Διασχίζω σχεδόν κάθε Σάββατο την Ασκληπιού και παρατηρώ. Μια ανθρωπογεωγραφία παράξενη. Άνθρωποι στοιβαγμένοι όρθιοι στα πεζοδρόμια με ποτήρια πλαστικά, καμία έγνοια να ακούσουν μουσική, ακουμπισμένοι σε καπό αυτοκινήτων και κάδους απορριμμάτων ανταλλάζουν ιστορίες και νέα σαν να συνάντησε ο ένας τον άλλον τυχαία. Μετά τις 3 τα ξημερώματα σχεδόν κλείνουν τον δρόμο, γιατί το πεζοδρόμιο δεν τους χωράει πια. Έχει τύχει να βρεθώ σε ταξί και να μου πει ο οδηγός εγώ δεν στρίβω πια από εκεί. Δεν μπορώ να κάνω ελιγμούς ανάμεσα σε ανθρώπους για να περάσω.
Μετακόμισα στη συγκεκριμένη γειτονιά πριν 18 χρόνια. Υπήρχαν 3 καφέ για τους κατοίκους και τις μποέμ φύσεις της περιοχής που ήθελαν να διάβαζαν την πρωινή τους εφημερίδα εδώ και η μόνη φασαρία ήταν για το αν αυτή ανήκε στα Εξάρχεια ή στο Κολωνάκι. Οι πιο ευφάνταστοι συνήθιζαν να λένε άνω Εξάρχεια, κάτω Κολωνάκι.
Το ένα μπαρ έφερε το άλλο, ο ένας hipster φούρνος τον άλλο, γκαλερί ανάμεσα σε ψιλικατζίδικα παραδοσιακά και να σου η τάση που είχα γνωρίσει πριν χρόνια στο Marais. Ήταν θέμα χρόνου. Το gentrification αναμενόμενο, το hype γνωστό, το πρόβλημα του παρκινγκ, αν μη τι άλλο, για τους κατοίκους και πολλά άλλα, αλλά θα σταθώ στο «διασκέδαση χωρίς μουσική».
Περπάτησα αυτό το Σαββατοκύριακο συγκεκριμένα με σκοπό ένα αληθινό ρεπορτάζ πριν ξεκινήσω τη συγγραφή και διαπίστωσα ότι μουσική υπήρχε στα περισσότερα καφέ, bar και wine bar από αυτά, αλλά δεν ακουγόταν. Επικρατεί η βοή από τις ανθρώπινες φωνές. Άνθρωποι καθισμένοι στα σκαλιά του Άγιου Νικόλα, της εντυπωσιακής εκκλησίας της γειτονιάς, στο παρκάκι πίσω από αυτόν με μια μπύρα από το περίπτερο ή καθόλου ποτό. Μαθήματα swing, βόλτες με σκύλο, μελέτη και φλερτ, κουσκους, πολιτικές συζητήσεις και αποχαιρετισμοί στα σκαλιά σαν να μην πρόκειται για έξοδο βραδινή.
Συζητώ με έναν επιχειρηματία στην περιοχή που μου περιγράφει ότι μπορεί να φαίνεται ωραίο σε μας όλο αυτό ή να παρατηρούμε την εμπορική άνοδο της περιοχής –τα τελευταία 3 χρόνια ξεπηδά τουλάχιστον ένα νέο μπαρ ή άλλου είδους κατάστημα σε Ασκληπιού/Ιπποκράτους και στα πέριξ δρομάκια κάθε μήνα– και να σκεφτόμαστε ότι τα καταστήματα αυτά θησαυρίζουν, αλλά για αυτούς η πραγματικότητα ταυτίζεται με διαρκή μείωση της κατανάλωσης. Και πάλι, όμως, ο σκοπός του άρθρου αυτού δεν είναι αυτός. Επιστρέφω στο «διασκέδαση χωρίς μουσική».
