Καταρχάς, ο κόσμος είμαστε εμείς. Και εμείς, δηλαδή ο κόσμος, δεν είναι καλά. Δεν είμαστε καλά, δεν πάμε καλά, δεν. Κατήφεια και μουρτζουφλίλα άκρως δικαιολογημένη με βάση τις περιρρέουσες συνθήκες ζωής μας. Είχα πάντα μια άρνηση να πέσω στην παγίδα της νοσταλγίας και της θεοποίησης των παρελθοντικών πραγμάτων, συνθηκών και καλλιτεχνικών δημιουργημάτων. Η μνήμη βαστάει, καμιά φορά, ό, τι τη βολεύει. «Παλιά, ήταν καλά» και «Τότε ήταν όλα αλλιώς, πιο αθώα και τέτοια…», γιατί αποτελεί άριστη δικαιολογία η σύγκριση με ένα παρελθόν ενδοξότερο που, αν κι εμείς ζούσαμε τότε ή είχαμε προλάβει εκείνες τις εποχές, τότε θα είχαμε καταφέρει πολλά περισσότερα, καλύτερα, σημαντικότερα.
Μας αρέσει να κατηγορούμε τους καιρούς μας, περισσότερο από ό, τι τους εαυτούς μας. Οι καιροί είναι αποτέλεσμα αποφάσεων πολιτικών και συγκυριών σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Οι καιροί είναι αποτέλεσμα τύχης, μοίρας και ενσυνείδητων επιλογών. Δεν επιλέγουμε πού θα γεννηθούμε. Ούτε θα ήμασταν εμείς, οι ίδιοι εμείς, αν είχαμε γεννηθεί σε μια οικογένεια πλούσιων Αμερικανών. Θα θέλαμε άλλα πράγματα, θα μας έλειπαν άλλα πράγματα. Βλέπω όμως πολλούς και πολλές από εμάς να βλαστημάμε την ώρα και την στιγμή που γεννηθήκαμε. Να νιώθουμε την ζωή μαρτύριο, να βγάζουμε με το ζόρι τις μέρες. Η ψυχοθεραπεία δεν γίνεται, δεν μπορεί να έχει απαντήσεις για όλα τα θέματα. Το’ χουμε ξαναγράψει, το’ χουμε δει και στον τοίχο: «δεν έχεις κατάθλιψη, απλώς είσαι φτωχός». Και μιλάμε για την φτώχεια που σε αποτρέπει από το να ζήσεις ανθρώπινα. Όχι τη φτώχεια που σου κλείνει την πόρτα της Μυκόνου και του Ντουμπάι, αλλά τη φτώχεια που σε ζορίζει με την επίσκεψη στον γυναικολόγο ή με την επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ.
Φτώχεια στιβαγμένη στα λεωφορεία
Περίμενα το 14 στην Κηφισίας μια μέρα που άργησα να σχολάσω από το γραφείο και είδα έναν παλιό γνωστό, φίλο φίλου. Εξηντάρης, πια αυτός ο κύριος. Και βάλε. Τον θυμάμαι εντελώς αλλιώς πριν 7-8 χρόνια που συχνάζαμε με συγκεκριμένη παρέα στον Μαγεμένο Αυλό και αλλού. Είχε αυτοκίνητο, είχε μια μόνιμη έκφραση χαράς στη μούρη, ήταν καλοντυμένος. Πρόσεξα το κομοδινί μαλλί του-αφρόντιστο κι αυτό, τούφες άσπρες, πλάι σε τούφες κομοδινί διάσπαρτες στο κεφαλάκι του. Ένα φλις φούτερ, ένα παλιό τζιν, κατηφής, κάπνιζε τσιγάρα το ένα μετά το άλλο όσο να έρθει το δικό του λεωφορείο. Δεν του μίλησα, απέφυγα, είχα άλλες έννοιες εκείνο το βράδυ. Μες στο λεωφορείο, λίγος κόσμος, συγκεκριμένος. Σκυμμένα κεφάλια, φθαρμένα ρούχα. Η φτωχοποίηση της αξιοπρέπειας μου φάνηκε ασύλληπτη. Δηλαδή, άνθρωποι που είχαν μια φυσιολογική, ταπεινή, βιώσιμη ζωή, τώρα περιφέρονται σχεδόν ως άστεγοι. Δεν υπερβάλλω: το ντύσιμο, η έκφραση, η διάθεσή τους. Το κορμί τους αναδίδει μια κούραση, μια ταλαιπώρια. Αναρωτιέμαι αν φαίνομαι κι εγώ έτσι σε ορισμένους τις φορές που έχω ντυθεί σαν σακί από την πρωινή μου βιασύνη να προλάβω. Το βλέμμα μου κουβαλάει επίσης κούραση. Αλλά, όχι, δεν είμαι 60. Τι θα συμβεί με την γενιά μου όταν 60ρίσει; Θα δείξει ο χρόνος, θα μου πείτε.
