Το debate του Donald Trump με την Kamala Harris βρέθηκε στο επίκεντρο συζητήσεων και αναλύσεων για πολλές μέρες. Η εικόνα ειδικά του Trump να πέφτει σε παγίδες της αντιπάλου του, να χάνει τον έλεγχο, να εκνευρίζεται και να επιδίδεται σε ένα κρεσέντο παραλογισμών μονοπώλησε εφημερίδες και πρωτοσέλιδα.

Σε ένα ξέσπασμά του, ο πρώην πρόεδρος της Αμερικής, αναπαρήγαγε με στόμφο fake news ότι “οι μετανάστες τρώνε γάτες και σκύλους” σε πόλη της πολιτείας Οχάιο. “Στο Σπρίνγκφιλντ, τρώνε σκύλους, οι άνθρωποι που ήρθαν, τρώνε γάτες. Τρώνε κατοικίδια συντροφιάς των κατοίκων. Αυτό συμβαίνει στη χώρα μας και είναι ντροπή” αναφερόμενος σε μετανάστες από την Αϊτή.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο Trump εξαπέλυσε συχνά κατηγορίες εναντίον μεταναστών υποστηρίζοντας πως για πολλά προβλήματα της κοινωνίας, αυτοί αποτελούν την κύρια πηγή του κακού. Όπως και στην προεκλογική εκστρατεία του το 2016, ο Donald Trump βασίστηκε σε έντονη αντι-μεταναστευτική ρητορική, κατηγορώντας τους μετανάστες για την αύξηση της εγκληματικότητας και την απώλεια θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ. Ο λόγος του επικεντρώνεται στη δαιμονοποίηση των μεταναστών από το Μεξικό και τις μουσουλμανικές χώρες, ενώ παράλληλα αγνοεί τις βαθύτερες αιτίες της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, όπως η ανεπαρκής πολιτική υγείας και εκπαίδευσης.

Τα τελευταία χρόνια, εκτός  όμως από τις ΗΠΑ τόσο και ο Καναδάς όσο και η Ευρώπη έχουν δει μια απότομη αύξηση της αντιμεταναστευτικής ρητορικής, που προέρχεται τόσο από συντηρητικούς όσο και από φιλελεύθερους πολιτικούς.

H οικονομική κρίση και η εισροή προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη οδήγησαν στην ενίσχυση λαϊκιστικών και ξενοφοβικών κομμάτων. Πολιτικοί όπως ο Viktor Orbán στην Ουγγαρία χρησιμοποίησαν την αντι-μεταναστευτική ρητορική για να αποσπάσουν την προσοχή από τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας, όπως η διαφθορά και οι αδυναμίες στο σύστημα υγείας. Ο λόγος του Orbán επικεντρώνεται στον κίνδυνο που υποτίθεται ότι προκαλούν οι μετανάστες για την πολιτιστική και θρησκευτική ταυτότητα της Ευρώπης.

Η αντιμεταναστευτική ρητορική συχνά χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικής για να αποσπάσει την προσοχή του κοινού από τις κυβερνητικές αποτυχίες και ανεπάρκειες, ενώ βασίζεται σε βαθιά ψυχολογικά και κοινωνικά μοτίβα.

Οι ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι έχουν μελετήσει πώς η αίσθηση της απειλής από εξωτερικές ομάδες, όπως οι μετανάστες, μπορεί να ενισχυθεί σε περιόδους κοινωνικής ή οικονομικής ανασφάλειας. Η θεωρία της «εξωτερικής απειλής» (outgroup threat theory) εξηγεί ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να κατηγορούν τις εξωτερικές ομάδες για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, ιδιαίτερα όταν νιώθουν αδυναμία να ελέγξουν την κατάσταση.  Είναι εύκολο να μετατωπίζουμε τις ευθύνες σε έναν τρίτο, σε έναν εξωτερικό, άγνωστο εχθρό.

Η ρητορική αυτή δημιουργεί έναν εχθρό – τον μετανάστη – και αποσπά την προσοχή από τις αδυναμίες του συστήματος, από την οικονομική ανισότητα, την ανεργία ή τις ελλείψεις στην κοινωνική πρόνοια. Οι μετανάστες παρουσιάζονται ως οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι» που ευθύνονται για τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα μιας χώρας. 

