Στο βιβλίο του “Ο ιέραξ είναι εδώ – Επιθεωρητές και αξιολόγηση στο σχολείο της εθνικοφροσύνης”, ο Δημήτρης Μαριόλης καταγράφει ανάγλυφα την αξιολόγηση ως δικακτορικό παρακλάδι. Γνωρίζουμε, λίγο να έχουμε ξεφυλλίσει την ιστορία μας, ακόμα και μέσα από ταινίες και σειρές, ότι έχουν διωχθεί επισταμένα, στο ταραχώδες, μεταπολεμικό, εμφυλιοπολεμικό και χουντικό περιβάλλον της χώρας, αριστεροί και δημοκράτες εκπαιδευτικοί. Είχαμε, επίσης, επιβολή της ελληνοχριστιανικής, φιλοπατριωτικής ιδεολογίας, αλλά και απόπειρες επαναφοράς της καθαρεύουσας, ως ιδανικής γλώσσας για να περιγράψει και να αποκαλύψει στην πληρότητά του το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια. Ένα τρίπτυχο μες στο οποίο ουδέποτε ανέπνευσε ελεύθερη και κριτική σκέψη, φυσικά.
Ο ιέραξ, όπως λεγόταν ο επιθεωρητής συνθηματικά ανάμεσα στους δασκάλους, πραγματοποιούσε τις δεκαετίες του 1950, του ’60 και του ’70 απροειδοποίητες επισκέψεις. Κατέγραφε τα πάντα για τον δάσκαλο και το μάθημά του. Άνθρωποι κινδύνευαν να οδηγηθούν στην αστυνομία, να στερηθούν ελευθερίες, επειδή στα θρησκευτικά μπορεί να επέτρεπαν σε μαθητές μια αντίθετη απόψη, ας πούμε.
Ο ιέραξ δεν είναι, όμως, πια εδώ
Οι αντιδράσεις συνδικαλιστών δασκάλων και λοιπών εργαζομένων στο δημόσιο σε σχέση με την αξιολόγηση και την επιθεώρηση και όλες αυτές τις για κάποιο λόγο τρομακτικές έννοιες (τρομακτικές για την αβόλευτη, άναρχη και ολίγον τι παραπονιάρα κι αδικημένη ελληνική ψυχή μας) δείχουν ότι αυτή η συλλογική τραυματική μνήμη του ετσιθελικού ελέγχου της εκπαιδευτικής διαδικασίας από βλοσυρούς επιθεωρητές είναι ακόμα ζωντανή. Όμως, το προτεινόμενο μοντέλο αξιολόγησης εκπαιδευτικών και σχολείων στο σήμερα δεν είναι, δα, τόσο αυταρχικό.
Τα έχουμε πει και ξαναπεί και ξαναπεί: δεν έχουμε χούντα, δεν μας κυβερνά ο φασισμός.
Για να περάσουμε σε μια νέα εποχή ομαλά, θα χρειαστεί να προσπαθήσουμε να καταφέρουμε ένα είδος ξεβολέματος. Η εποχή θα μας ξεπεράσει, ούτως ή άλλως, το πιθανότερο. Η νέα εποχή δεν θα φέρει μόνο ομορφιές-θα φέρει και ζόρια. Αλλά, όλες οι ευεργετικές αλλαγές για τις οποίες είμαστε ευγνώμονες (το μετρό, το παντελόνι στα πόδια όλων των ανθρώπων της γης, η Ε.Ε που την ταξιδεύουμε λες και ειναι το σπίτι μας, με μια ταυτότητα, το Ιντερνετ το ίδιο που μας πληρώνει το νοίκι σε τόσες και τόσες περιπτώσεις) δεν ήρθαν αναίμακτα. Πάντα, κάποιοι αντιδρούν. Φορές, για καλό. Συχνά, η ιστορία τους βάζεισ την θέση τους.
Είναι ανείπωτο, παράλογο, εξοργιστικό να μην επιθυμούμε την αξιολόγηση. Αξιολογούμε και αξιολογούμαστε, όχι ως μονάδες του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά ως άνθρωποι. Οι πρωτόγονοι πρόγονοί μας είναι βέβαιο ότι αξιολογούνταν-πριν από αυτό, μάλλον κατασκοτώνονταν, κι όποιος είχε πιο σουβλερά δόντια άρπαζε την εξουσία. Εποχές ενστίκτων και αισθήσεων, υπέροχες στο παρελθόν τους. Σήμερα, ζυμωνόμαστε, συναποφασίζουμε, τολμάμε, σφάλλουμε, επιχειρούμε, εργαζόμαστε, αξιολογούμε.