Βλέπω ηλικιωμένες κυρίες με νάυλον σακούλες, συνομιλήκους με ακουστικά, θολωμένα μάτια να κοιτούν το κενό, οδηγούς εν εξάλλω, πενηντάρες μετανάστριες που μου μοιάζουν για καθαρίστριες, άλλοι μετανάστες που κρατούν κουβά και εργαλείο καθαρισμού τζαμιών και μια πλούσια, εν πάση περιπτώσει, ανθρωπογεωγραφία πόλης η οποία στριμώχνεται και συνωστίζεται στα τρόλεϋ για να πάει δουλειά, σπίτι, στον διάολο. Αυτό δεν είναι ένα κείμενο στο οποίο μιλά κάποιος ειδικός, κάποιος κοινωνιολόγος, κάποια ψυχολόγος. Είναι ένα κείμενο που προκύπτει από παρατήρηση και συμπυκνωμένη εμπειρία ετών. Εδώ και καιρό, μες στα λεωφορεία, έχει πέσει βαριά σιωπή. Ο κόσμος στρέφει τα μάτια προς τα κάτω ή βυθίζεται στα κινητά του και προσπαθεί να αντέξει ακόμα μια μέρα, που έχει πέσει προφανώς στις πλάτες του βαριά. Νιώθω τους συνανθρώπους μου στενοχωρημένους. Και η μόνιμη επωδός «δεν πάει καλά ο κόσμος», μες στο κεφάλι μου αλλάζει ελαφρώς στο ρήμα της: «δεν είναι καλά ο κόσμος».
Ξεσπάμε ο ένας στον άλλον, θυμώνουμε με το παραμικρό, ξεφωνίζουμε ο ένας στον άλλον, δεν διαθέτουμε ούτε ρανίδα υπομονής. Δεν μας φτάνουν τα λεφτά, δεν μας χωράει ο τόπος, ματαιωνόμαστε συνεχώς, έχουμε ο καθένας και τα ένα σωρό προσωπικής και μικρής κλίμακας προβλήματα, όλα μοιάζουν σκατένια. Είναι κάθαρμα η πραγματικότητα, τελικά, ναι είναι. Το μόνο που μας σώζει σε αυτήν την κατάσταση είναι να εκφράζουμε τον καημό μας, τον όνο μας, να μιλάμε και να αγκαλιαζόμαστε με τους δικούς μας ανθρώπους. Η επανάσταση έχει αποχωρήσει σχετικά από τις μεγάλες λεωφόρους και έχει επιστρέψει ως αίτημα εντός μας. Τι κάνεις εσύ για να σωθεί; Τι κάνεις εσύ για να βοηθήσεις; Μέχρι πού αντέχεις να φτάσεις; Μέχρι πού μπορείς να ονειρεύεσαι; Και άλλα τέτοια, ωραία φιλοσοφικά.
Αυτό που ζούμε πάντως η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων δεν μπορεί, δεν γίνεται να είναι ζωή.
