Ο 19χρονος Κουρός Νουρμοχαμαντί Μπαϊγκί, παιδί μιας προσφυγικής οικογένειας από το Ιράν, μαζί με την οικογένεια του προσπάθησε να βρει ένα καλύτερο μέλλον δραπετεύοντας από το αυταρχικό κράτος του Ιράν. Από μια ακτή της Τουρκίας ένα βράδυ της 15ης Αυγούστου του 2019, πέρασαν στη Λέσβο. Η πορεία για κάθε πρόσφυγα των τελευταίων χρόνων γνωστή. Πρώτα στο ΚΥΤ και στον καταυλισμό, τη φρίκη της Μόριας. Από εκεί στο δημοτικό καταυλισμό του Καρά Τεπέ. Όταν αυτός ο καταυλισμός έκλεισε μεταφέρθηκαν στον καταυλισμό του ΚΥΤ του Καρά Τεπέ. Ωστόσο, ο Κούρος στάθηκε κόντρα στις αντιξοότητες και δεν το έβαλε ποτέ κάτω. Έχοντας δίπλα του την οικογένεια του και τους καθηγητές του και όλους όσους τον στήριζαν, έκανε βήματα, χτυπώντας πρώτα την πόρτα της υπηρεσίας ασύλου κι έπειτα ανοίγοντας τις πύλες του πανεπιστημίου.
Και τα κατάφερε! Πετυχαίνοντας 18,25 είναι ο δεύτερος σε βαθμολογία στις φετινές πανελλήνιες εξετάσεις μαθητής της θετικής κατεύθυνσης του Πρότυπου Λυκείου Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Έγραψε 20 στα Μαθηματικά και στην Φυσική, 19,5 στη Χημεία και 13,5 στην έκθεση (αξιοθαύμαστο, αν αναλογιστεί κανείς ότι έμαθε ελληνικά μέσα σε μόνο τρία χρόνια), που του ανοίγει το δρόμο για το τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Θεσσαλονίκης, όπου επιθυμούσε και να περάσει από την αρχή.
Ο αριστούχος μαθητής τα κατάφερε με τη βοήθεια των καθηγητών του και όλων όσων των βοήθησαν σε μια δύσκολη διαδρομή να βρεθεί από τη Μόρια στο Πολυτεχνείο, και πραγματικά του αξίζουν πολλά «μπράβο» σε αυτόν και στην οικογένειά του και να στέκονται περήφανοι που κατάφεραν να ξεπεράσουν τα εκ πρώτης όψεως ανυπέρβλητα αυτά εμπόδια. Εμπόδια που ωστόσο στα παιδιά που παραμένουν στη Μόρια ορθώνονται μπροστά τους σαν τείχος.
Όμως το να εστιάζουμε στην ατομική επιτυχία του συγκεκριμένου προσφυγόπουλου, δε μας λύνει το πρόβλημα, καθώς είναι και τα άλλα προσφυγόπουλα που θα πρέπει να ενταχτούν στο εκπαιδευτικό σύστημα, πράγμα που απαιτεί και την ένταξη των γονιών τους (κοινωνική, εργασιακή, νομική κ.λπ.). Αλλιώς θα ζούνε για χρόνια, όπως ζούσε ο Γιάννης Αντετοκούμπο, με τον εφιάλτη της απέλασης.
Αν ζούσαμε όμως σε μια πραγματικά ισότιμη κοινωνία που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι γονείς του Κούρου δεν θα χρειαζόταν να πληρώσουν διακινητές για να μπουν παράνομα στη χώρα. Δεν θα χρειαζόταν να ριψοκινδυνέψουν τις ζωές τους και τις ζωές των παιδιών τους, διασχίζοντας με μια βάρκα το Αιγαίο. Δεν θα χρειαζόταν να ξεκινήσουν την σχέση τους με την Ελλάδα με μια παράνομη πράξη, και ούτε θα τους ονόμαζαν «λαθρομετανάστες». Ούτε θα χρειαζόταν να στέκονται στην ουρά για φαγητό στη Μόρια.
Αν ζούσαμε σε μια πραγματικά δίκαιη κοινωνία, ο Κούρος και η οικογένειά του θα μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση για άσυλο στην Ελληνική Πρεσβεία του Ιράν. Κι αφού θα είχαν αποδείξει ότι πραγματικά θέλουν να ενταχθούν στον δικό μας πολιτισμό, δραπετεύοντας από το αυταρχικό κράτος του Ιράν, θα είχαν γίνει αποδεκτοί.
Την ίδια στιγμή που με συγκινεί βαθιά ο αγώνας του Κούρου, δε ξεχνάω ότι, σε κάθε Κούρο, αντιστοιχούν εκατοντάδες χιλιάδες αρνητές της ενσωμάτωσης των προσφύγων. Χιλιάδες Κυρ-Παντελήδες -σαν τους τέσσερεις ενόρκους που αναγνώρισαν στον Κορκονέα το κρίσιμο ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου- που αδιαφορούν αν οι Κούροι πνίγονται. Όμως εδώ είναι που πρέπει να αρθρώσουν λόγο οι κοινωνικοί αγώνες. Γιατί εμείς τους Κούρους τους θέλουμε ζωντανούς, στα σχολεία μας, στις δουλειές μας και στις πόλεις μας. Γιατί αυτός ο κόσμος μας χωράει όλους, και τον αγώνα των κατατρεγμένων οφείλουμε και πρέπει να τον υπερασπιστούμε.
Για όσα παιδιά δεν θαλασσοπνίγικαν στο Αιγαίο, δε μπορώ να φανταστώ πως θα είναι να ψάχνουν να βρουν τα τετράδια και τα βιβλία τους ανάμεσα σε τρεμάμενες από τον άνεμο σκηνές, σε λάσπες, σε διαρκή πέρα δώθε σε κάποιο κατάλυμα; Όχι και πότε δε θα το μάθουμε. Και εύχομαι κανένα παιδί να μη χρειάζεται να διαβάζει άλλο υπό αυτές τις συνθήκες.