Οι άνθρωποι συζητούν, γελούν, συναντιούνται, ανταλλάζουν ιδέες, φλερτάρουν, ερωτεύονται, κλείνουν συμφωνίες στα πεζοδρόμια. Με ένα πλαστικό ποτήρι στο χέρι που συνήθισαν από την περίοδο του επιβεβλημένου εγκλεισμού λόγω του covid, όρθιοι ή καθισμένοι σε σκαλιά, με το κρύο ή τη ζέστη να αποτελούν θέμα αμελητέο και το κυριότερο: χωρίς μουσική.
Δεν τους ενδιαφέρει να χορέψουν, να ρωτήσουν τον DJ τι είναι αυτό που ακούν, να φλερτάρουν πάνω σε ένα στίχο, να θυμηθούν αργότερα ότι ακουγόταν αυτό το τραγούδι όταν μου μίλησε πρώτη φορά ή εκείνο όταν χωρίσαμε. Δεν ξέρω καν, αν ανάμεσα σε όλα αυτά, γνωρίζουν το όνομα ή τον χαρακτήρα του μπαρ που έχουν επισκεφθεί. Δεν ξέρω αν πλέον έχει κάθε μπαρ τον χαρακτήρα του. Κάποτε πασχίζαμε- όσοι δουλεύαμε για αυτά- να προσπαθούμε, κυρίως με την μουσική, να χτίζουμε έναν χαρακτήρα. Να έχει ο άλλος μία εικόνα. Να ξέρει ότι θα πάει εκεί και θα ακούσει αυτό. Αν κάποια μέρα δεν μπορούσαμε να παίξουμε μουσική δεν ανταλλάζαμε μέρες με τον resident άλλης μέρας. Γιατί κάθε μέρα ο κόσμος αναζητούσε συγκεκριμένη μουσική. Σήμερα είναι αδιάφορο. Το μωσαϊκό, τον neon φώτα, η γραβιέρα από το πιο ξεχασμένο ελληνικό χωριό ως συνοδευτικό, η μπύρα από την πιο ψαγμένη μικρή ζυθοποιία ή το αλλαντικό από την ιταλική επαρχία, η κέντια και η μονστέρα στην γωνία ορίζουν περισσότερο τον χαρακτήρα στα στέκια και πολύ λιγότερο η μουσική.
Σε έναν τρόπο ζωής που μας μύησε θα πω εγώ σε έναν τρόπο διασκέδασης χωρίς μπαρ με ταυτότητα και μουσική, με ένα πλαστικό ποτήρι θα ξαναπώ ή ένα τενεκεδένιο κουτάκι ο άνθρωπος στέκεται όπου βρει λίγο χώρο, αν δεν βρει να σταθεί εκεί που θέλει, στέκεται πιο δίπλα, συνεχίζει να ζει και να διασκεδάζει στον δρόμο, καθισμένος σε μια είσοδο πολυκατοικίας ή σε κάποιο παγκάκι, μπροστά στο ένα μπαρ ή το άλλο, λίγο τον απασχολεί, ανταλλάζει από ό,τι φαίνεται περισσότερες κουβέντες, απομακρύνεται, όμως, από τον χώρο και τον χορό και από αυτή τη φυσική επαφή που απαιτεί η δυνατή μουσική στα μπαρ να έρθεις κοντά να μιλήσεις στο αυτί του άλλου , να νιώσει την ανάσα σου. Τα μπαρ δεν χρειάζεται να είναι μεγάλα πια, μπορεί να είναι μαγαζιά 20 τετραγωνικών, αφού από εκεί θα περάσεις –και αν– μόνο για να παραγγείλεις το ποτό σου. Είχαμε μυηθεί ήδη στα μπαρ τσέπης τις προηγούμενες δεκαετίες αρχής γενομένης με το θρυλικό POP της δικής μας γενιάς στην Κλειτίου, ένα indie cocktail bar στο οποίο επιμέναμε να χωράμε όλοι κρατώντας μάλιστα τεράστια ποτήρια και να χορεύουμε. Στριμωγμένοι, ιδρωμένοι, πρωταγωνιστές μιας λιλιπούτειας σκηνής. Εκεί το θέμα ήταν πάντα η μουσική. Και ακουγόταν μέσα έξω δυνατά. Τώρα τα μπαρ -μινιατούρες στοιβάζονται το ένα δίπλα στο άλλο, κάθε εβδομάδα τρυπώνει ένα καινούριο στο κενό ενδιάμεσα, κλέβει λίγη από την αίγλη του παλιού, είναι πόρτες, όμως, απλά από όπου βγαίνουν τα ποτά. Χωρίς αποτύπωμα. Και μέσα άδεια.