Καταρχάς, ο κόσμος είμαστε εμείς. Και εμείς, δηλαδή ο κόσμος, δεν είναι καλά. Δεν είμαστε καλά, δεν πάμε καλά, δεν. Κατήφεια και μουρτζουφλίλα άκρως δικαιολογημένη με βάση τις περιρρέουσες συνθήκες ζωής μας. Είχα πάντα μια άρνηση να πέσω στην παγίδα της νοσταλγίας και της θεοποίησης των παρελθοντικών πραγμάτων, συνθηκών και καλλιτεχνικών δημιουργημάτων. Η μνήμη βαστάει, καμιά φορά, ό, τι τη βολεύει. «Παλιά, ήταν καλά» και «Τότε ήταν όλα αλλιώς, πιο αθώα και τέτοια…», γιατί αποτελεί άριστη δικαιολογία η σύγκριση με ένα παρελθόν ενδοξότερο που, αν κι εμείς ζούσαμε τότε ή είχαμε προλάβει εκείνες τις εποχές, τότε θα είχαμε καταφέρει πολλά περισσότερα, καλύτερα, σημαντικότερα.
Μας αρέσει να κατηγορούμε τους καιρούς μας, περισσότερο από ό, τι τους εαυτούς μας. Οι καιροί είναι αποτέλεσμα αποφάσεων πολιτικών και συγκυριών σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Οι καιροί είναι αποτέλεσμα τύχης, μοίρας και ενσυνείδητων επιλογών. Δεν επιλέγουμε πού θα γεννηθούμε. Ούτε θα ήμασταν εμείς, οι ίδιοι εμείς, αν είχαμε γεννηθεί σε μια οικογένεια πλούσιων Αμερικανών. Θα θέλαμε άλλα πράγματα, θα μας έλειπαν άλλα πράγματα. Βλέπω όμως πολλούς και πολλές από εμάς να βλαστημάμε την ώρα και την στιγμή που γεννηθήκαμε. Να νιώθουμε την ζωή μαρτύριο, να βγάζουμε με το ζόρι τις μέρες. Η ψυχοθεραπεία δεν γίνεται, δεν μπορεί να έχει απαντήσεις για όλα τα θέματα. Το’ χουμε ξαναγράψει, το’ χουμε δει και στον τοίχο: «δεν έχεις κατάθλιψη, απλώς είσαι φτωχός». Και μιλάμε για την φτώχεια που σε αποτρέπει από το να ζήσεις ανθρώπινα. Όχι τη φτώχεια που σου κλείνει την πόρτα της Μυκόνου και του Ντουμπάι, αλλά τη φτώχεια που σε ζορίζει με την επίσκεψη στον γυναικολόγο ή με την επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ.
Φτώχεια στιβαγμένη στα λεωφορεία
Περίμενα το 14 στην Κηφισίας μια μέρα που άργησα να σχολάσω από το γραφείο και είδα έναν παλιό γνωστό, φίλο φίλου. Εξηντάρης, πια αυτός ο κύριος. Και βάλε. Τον θυμάμαι εντελώς αλλιώς πριν 7-8 χρόνια που συχνάζαμε με συγκεκριμένη παρέα στον Μαγεμένο Αυλό και αλλού. Είχε αυτοκίνητο, είχε μια μόνιμη έκφραση χαράς στη μούρη, ήταν καλοντυμένος. Πρόσεξα το κομοδινί μαλλί του-αφρόντιστο κι αυτό, τούφες άσπρες, πλάι σε τούφες κομοδινί διάσπαρτες στο κεφαλάκι του. Ένα φλις φούτερ, ένα παλιό τζιν, κατηφής, κάπνιζε τσιγάρα το ένα μετά το άλλο όσο να έρθει το δικό του λεωφορείο. Δεν του μίλησα, απέφυγα, είχα άλλες έννοιες εκείνο το βράδυ. Μες στο λεωφορείο, λίγος κόσμος, συγκεκριμένος. Σκυμμένα κεφάλια, φθαρμένα ρούχα. Η φτωχοποίηση της αξιοπρέπειας μου φάνηκε ασύλληπτη. Δηλαδή, άνθρωποι που είχαν μια φυσιολογική, ταπεινή, βιώσιμη ζωή, τώρα περιφέρονται σχεδόν ως άστεγοι. Δεν υπερβάλλω: το ντύσιμο, η έκφραση, η διάθεσή τους. Το κορμί τους αναδίδει μια κούραση, μια ταλαιπώρια. Αναρωτιέμαι αν φαίνομαι κι εγώ έτσι σε ορισμένους τις φορές που έχω ντυθεί σαν σακί από την πρωινή μου βιασύνη να προλάβω. Το βλέμμα μου κουβαλάει επίσης κούραση. Αλλά, όχι, δεν είμαι 60. Τι θα συμβεί με την γενιά μου όταν 60ρίσει; Θα δείξει ο χρόνος, θα μου πείτε.
