπών, ενώ ο μέσος αστός που συνειδητοποιεί ότι με τα ίδια χρήματα που έδινε άλλοτε μπορεί να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στο εξωτερικό, στρέφεται προς αυτό. Σε κάθε περίπτωση το πρώτο είναι θέμα πολιτικό και σχετίζεται με τη φτωχοποίηση ενός λαού και την έλλειψη ισότητας και αξιοπρεπούς διαβίωσης τελικά, γιατί σε κάθε περίπτωση το θέμα δεν είναι μόνο η επιβίωση, το δεύτερο είναι περισσότερο κοινωνικό, και δείχνει μια τάση, μια στροφή, μια αλλαγή προς την αναζήτηση εναλλακτικού μοντέλου ζωής, κι εδώ τα αίτια είναι πολλά. Αν είμαστε, ωστόσο, στην κατηγορία διλήμματος “Ελλάδα–Εξωτερικό” είμαστε από τους τυχερούς. Γιατί πλέον για πολλούς το δίλημμα είναι “Διακοπές–όχι Διακοπές”. Κι εκεί βέβαια παύει το θέμα να είναι απλό. Γιατί απειλείται η Δημοκρατία.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.