Όσα έχουν συμβεί από την Κυριακή με τις δημοτικές εκλογές, λίγο ή πολύ, τα γνωρίζετε ήδη -εκτός και αν ζείτε απομονωμένοι σε κάποια βουνοκορφή ή σε μια ερημική παραλία (τι ευτυχία). Εκείνο το βράδυ, σκεφτόμουν πως αν δεν υπήρχε ο Μπέος οι περισσότεροι δεν θα είχαν πάρει χαμπάρι ότι είχαμε τη δυνατότητα να εκλέξουμε τους τοπικούς μας άρχοντες. Αυτοί, που σε πρώτο χρόνο, είναι υπεύθυνοι και αρμόδιοι για την ποιότητα ζωής μας.

Τι εννοώ; Ότι το job description ενός πρωθυπουργού, για παράδειγμα, δεν είναι να ενδιαφερθεί αν έχεις καθαρό πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι σου, αν το πάρκο στη γειτονιά σου (αν έχεις πάρκο) είναι λειτουργικό και «πράσινο», αν βρίσκεις να παρκάρεις στην περιοχή σου, αν τα δημοτικά τέλη αυξήθηκαν, αν ο δήμος σου έχει δωρεάν συγκοινωνία και άλλες υπηρεσίες. Ο καθένας έχει το ρόλο του και, σίγουρα, μια κυβέρνηση έχει να ασχοληθεί με πιο “σημαντικά” πράγματα από τον χαλασμένο κάδο στη κάτω γωνία του δρόμου σου. Για όλα αυτά, και πολλά περισσότερα, υπεύθυνοι είναι ο δήμαρχος, ο περιφερειάρχης και τα επιτελεία τους. Τους εκλέξαμε, λοιπόν. Και τι βγάλαμε; Αχιλλέα Μπέο.

Η δύναμη του κάθε Μπέου, σε όποια κοινωνία, καθρεφτίζεται πάντα στους ψήφους. Στον Βόλο, για παράδειγμα, από τους 111 χιλιάδες εγγεγραμμένους πήγαν στις κάλπες οι 60 χιλιάδες. Από αυτούς, οι 32 χιλιάδες τον ψήφισαν -ποσοστό 55%.

Άνθρωποι σαν τον Μπέο, έναν τύπο (δήμαρχο, μην το ξεχνάμε) με όνομα στη νύχτα, που σφαλιαρίζει πολίτες και κάνει αναφορά σε «πούστηδες», προσελκύουν πάντα ένα κοινό που τους ακολουθεί πίστα σαν πρόβατα -ενίοτε και για σφαγή.

Όλοι αυτοί που συντάσσονται με τα πιστεύω, την αισθητική και τον λόγο του (κάθε) Μπέου, δεν θα έχαναν την ευκαιρία να δείξουν την υποστήριξη τους -για κάτι τέτοια ζούνε άλλωστε- και έτσι κέρδισαν αυτή τη μάχη. Μια μάχη που προ πολλού έχει χαθεί, από τη στιγμή που σταματήσαμε, καλώς ή κακώς, να πιστεύουμε στη δικαιοσύνη και στο κράτος.

Κάποιος θα έλεγε πως είναι «σημάδι των καιρών», κάνοντας έναν παραλληλισμό με την παρακαταθήκη του Donald Trump στην πολιτική.

Η συνάδελφος Εύα Αναστασιάδου, στο κείμενό της “Ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη“, είχε γράψει στο Olafaq: «Εκατομμύρια Αμερικανοί πιστεύουν σήμερα ότι ο Joe Biden όντως έκλεψε την προεδρία. Πιστεύουν μια σειρά από αποδεδειγμένα ψέματα και η πίστη τους σε αυτά τα ψέματα κλονίζει την πίστη τους στους δημοκρατικούς θεσμούς και, κατ’ επέκταση, διακινδυνεύει την ίδια την ύπαρξη της αμερικανικής δημοκρατίας. Οι υποστηρικτές του Trump είναι από μόνοι τους μία ιδιαίτερη κατηγορία. Δεν υπάρχει σίγουρος τρόπος να κλονίσεις τις πεποιθήσεις τους, ειδικά αν είναι πεπεισμένοι ότι ο πρόεδρός τους είναι το αθώο θύμα μιας σκοτεινής και κακόβουλης βαθιάς πολιτείας».