Η αξιολόγηση δημοσίων λειτουργημάτων, όπως αυτό του δασκάλου ή του καθηγητή, είναι αναγκαία πτυχή της διαφάνειας που χρειάζεται να διαθέτει ένα δημόσιο λειτούργημα. Τελεία. Οι πολίτες μίας χώρας αμοίβουν δια μέσου των φόρων τους τους εκπαιδευτικούς, το έργο των οποίων είναι ιερό, δύσκολο-και όσο πάει και δυσκολεύει σε μια κοινωνία που διψά πιο πολύ από ποτέ για καταναλωτές και τους αρπάσσει από την ανηλικότητά τους ακόμα, μιας που το κινητό είναι πλέον όχι τόσο ο μεγάλος αδελφός, όσο ο ύπουλος πωλητής των πάντων, ο διακινητής μη-αξιών, ο προωθητής τοξικότητας.
Το απολυτήριο λυκείου δεν εγγυάται καμία μόρφωση και δεν είναι λαϊκισμός να πούμε ότι ο παππούς μας κι η γιαγιά μας με λίγες τάξεις δημοτικού γνωρίζουν περισσότερα από ό, τι οι σημερινοί 18ρηδες -και οι προχθεσινοί 18ρηδες, δηλαδή, δεν είναι θέμα αυτό. Το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα μπάζει από πολλές μεριές και είναι εύκολο και εγγυητικό δημοφιλίας στα ιντερνετικά και σοσιαλμηντιακά στέκια να τα βάζει κανείς, στην ανάλυσή του, μόνο με τις εξουσίες και την διδακτέα ύλη.
Την λιγότερη ευθύνη την έχουν σίγουρα οι μαθητές, τα παιδιά, που συχνά χρησιμοποιούνται, ανήθικα, ως ασπίδα υπεράσπισης του αλλόκτου επιχειρήματος πολλών καθηγητών τους περί περιστολής της ελευθερίας τους να διδάξουν, αν αξιολογηθούν. Εν τω μεταξύ, δεν υπάρχει τοµέας της ανθρώπινης δραστηριότητας από τον οποίο να απουσιάζει η διαδικασία της αξιολόγησης, επισήμως ή μη. Με την έννοια αυτή η αξιολόγηση, ως ένα αυτονόητο και de facto επιβεβληµένο κοινωνικό φαινόµενο αποτελεί βασικό (αν όχι στοιχειώδες) στάδιο κάθε οργανωµένης και συστηµατικής διαδικασίας, την οποία χαρακτηρίζουν πρωταρχικά ο προγραµµατισµός και στη συνέχεια η υλοποίηση-εφαρµογή του. Η αξιολόγηση μας κάνει καλύτερους-όχι ανταγωνιστικότερους. Δεν σκοπεύει να περιστείλει την ελεύθερη κρίση ή το στιλ διδασκαλίας κάθε εκπαιδευτικού.
Ωστόσο, η ιστορική αναδροµή του θεσµού της αξιολόγησης στην εκπαίδευση δείχνει ξεκάθαρα ότι ποτέ μέχρι σήμερα η αξιολόγηση δεν χρησιµοποιήθηκε για να βελτιωθεί το σχολείο, αν και πάντα εµφανιζόταν έτσι, δηλαδή ως µηχανισµός βελτίωσης. Σήµερα, µάλιστα, σύµφωνα µε νεότερους μελετητές και συγγραφείς, όπως ο Χρήστος Κάτσικας, έννοιες όπως «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου», «διαφορική επίδοση», «αυτοαξιολόγηση», «αξιολόγηση της σχολικής µονάδας», «δείκτες ποιότητας της εκπαίδευσης» και «αξιολόγηση για τη βελτίωση του σχολείου» αποτελούν το νέο εννοιολογικό οπλοστάσιο του εκσυγχρονισµένου επιθεωρητισµού.