Βλέπω ηλικιωμένες κυρίες με νάυλον σακούλες, συνομιλήκους με ακουστικά, θολωμένα μάτια να κοιτούν το κενό, οδηγούς εν εξάλλω, πενηντάρες μετανάστριες που μου μοιάζουν για καθαρίστριες, άλλοι μετανάστες που κρατούν κουβά και εργαλείο καθαρισμού τζαμιών και μια πλούσια, εν πάση περιπτώσει, ανθρωπογεωγραφία πόλης η οποία στριμώχνεται και συνωστίζεται στα τρόλεϋ για να πάει δουλειά, σπίτι, στον διάολο. Αυτό δεν είναι ένα κείμενο στο οποίο μιλά κάποιος ειδικός, κάποιος κοινωνιολόγος, κάποια ψυχολόγος. Είναι ένα κείμενο που προκύπτει από παρατήρηση και συμπυκνωμένη εμπειρία ετών. Εδώ και καιρό, μες στα λεωφορεία, έχει πέσει βαριά σιωπή. Ο κόσμος στρέφει τα μάτια προς τα κάτω ή βυθίζεται στα κινητά του και προσπαθεί να αντέξει ακόμα μια μέρα, που έχει πέσει προφανώς στις πλάτες του βαριά. Νιώθω τους συνανθρώπους μου στενοχωρημένους. Και η μόνιμη επωδός «δεν πάει καλά ο κόσμος», μες στο κεφάλι μου αλλάζει ελαφρώς στο ρήμα της: «δεν είναι καλά ο κόσμος».
Ξεσπάμε ο ένας στον άλλον, θυμώνουμε με το παραμικρό, ξεφωνίζουμε ο ένας στον άλλον, δεν διαθέτουμε ούτε ρανίδα υπομονής. Δεν μας φτάνουν τα λεφτά, δεν μας χωράει ο τόπος, ματαιωνόμαστε συνεχώς, έχουμε ο καθένας και τα ένα σωρό προσωπικής και μικρής κλίμακας προβλήματα, όλα μοιάζουν σκατένια. Είναι κάθαρμα η πραγματικότητα, τελικά, ναι είναι. Το μόνο που μας σώζει σε αυτήν την κατάσταση είναι να εκφράζουμε τον καημό μας, τον όνο μας, να μιλάμε και να αγκαλιαζόμαστε με τους δικούς μας ανθρώπους. Η επανάσταση έχει αποχωρήσει σχετικά από τις μεγάλες λεωφόρους και έχει επιστρέψει ως αίτημα εντός μας. Τι κάνεις εσύ για να σωθεί; Τι κάνεις εσύ για να βοηθήσεις; Μέχρι πού αντέχεις να φτάσεις; Μέχρι πού μπορείς να ονειρεύεσαι; Και άλλα τέτοια, ωραία φιλοσοφικά.
Αυτό που ζούμε πάντως η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων δεν μπορεί, δεν γίνεται να είναι ζωή.