Και βέβαια υπάρχουν μπαρ –ονόματα δεν θα πω γιατί το άρθρο δεν είναι διαφημιστικό– που συνεχίζουν ως πιο ρομαντικά να προσλαμβάνουν γνωστούς δισκοθέτες για τα ενδεχομένως 30 άτομα που μπορεί να καθίσουν μέσα και μπορεί να ακούν και άλλα σκοτεινά μακρόστενα μπαρ με την παραδοσιακή μακριά μπάρα που επιβάλλουν την είσοδο τους στον χώρο, γιατί δεν στήνουν κανένα τσιμπούσι στο πεζοδρόμιο, κάποια πηγαδάκια μόνο προσωρινά. Εμμένουν πεισματικά στο παραδοσιακό μοντέλο διασκέδασης και μέσα σε αυτά μάλλον θα με βρείτε.
Παραμένει ωστόσο το ερώτημα για την πλειοψηφία. Πότε σταμάτησε ο κόσμος να χρειάζεται την μουσική, όταν βγαίνει το βράδυ; Πώς γίνεται όταν είναι Σάββατο βράδυ, Σάββατο βράδυ…Έχει μήπως περισσότερο νόημα η συνάντηση όταν δεν ουρλιάζεις στο αυτί του άλλου; Άλλαξε τελικά κάτι ή ήταν αυτό που παραδοσιακά συνέβαινε σε Αβραμιώτου, Καρύτση , Πλατεία θεάτρου και Ψυρρή, απλώς ήρθε το φαινόμενο στην γειτονιά μας, κάτω από τις πολυκατοικίες που ζούμε και μας φαίνεται αλλιώς;
Να σημειώσω ότι πλήθος μαγαζατόρων έχουν αγωνιστεί για την ύπαρξη μιας στοιχειώδους έντασης στην μουσική, έχουν έρθει αντιμέτωποι με καταγγελίες κατοίκων και ακριβώς αυτό είναι, επίσης, ένας παράγοντας που δεν μπορεί εύκολα να ελεγχθεί, ξεπερνά την πραγματική θέληση των ιδιοκτητών των μπαρ και οδηγεί στην απουσία της μουσικής.
Υπάρχουν κάποια μπαρ στην Καλιφόρνια όπου οι θαμώνες φορούν ακουστικά. Ακούν την ίδια μουσική και χορεύουν μαζί, αλλά αποφεύγουν να ενοχλήσουν με την ύπαρξη τους την γειτονιά. Η επικοινωνία με τους άλλους γίνεται με ενδοσυνεννόηση και ο τρόπος διασκέδασης καταντά αλλόκοτος. Από έξω βλέπεις ανθρώπους να χορεύουν σε ένα βουβό σκηνικό κι αναρωτιέσαι, «τι άλλο»;
Αν αλλάζουν οι εποχές, οι συνήθειες, ο τρόπος ζωής, ο κόσμος, οι άνθρωποι, αν αλλάζει ο τρόπος διασκέδασης, αν απλώς τα μπαρ έφτασαν σε γειτονιές με κατοίκους που πασχίζουν να κοιμηθούν και εξαπολύουν μηνύσεις για να επιβάλλουν την ησυχία, δεν ξέρω. Ξέρω ότι η μουσική Σάββατο βράδυ που περπατώ σε έναν από τους πιο δημοφιλείς δρόμους της εποχής λείπει. Εμένα μου λείπει…
Οι νέοι απολαμβάνουν αυτή την νέα εποχή. Το πεζοδρόμιο είναι δικό τους. Δωρεάν προσβάσιμο και δεν απαιτεί κατανάλωση. Είναι μορφή αντίστασης σε μια πόλη που συχνά δεν προσφέρει οργανωμένο δημόσιο χώρο. Τα σκαλάκια πολυκατοικιών, οι θέες και τα πεζοδρόμια είναι το μανιφέστο τους. Εκεί που στήνονται τα παιχνίδια με τα χαρτιά, το UNO, το τίτσου, το σκάκι, το τάβλι ή απλώς επιδίδονται στο δημοφιλές και πάντα ενδιαφέρον “people watching”.