Έτοιμοι να ταξιδέψουν στην νέα χώρα, μετανάστες με αποσκευές παρατάσσονται στα ταμεία για να ανταλλάξουν χρήματα. Νέα Υόρκη, 1910. | Φωτ.: The New York City Library / Unsplash

Χρησιμοποιώντας λέξεις και φράσεις που οδηγούν στην απανθρωποποίηση τους, στοχεύουν στο να τους αφαιρέσουν την ατομικότητα και την αξιοπρέπεια τους. Οι αιτούντες άσυλο, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες δεν θεωρούνται πλέον άνθρωποι που αναζητούν μια καλύτερη ζωή, που δραπετεύουν πόλεμο ή από τη φτώχεια και την πολιτική αναταραχή. Μετατρέπονται σε μια ανώνυμη μάζα που απειλεί την κοινωνική και οικονομική σταθερότητα.

Η αντιμεταναστευτική ρητορική επιδεινώνει τον φόβο του αγνώστου, και οι μετανάστες συχνά κατηγορούνται για τα προβλήματα που προκύπτουν σε περιόδους οικονομικής ή πολιτικής κρίσης. O Πολωνός κοινωνιολόγος, Zygmunt Bauman,αναφέρεται στη “ρευστή νεωτερικότητα“, όπου οι παγκόσμιες αλλαγές προκαλούν άγχος και αβεβαιότητα στους πολίτες, οδηγώντας τους να αναζητούν απλές λύσεις στα προβλήματα. Οι μετανάστες γίνονται εύκολοι στόχοι, καθώς συνδέονται με θέματα όπως η ανεργία, η κοινωνική αναταραχή και η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου. Πρόκειται για μία τακτική θυματοποίησης, που ξελασπώνει οποιοδήποτε λάθος, παράλειψη ή ολιγωρία όσων κρατούν στα χέρια τους τα ηνία του κράτους.

Η κατασκευή του “άλλου” του “ξένου εχθρού” δεν είναι κάτι νέο στην πολιτική ιστορία.

Ιστορικά, και σε πολλά διαφορετικά πολιτικά πλαίσια, η παρουσία μεταναστών έχει χρησιμοποιηθεί ως αποδιοπομπαίος τράγος, για να αποσπάσει την προσοχή από πιο βαθιές και πολυσύνθετες προβληματικές καταστάσεις όπως η οικονομική ανισότητα, οι διαρθρωτικές αδυναμίες και η ανεπάρκεια των κρατικών δομών. Τον 20ο αιώνα, πολλοί ηγέτες χρησιμοποίησαν την τακτική αυτή για να κερδίσουν πολιτική δύναμη ή για να αποτρέψουν την κοινωνική αναταραχή.

Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης στη δεκαετία του 1930, η ανεργία και η φτώχεια έπληξαν τις Ηνωμένες Πολιτείες με πρωτόγνωρο τρόπο. Οι πολιτικοί, ιδιαίτερα σε πολιτείες όπως η Καλιφόρνια, χρησιμοποίησαν τους μετανάστες, και ειδικά τους Μεξικανούς εργαζόμενους, ως αποδιοπομπαίους τράγους για την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης. Η πολιτική εκστρατεία “Repatriation” ανάγκασε εκατοντάδες χιλιάδες Μεξικανούς να εγκαταλείψουν τη χώρα, ακόμα και αν πολλοί ήταν νόμιμοι πολίτες. Σύμφωνα με τον ιστορικό Abraham Hoffman, η εκστρατεία αυτή δεν βελτίωσε τις οικονομικές συνθήκες, αλλά κατάφερε να κατευθύνει την κοινή γνώμη μακριά από τις συστημικές αποτυχίες των θεσμών.

Aυτή η τακτική χρησιμοποιήθηκε και από δικτάτορες στη Λατινική Αμερική κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ο Pinochet στη Χιλή, για παράδειγμα, χρησιμοποίησε την απειλή των μεταναστών και των «εξωτερικών εχθρών» για να δικαιολογήσει τη στρατιωτική του δικτατορία και να αποσπάσει την προσοχή από την οικονομική δυσπραγία και την καταστολή των πολιτικών δικαιωμάτων στη χώρα του.

Η αντιμεταναστευτική ρητορική μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία. Η ιστορία μας δείχνει ότι αυτή η στρατηγική έχει σοβαρές συνέπειες για την κοινωνική συνοχή και την πολιτική σταθερότητα. Σύμφωνα με μελέτες, η ρητορική αυτή ενισχύει την ξενοφοβία και προκαλεί μια πολιτισμική πόλωση, η οποία καθιστά δυσκολότερη την αλληλεπίδραση και τη συνύπαρξη μεταξύ των κοινοτήτων. Η ρητορική του φόβου και του μίσους μπορεί να ενδυναμώσει ακραία πολιτικά κόμματα και να οδηγήσει σε άνοδο της ακροδεξιάς.

 

Διαβάστε επίσης: Απειλή, φόβος και πανικός: Τα απόλυτα εργαλεία πολιτικής κυριαρχίας