Αν αντικαταστήσουμε τον Biden με την όποια κυβέρνηση και αντιπολίτευση των τελευταίων χρόνων, τον Trump με τον δήμαρχο του Βόλου και την Αμερική με την Ελλάδα, έχουμε μπροστά μας αυτό που ζούμε ακριβώς: μια Ελλάδα για τον (Μ)πέο.

Εμείς λοιπόν που φανταζόμαστε και ονειρευόμαστε μια ζωή κάπου αλλού εκτός από εδώ, μακριά από τη ελληνική μιζέρια και τη διαφθορά, που παρακολουθούμε τις εξελίξεις από απόσταση με απογοήτευση και θλίψη, που έχουμε παραδώσει τα όπλα μας πριν καν ξεκινήσει ο πόλεμος, είμαστε οι χαμένοι (ο χαμένος δεν τα παίρνει όλα). Και τα όπλα μας δεν είναι τα καδρόνια, οι πορείες, οι κοινοποιήσεις στα social media, ούτε καν τα κείμενα που γράφουμε στα site και τις εφημερίδες. Είναι η ψήφος μας, αυτή και μόνο.

Τώρα, ξαφνικά, όλη η Ελλάδα μοιάζει στον Μπέο. Έτσι λένε, αυτά γράφονται. Είναι, όμως, έτσι; Επιτρέψτε μου διαφωνήσω και να χρησιμοποιήσω τον Βόλο ως παράδειγμα.

Όπως είπαμε παραπάνω, η συμμετοχή στον α’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών της Κυριακής στον Βόλο άγγιξε το 54%, που σημαίνει ότι το 46% των εγγεγραμμένων (51 χιλιάδες κόσμος) δεν πήγε να ψηφίσει για Χ λόγους. Ένας απ’ αυτούς, υποθέτω, και λαμβάνοντας υπόψην μου την περιρρέουσα ατμόσφαιρα σε όλη τη χώρα, είναι η άποψη «Δεν ταυτίζομαι με κανέναν», «Δεν βρήκα κάποιον να με εμπνεύσει», «Όλοι το ίδιο είναι» κ.ο.κ. Επιπλέον, μην ξεχνάμε και το μπάχαλο που επικρατεί με τα εκλογικά μας δικαιώματα, που αλλού είναι η μόνιμη μας κατοικία και αλλού ψηφίζουμε -συνήθως «στο χωριό», και τα κρατάμε εκεί γιατί «πονάμε» τον τόπο μας, υποστηρίζουν. Last but not least, που λένε και οι Αμερικανοί, η κομματική απόχρωση με ιδεολογική βάση που έχουν οι εκλογές αυτοδιοίκησης στη χώρα μας, τις οδηγούν αναπόφευκτα σε τέλμα: «Α, αυτός είναι με τη ΝΔ», «Εκείνος βάζει με το ΚΙΝΑΛ», «Δεν ψηφίζω ΣΥΡΙΖΑ ξανά» κ.λπ.

Έτσι, οδηγούμαστε σε ένα πολιτικό αδιέξοδο με τον Αχιλλέα Μπέο να πρωταγωνιστεί σε όλα τα κανάλια επικοινωνίας: τηλεόραση, ραδιόφωνο, site, εφημερίδες, social media. Όπου κι αν κοιτάξεις αυτόν θα δεις. Ξεφυτρώνει εκεί που δεν το περιμένεις, καθώς ο σπόρος του διχαστικού, μπρουτάλ, ρατσιστικού και επικίνδυνου λόγου έχει ποτιστεί εδώ και καιρό με κυβερνητικές πλάτες και κοινωνικές αυταπάτες.

Μέσα σε μια νύχτα έτρεξαν όλοι να δηλώσουν πως «είναι με τους πούστηδες», λες και αυτό είχε ανάγκη η κοινωνία. Το δικό μας post στο Facebook. Να δει ο κόσμος την αλληλεγγύη και τη συμπαράστασή μας στην LGTBQIA+ κοινότητα και τον Στέφανο Κασσελάκη. Όχι. Η κοινωνία μας, εμείς δηλαδή που είμαστε αναπόσπαστο μέρος του συνόλου και του κράτους, πρωτίστως πρέπει να ψηφίζει. Αν εσύ δεν ξέρεις ποιος μπορεί ή θέλεις να σε διοικήσει, ποιος θα ξέρει; Γιατί εκείνοι που ψηφίζουν τον Αχιλλέα Μπέο (32 χιλιάδες) είναι σίγουροι για την επιλογή τους και στο τέλος διοικούν την πόλη σου.