Πώς πέρασες χθες είναι πια το ερώτημα της Κυριακής, ίσως πιο ουσιώδες κι όχι ποιος DJ έπαιζε εκεί που πήγες. «Πού ήσουν;», «Ασκληπιού», τα ονόματα των μπαρ περιττά. Μια ρέπω προς το να υποστηρίξω το νέο αυτόν τρόπο διασκέδασης που ενθαρρύνει τη λεκτική επικοινωνία των ανθρώπων και μία λέω δεν γίνεται χωρίς μουσική. Ίσως ερχόμαστε πράγματι πιο κοντά. Χωρίς να χρειάζεται να φωνάζουμε τα νέα και τις λέξεις και να αισθανόμαστε τις εισπνοές και τις εκπνοές. Ίσως Σάββατο βράδυ δεν χρειάζεται πλέον να μετακομίζουμε μέσα στην μουσική, αλλά να μετακομίζουμε ο ένας μέσα στον άλλο πριν χαθούμε πάλι μέσα στην καθημερινότητα.
Δεν μου αρέσει να δαιμονοποιώ καταστάσεις και νέες τάσεις. Όλοι βγαίνουν στην Ασκληπιού. Αλλά γίνεται χωρίς μουσική;
«Σάββατο βράδυ σε μια γωνία
Σκέφτεσαι τι είναι αυτό που έχει πιο μεγάλη σημασία»
Προάστια, Στέρεο Νόβα
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Διασχίζω σχεδόν κάθε Σάββατο την Ασκληπιού και παρατηρώ. Μια ανθρωπογεωγραφία παράξενη. Άνθρωποι στοιβαγμένοι όρθιοι στα πεζοδρόμια με ποτήρια πλαστικά, καμία έγνοια να ακούσουν μουσική, ακουμπισμένοι σε καπό αυτοκινήτων και κάδους απορριμμάτων ανταλλάζουν ιστορίες και νέα σαν να συνάντησε ο ένας τον άλλον τυχαία. Μετά τις 3 τα ξημερώματα σχεδόν κλείνουν τον δρόμο, γιατί το πεζοδρόμιο δεν τους χωράει πια. Έχει τύχει να βρεθώ σε ταξί και να μου πει ο οδηγός εγώ δεν στρίβω πια από εκεί. Δεν μπορώ να κάνω ελιγμούς ανάμεσα σε ανθρώπους για να περάσω.
Μετακόμισα στη συγκεκριμένη γειτονιά πριν 18 χρόνια. Υπήρχαν 3 καφέ για τους κατοίκους και τις μποέμ φύσεις της περιοχής που ήθελαν να διάβαζαν την πρωινή τους εφημερίδα εδώ και η μόνη φασαρία ήταν για το αν αυτή ανήκε στα Εξάρχεια ή στο Κολωνάκι. Οι πιο ευφάνταστοι συνήθιζαν να λένε άνω Εξάρχεια, κάτω Κολωνάκι.
Το ένα μπαρ έφερε το άλλο, ο ένας hipster φούρνος τον άλλο, γκαλερί ανάμεσα σε ψιλικατζίδικα παραδοσιακά και να σου η τάση που είχα γνωρίσει πριν χρόνια στο Marais. Ήταν θέμα χρόνου. Το gentrification αναμενόμενο, το hype γνωστό, το πρόβλημα του παρκινγκ, αν μη τι άλλο, για τους κατοίκους και πολλά άλλα, αλλά θα σταθώ στο «διασκέδαση χωρίς μουσική».
