Ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου από έναν εξαιρετικά σπάνιο καρκίνο δεν χωράει λόγια. Του ταιριάζει περισσότερο μια σιωπή σεβαστική, από αυτές τις βροντερές σιωπές που σε κάνουν να χαμηλώνεις τα μάτια καθώς ξαναθυμάσαι τον βαρύ πέλεκυ της ανθρώπινης μοίρας από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Σου υπενθυμίζει ότι όλο το παιχνίδι παίζεται τώρα, εδώ, μεταξύ ανθρωπιάς και αποκτήνωσης, μεταξύ καλού και κακού, δίκαιου και άδικου. Ελεύθερη η επιλογή, αναπότρεπτος ο προορισμός.

Τι γίνεται όμως όταν ο άνθρωπος που φεύγει έχει προνοήσει να δώσει το φιλί της ζωής σε μια κοινωνία που μέρα τη μέρα χάνει την ψυχή της;

Ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης, δις Αργυρός Ολυμπιονίκης, αναπληρωτής εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ και πατέρας δύο παιδιών, σήκωσε τα τελευταία χρόνια τον βαρύ σταυρό ενός καρκίνου του πνεύμονα ταχέως μεταστατικού και μη αναστρέψιμου. Όπως ο ίδιος είχε αναφέρει σε συνεντεύξεις του, ποτέ δεν σκέφτηκε γιατί διάλεξε εκείνον το κακό που τον βρήκε και η μόνη του έννοια ήταν να «πάρει παράταση» ώστε να μπορεί να τον θυμάται η μικρή κορούλα του και να τον θυμίζει στον ακόμη μικρότερο αδερφό της.

Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς πως μια τέτοια άνιση, άδικη μάχη θα μπορούσε εύλογα να μετατρέψει έναν άνθρωπο σε πληγωμένο θηρίο, και πόσο μάλλον έναν νέο άντρα που στην ακμή της δόξας και της προσωπικής του ευτυχίας καλείται να παλέψει με τον πιο δύσκολο αντίπαλο, την αδόκητη φθορά του ίδιου του τού σώματος.

Με το αποχαιρετιστήριο γράμμα-μήνυμα που άφησε πίσω του με την οδηγία να δημοσιευτεί μετά το πέταγμά του για «κάπου πιο όμορφα ή στο πουθενά», ο Αλέξανδρος υπήρξε και σε αυτήν την περίπτωση η λαμπρή εξαίρεση: γράφοντας τον επίλογο της ζωής του, μας θύμισε ξανά ότι το καλό υπάρχει κάπου εκεί έξω αρκεί να θες να το δεις και να το διαλέξεις. Γιατί η ανθρωπιά και η ηθική είναι θέμα επιλογής τελικά. Και θέλει κότσια.

Συνεπής ως προς τον σκοπό της ζωής του «να προσφέρει ελπίδα μέσα από όσα κατάφερε», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο μήνυμά του, αφήνει πίσω του λόγια απαραίτητα, ειδικά σε μια εποχή όπου η σκέψη μας ζυμώνεται κάθε μέρα με εγκλήματα έσχατης φρίκης, παιδεραστές, βιαστές και φονιάδες, οικογενειακά δράματα, φτώχεια και εξαθλίωση, στυγνούς και αδίστακτους μακελάρηδες της διπλανής πόρτας έτοιμους να σιωπήσουν στραμμένοι μόνο στα του οίκου τους ή να κατασπαράξουν τον άλλον και να υπερασπίσουν με κάθε τρόπο το σκοτάδι μέσα τους.

Τα λόγια του Αλέξανδρου, έστω για μία μέρα, ύψωσαν ανάχωμα κι έριξαν καθαρό νερό στον βούρκο του Κολωνού. Τα λόγια του Αλέξανδρου χτύπησαν μια καμπάνα που είχαμε πιστέψει ότι σχεδόν έχει σιγήσει: την ανθρωπιά.

Και η τελευταία πράξη του μεγαλείου: η επιθυμία του Αλέξανδρου να δημοπρατηθούν τα μετάλλιά του και τα χρήματα να δοθούν σε δομές που ασχολούνται με την προστασία των ανήλικων παιδιών γιατί «αν σωθεί έστω ένα παιδί, θα αξίζει κάθε κλωτσιά που έχω φάει στο κεφάλι κάθε κάταγμα στα πόδια μου», έρχεται κι αυτή, που επίκαιρη από ποτέ, να ξεμπροστιάσει την παρακμή του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας που παρακολουθεί κάθε μέρα άπραγη όλο και περισσότερο τα παιδιά της να κακοποιούνται, να βιάζονται, να καταφεύγουν στο έγκλημα τα ίδια ή να πεθαίνουν αβοήθητα από την πείνα και την παραμέληση. Κι ύστερα αλλάζει κανάλι.

Στην ύστατη στιγμή του, ο Αλέξανδρος διάλεξε να κάνει την τελευταία του υπόκλιση μπροστά σε όλους μας, γνωστούς και αγνώστους. Κι έπειτα, έκανε μονομιάς ένα σάλτο προς την αιωνιότητα, έχοντας ήδη εξασφαλίσει τη θέση του στην αθανασία αφού, μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, σήκωσε το λάβαρο της αγάπης κι αποχαιρέτισε με το κεφάλι ψηλά, θυμίζοντας πως δεν είναι όλα χαμένα.