Αν και πολλοί έμειναν έκπληκτοι με την επανεκλογή του, εγώ δεν έπεσα από τα συννέφα ούτε υιοθετώ την άποψη πως όλη η Ελλάδα είναι σαν τον Μπέο που φωνάζει για «πούστηδες». Αυτοί που επικρότησαν το λόγο του με το χειροκρότημά τους δεν είναι το κυρίαρχο αφήγημα της χώρας. Απλά αυτός ξέρει πως να δημιουργεί ένα αφήγημα που στηρίζεται στο μίσος. Υπάρχει αντιπρόταση, άραγε; Ένα άλλο αφήγημα που θα οδηγήσει τον κόσμο στις κάλπες με θέρμη και ευσυνειδησία; Όσα λέμε μεταξύ μας, μεταξύ στοχασμού-φιλοσοφίας-θεωρίας, θεωρούνται «τάσεις». Έτσι το βλέπουν οι “απέναντι”. Και θυμώνουν.

Οι δημοτικές εκλογές δεν θα έπρεπε να βασίζονται σε κομματικά πρότυπα, ιδεολογικά μοτίβα και κοσμοθεωρίες για αγρίους. Επίσης, όποιος παράγει έργο για την πόλη του θα πάρει και την ανάλογη επιβράβευση από όλους τους δημότες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι δήμαρχοι-φαινόμενα.

Στην Αττική το μεγαλύτερο ποσοστό πέτυχε ο δήμαρχος Γλυφάδας Γιώργος Παπανικολάου (ΝΔ) με το εκκωφαντικό 83,75% (27 χιλιάδες ψήφους), που αποτελεί και προσωπικό ρεκόρ καθώς στις δημοτικές εκλογές του 2019 έλαβε 79,01%, ενώ πρωτοεκλεχθηκε το 2014 με 62,93%. Θα σκεφτεί κάποιος, «Τι θα ψήφιζε η Γλυφάδα; Νέα Δημοκράτια!» Όμως, στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του 2023 η ΝΔ πήρε 165 χιλιάδες ψήφους, ενώ ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΚΙΝΑΛ συγκέντρωσαν συνολικά 148 χιλιάδες. Πού είναι όλοι αυτοί οι ψηφοφόροι; Εικάζω, λοιπόν, πως ο κ. Παπανικολάου έχει κάνει έργο στη Γλυφάδα και αυτό ξεπερνάει -όπως οφείλει- οποιαδήποτε κομματική απόχρωση.

Δεύτερο υψηλότερο ποσοστό πετυχε ο δήμαρχος Φυλής Χρήστος Παππούς (ΝΔ) με 80,55% (16 χιλιάδες ψήφους) και συμμετοχή 56% στην περιοχή. Όπως και στη Γλυφάδα, έτσι και στη Φυλή, μπορεί η ΝΔ στις βουλευτικές εκλογές να πήρε το υψηλότερο ποσοστό (37,43%), όμως ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΚΙΝΑΛ συγκέντρωσαν συνολικά 38%. Πού πήγαν όλοι αυτοί οι ψηφοφόροι; Προφανώς στον κ. Παππού. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο δήμο Περιστερίου με τον Ανδρέα Παχατουρίδη (77%) και την έναρξη της 6ης συνεχόμενης θητείας του.

Τι κάνουμε, λοιπόν, από εδώ και πέρα; Προς το παρόν, καταδικάζουμε ρητορικούς λόγους σαν του κ. Μπέου και στρέφουμε την πλάτη μας σε αυτές τις προσωπικότητες-καρικατούρες. Εναντιονόμαστε σε αυτά που πρεσβεύουν και, ταυτόχρονα, αντιστεκόμαστε με τον τρόπο μας στην πολιτική τους γραμμή. Αλλά να ψηφίζουμε. Γιατί την επόμενη φορά που θα σκεφτούμε να γράψουμε ως δημοσιογράφοι κάτι για την πόλη μας, την Αθήνα, και τα παράδοξά της, θα έρθουμε αντιμέτωποι με τη ματαιότητα: «Και ποιος ενδιαφέρεται;» Με ποσοστό συμμετοχής 32% στις δημοτικές εκλογές της Κυριακής, καταλαβαίνω πως μάλλον κανείς. Από τους 449 χιλιάδες άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα μόλις οι 145 χιλιάδες. Οι υπόλοιποι 304 χιλιάδες (68%) θα παρακολουθούσαν Μπέο.