Περπάτησα αυτό το Σαββατοκύριακο συγκεκριμένα με σκοπό ένα αληθινό ρεπορτάζ πριν ξεκινήσω τη συγγραφή και διαπίστωσα ότι μουσική υπήρχε στα περισσότερα καφέ, bar και wine bar από αυτά, αλλά δεν ακουγόταν. Επικρατεί η βοή από τις ανθρώπινες φωνές. Άνθρωποι καθισμένοι στα σκαλιά του Άγιου Νικόλα, της εντυπωσιακής εκκλησίας της γειτονιάς, στο παρκάκι πίσω από αυτόν με μια μπύρα από το περίπτερο ή καθόλου ποτό. Μαθήματα swing, βόλτες με σκύλο, μελέτη και φλερτ, κουσκους, πολιτικές συζητήσεις και αποχαιρετισμοί στα σκαλιά σαν να μην πρόκειται για έξοδο βραδινή.
Συζητώ με έναν επιχειρηματία στην περιοχή που μου περιγράφει ότι μπορεί να φαίνεται ωραίο σε μας όλο αυτό ή να παρατηρούμε την εμπορική άνοδο της περιοχής –τα τελευταία 3 χρόνια ξεπηδά τουλάχιστον ένα νέο μπαρ ή άλλου είδους κατάστημα σε Ασκληπιού/Ιπποκράτους και στα πέριξ δρομάκια κάθε μήνα– και να σκεφτόμαστε ότι τα καταστήματα αυτά θησαυρίζουν, αλλά για αυτούς η πραγματικότητα ταυτίζεται με διαρκή μείωση της κατανάλωσης. Και πάλι, όμως, ο σκοπός του άρθρου αυτού δεν είναι αυτός. Επιστρέφω στο «διασκέδαση χωρίς μουσική».
Οι άνθρωποι συζητούν, γελούν, συναντιούνται, ανταλλάζουν ιδέες, φλερτάρουν, ερωτεύονται, κλείνουν συμφωνίες στα πεζοδρόμια. Με ένα πλαστικό ποτήρι στο χέρι που συνήθισαν από την περίοδο του επιβεβλημένου εγκλεισμού λόγω του covid, όρθιοι ή καθισμένοι σε σκαλιά, με το κρύο ή τη ζέστη να αποτελούν θέμα αμελητέο και το κυριότερο: χωρίς μουσική.
Δεν τους ενδιαφέρει να χορέψουν, να ρωτήσουν τον DJ τι είναι αυτό που ακούν, να φλερτάρουν πάνω σε ένα στίχο, να θυμηθούν αργότερα ότι ακουγόταν αυτό το τραγούδι όταν μου μίλησε πρώτη φορά ή εκείνο όταν χωρίσαμε. Δεν ξέρω καν, αν ανάμεσα σε όλα αυτά, γνωρίζουν το όνομα ή τον χαρακτήρα του μπαρ που έχουν επισκεφθεί. Δεν ξέρω αν πλέον έχει κάθε μπαρ τον χαρακτήρα του. Κάποτε πασχίζαμε- όσοι δουλεύαμε για αυτά- να προσπαθούμε, κυρίως με την μουσική, να χτίζουμε έναν χαρακτήρα. Να έχει ο άλλος μία εικόνα. Να ξέρει ότι θα πάει εκεί και θα ακούσει αυτό. Αν κάποια μέρα δεν μπορούσαμε να παίξουμε μουσική δεν ανταλλάζαμε μέρες με τον resident άλλης μέρας. Γιατί κάθε μέρα ο κόσμος αναζητούσε συγκεκριμένη μουσική. Σήμερα είναι αδιάφορο. Το μωσαϊκό, τον neon φώτα, η γραβιέρα από το πιο ξεχασμένο ελληνικό χωριό ως συνοδευτικό, η μπύρα από την πιο ψαγμένη μικρή ζυθοποιία ή το αλλαντικό από την ιταλική επαρχία, η κέντια και η μονστέρα στην γωνία ορίζουν περισσότερο τον χαρακτήρα στα στέκια και πολύ λιγότερο η μουσική.