Δεν πρέπει όμως να υφίσταται μια στοιχειώδης κατάταξη των απασχολουμένων σε μια δημόσια υπηρεσία και αναλόγως των ικανοτήτων που έχουν ή δεν έχουν τοποθετούνται στην ανάλογη βαθμίδα; Ένας καθηγητής που θεωρεί ότι η ομοφυλοφιλία είναι ανωμαλία δεν πρέπει να εκσυγχρονιστεί, να επιμορφωθεί;
Η αξιολόγηση, που ούτε πανάκεια είναι, ούτε βεβαίως απειλή, αφορά τις σχολικές μονάδες και καλούνται να την κάνουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί. Αρκετοί το κάνουν εδώ και χρόνια, προτού αρχίσει να επανέρχεται ως αίτημα ή ζήτημα στον δημόσιο, πολιτικό διάλογο. Υπενθυμίζουμε ότι η Ελλάδα οφείλει να συμμορφώνεται και σε επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το δίκαιό της) με απειλή κυρώσεων αν δεν το κάνει. Δείτε εδώ την σχετική εγκύκλιο.
Για τον πιο επαναστατικό, διανοούμενο, ανθρωπιστή και ιδεαλιστή δάσκαλο στην Σουηδία, είναι ας πούμε αδιανόητο το να μην θέλει ένας δάσκαλος στην Ελλάδα να αξιολογηθεί. Όχι τιμωρητικά, όχι εξουσιαστικά, όχι περιοριστικά. Αλλά, ναι, ελεγκτικά, για το καλό των μαθητών, της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας και, στην τελική, για καλό των ίδιων των εκπαιδευτικών. Χιλιάδες, μάλιστα, σχολεία ανά την χώρα έχουν ολοκληρώσει μόνα τους την αξιολόγησή τους. Στελεχώνονται από δουλοπρεπείς δασκάλους; Από ψηφοφόρους της ΝΔ αποκλειστικά; Από ανθρώπους των οποίων οι ιδέες έχουν, κατά ορισμένους, μικρότερη αξία και δυναμική από άλλες ιδέες;
Το σχολείο όπως είναι σήμερα δεν είναι κάτι καλό, δεν είναι κάτι που χρειάζεται διαφύλαξη ως έχει -προς Θεού. Μαθητές και γονείς ασφυκτιούν, οι ώρες ενασχόλησης ενός παιδιού με τα γράμματα είναι φορτικές, γιατί πολλαπλασιάζονται από τις ώρες του φροντιστηρίου, το οποίο έχουμε καταντήσει να εμπιστευόμαστε περισσότερο από ό, τι ένα δημόσιο ίδρυμα. Στο φροντιστήριο οι καθηγητές δεν αξιολογούνται; Δεν προγραμματίζουν; Δεν αναδιπλώνονται, δεν σχεδιάζουν βελτιώσεις και αλλαγές σε πράγματα;
Είναι κρίμα να κάνουμε την επαναστατικότητα και την διάθεσή μας για ανυπακοή-κάθε πολίτης με ελάχιστο νου κατανοεί ότι σε ορισμένα θέματα η ανυπακοή είναι μονόδρομος, ρωτήστε μικροεπιχειρηματίες της εστίασης σχετικά- να μοιάζει μα φόβο απέναντι στην αλλαγή. Από την μία, κοροϊδεύουμε τους αρνητές των νέων ταυτοτήτων και από την άλλη θέλουμε να συνεχίζεται ένας φαύλος κύκλος σε σχέση με το δημόσιο και τους δημόσιους υπαλλήλους.
Πόσο ακόμα θα παριστάνουμε τους ήρωες θεατρικού έργου του Γκόγκολ; Τουλάχιστον, ο Γκόγκολ δεν ήταν της σχολής του παραλόγου. Αξιολογούμαστε εμείς, οι εργαζόμενοι σε καφέ, εφημερίδες, θεατρικές ομάδες, βενζινάδικα και δεν θα αξιολογούνται οι δάσκαλοι των παιδιών και των ανιψιών και των εγγονιών μας; Δεν θα κάνει η αξιολόγηση από μόνη της το σχολείο αγγελικά πλασμένο τόπο. Αλλά από κάπου πρέπει να γίνει η αρχή. Να τολμηθεί μια αλλαγή, χωρίς παρωπίδες, χωρίς φόβο, χωρίς τον συντηρητισμό που μας δέρνει σε τόσα επίπεδα.