Σε έναν τρόπο ζωής που μας μύησε θα πω εγώ σε έναν τρόπο διασκέδασης χωρίς μπαρ με ταυτότητα και μουσική, με ένα πλαστικό ποτήρι θα ξαναπώ ή ένα τενεκεδένιο κουτάκι ο άνθρωπος στέκεται όπου βρει λίγο χώρο, αν δεν βρει να σταθεί εκεί που θέλει, στέκεται πιο δίπλα, συνεχίζει να ζει και να διασκεδάζει στον δρόμο, καθισμένος σε μια είσοδο πολυκατοικίας ή σε κάποιο παγκάκι, μπροστά στο ένα μπαρ ή το άλλο, λίγο τον απασχολεί, ανταλλάζει από ό,τι φαίνεται περισσότερες κουβέντες, απομακρύνεται, όμως, από τον χώρο και τον χορό και από αυτή τη φυσική επαφή που απαιτεί η δυνατή μουσική στα μπαρ να έρθεις κοντά να μιλήσεις στο αυτί του άλλου , να νιώσει την ανάσα σου. Τα μπαρ δεν χρειάζεται να είναι μεγάλα πια, μπορεί να είναι μαγαζιά 20 τετραγωνικών, αφού από εκεί θα περάσεις –και αν– μόνο για να παραγγείλεις το ποτό σου. Είχαμε μυηθεί ήδη στα μπαρ τσέπης τις προηγούμενες δεκαετίες αρχής γενομένης με το θρυλικό POP της δικής μας γενιάς στην Κλειτίου, ένα indie cocktail bar στο οποίο επιμέναμε να χωράμε όλοι κρατώντας μάλιστα τεράστια ποτήρια και να χορεύουμε. Στριμωγμένοι, ιδρωμένοι, πρωταγωνιστές μιας λιλιπούτειας σκηνής. Εκεί το θέμα ήταν πάντα η μουσική. Και ακουγόταν μέσα έξω δυνατά. Τώρα τα μπαρ -μινιατούρες στοιβάζονται το ένα δίπλα στο άλλο, κάθε εβδομάδα τρυπώνει ένα καινούριο στο κενό ενδιάμεσα, κλέβει λίγη από την αίγλη του παλιού, είναι πόρτες, όμως, απλά από όπου βγαίνουν τα ποτά. Χωρίς αποτύπωμα. Και μέσα άδεια.
Και βέβαια υπάρχουν μπαρ –ονόματα δεν θα πω γιατί το άρθρο δεν είναι διαφημιστικό– που συνεχίζουν ως πιο ρομαντικά να προσλαμβάνουν γνωστούς δισκοθέτες για τα ενδεχομένως 30 άτομα που μπορεί να καθίσουν μέσα και μπορεί να ακούν και άλλα σκοτεινά μακρόστενα μπαρ με την παραδοσιακή μακριά μπάρα που επιβάλλουν την είσοδο τους στον χώρο, γιατί δεν στήνουν κανένα τσιμπούσι στο πεζοδρόμιο, κάποια πηγαδάκια μόνο προσωρινά. Εμμένουν πεισματικά στο παραδοσιακό μοντέλο διασκέδασης και μέσα σε αυτά μάλλον θα με βρείτε.
Παραμένει ωστόσο το ερώτημα για την πλειοψηφία. Πότε σταμάτησε ο κόσμος να χρειάζεται την μουσική, όταν βγαίνει το βράδυ; Πώς γίνεται όταν είναι Σάββατο βράδυ, Σάββατο βράδυ…Έχει μήπως περισσότερο νόημα η συνάντηση όταν δεν ουρλιάζεις στο αυτί του άλλου; Άλλαξε τελικά κάτι ή ήταν αυτό που παραδοσιακά συνέβαινε σε Αβραμιώτου, Καρύτση , Πλατεία θεάτρου και Ψυρρή, απλώς ήρθε το φαινόμενο στην γειτονιά μας, κάτω από τις πολυκατοικίες που ζούμε και μας φαίνεται αλλιώς;
Να σημειώσω ότι πλήθος μαγαζατόρων έχουν αγωνιστεί για την ύπαρξη μιας στοιχειώδους έντασης στην μουσική, έχουν έρθει αντιμέτωποι με καταγγελίες κατοίκων και ακριβώς αυτό είναι, επίσης, ένας παράγοντας που δεν μπορεί εύκολα να ελεγχθεί, ξεπερνά την πραγματική θέληση των ιδιοκτητών των μπαρ και οδηγεί στην απουσία της μουσικής.
Υπάρχουν κάποια μπαρ στην Καλιφόρνια όπου οι θαμώνες φορούν ακουστικά. Ακούν την ίδια μουσική και χορεύουν μαζί, αλλά αποφεύγουν να ενοχλήσουν με την ύπαρξη τους την γειτονιά. Η επικοινωνία με τους άλλους γίνεται με ενδοσυνεννόηση και ο τρόπος διασκέδασης καταντά αλλόκοτος. Από έξω βλέπεις ανθρώπους να χορεύουν σε ένα βουβό σκηνικό κι αναρωτιέσαι, «τι άλλο»;
Αν αλλάζουν οι εποχές, οι συνήθειες, ο τρόπος ζωής, ο κόσμος, οι άνθρωποι, αν αλλάζει ο τρόπος διασκέδασης, αν απλώς τα μπαρ έφτασαν σε γειτονιές με κατοίκους που πασχίζουν να κοιμηθούν και εξαπολύουν μηνύσεις για να επιβάλλουν την ησυχία, δεν ξέρω. Ξέρω ότι η μουσική Σάββατο βράδυ που περπατώ σε έναν από τους πιο δημοφιλείς δρόμους της εποχής λείπει. Εμένα μου λείπει…
Οι νέοι απολαμβάνουν αυτή την νέα εποχή. Το πεζοδρόμιο είναι δικό τους. Δωρεάν προσβάσιμο και δεν απαιτεί κατανάλωση. Είναι μορφή αντίστασης σε μια πόλη που συχνά δεν προσφέρει οργανωμένο δημόσιο χώρο. Τα σκαλάκια πολυκατοικιών, οι θέες και τα πεζοδρόμια είναι το μανιφέστο τους. Εκεί που στήνονται τα παιχνίδια με τα χαρτιά, το UNO, το τίτσου, το σκάκι, το τάβλι ή απλώς επιδίδονται στο δημοφιλές και πάντα ενδιαφέρον “people watching”.
Πώς πέρασες χθες είναι πια το ερώτημα της Κυριακής, ίσως πιο ουσιώδες κι όχι ποιος DJ έπαιζε εκεί που πήγες. «Πού ήσουν;», «Ασκληπιού», τα ονόματα των μπαρ περιττά. Μια ρέπω προς το να υποστηρίξω το νέο αυτόν τρόπο διασκέδασης που ενθαρρύνει τη λεκτική επικοινωνία των ανθρώπων και μία λέω δεν γίνεται χωρίς μουσική. Ίσως ερχόμαστε πράγματι πιο κοντά. Χωρίς να χρειάζεται να φωνάζουμε τα νέα και τις λέξεις και να αισθανόμαστε τις εισπνοές και τις εκπνοές. Ίσως Σάββατο βράδυ δεν χρειάζεται πλέον να μετακομίζουμε μέσα στην μουσική, αλλά να μετακομίζουμε ο ένας μέσα στον άλλο πριν χαθούμε πάλι μέσα στην καθημερινότητα.
Δεν μου αρέσει να δαιμονοποιώ καταστάσεις και νέες τάσεις. Όλοι βγαίνουν στην Ασκληπιού. Αλλά γίνεται χωρίς μουσική;
«Σάββατο βράδυ σε μια γωνία
Σκέφτεσαι τι είναι αυτό που έχει πιο μεγάλη σημασία»
Προάστια, Στέρεο Νόβα
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.