«Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μια δουλειά και ύστερα επιστρέφουν στο σπίτι τους, ενώ, στην περίπτωσή μου, η ζωή μου και η δουλειά μου είναι απολύτως ένα».

Αυτά έλεγε η βασίλισσα Ελισάβετ β’ μιλώντας (πλαγίως και όχι ευθέως, καθώς ο μονάρχης απαγορεύεται, βάσει πρωτοκόλλου, να δίνει συνεντεύξεις στα ΜΜΕ) στο BBC το 1992, με την ευκαιρία ενός ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε τότε για να γιορτάσει τα 40 χρόνια της βασιλείας της.

Με αυτήν την απλοϊκή (και σίγουρα όχι απλή) πρόταση περιέγραφε η ίδια η βασίλισσα την καθημερινότητά της στο Μπάκιγχαμ: μια άποψη κενή λιπαρών και νοήματος, κάπως σαν τον διακοσμητικό, αλλά (τελικά όχι και τόσο) απολιτικό ρόλο που κλήθηκε να παίξει από την στιγμή που ανήλθε στο θρόνο, το 1953.

Τι έκανε τα τελευταία χρόνια η αγαπημένη γιαγιά όλων των Βρετανών (συμπεριλαμβανομένων μέχρι και σκληροπυρηνικών αντιμοναρχικών;): έπραττε ακριβώς όπως θα έκανε μια οποιαδήποτε γιαγιά που βλέπει τον λαό (ή τους υπηκόους της) περίπου όπως τα εγγόνια της.

Τα έπαιρνε στην αγκαλιά της, τους χάιδευε τα μαλλιά, τους μιλούσε αργά, αλλά σταθερά, ήταν πάντα μετρημένη και που και που τους έλεγε και ένα παραμύθι. Μόνο που στην περίπτωση της μακροβιότερης βασίλισσας της σύγχρονης ιστορίας, η λέξη «παραμύθι» εμπεριείχε και την αρχαιοελληνική της σημασία: «παραμυθία» σημαίνει παρηγοριά. Ψυχολογική ανακούφιση μέσα από λόγια.

Αυτό δεν έκανε η εκλιπούσα βασίλισσα τόσα χρόνια; Εβγαινε αραιά και που στην δημόσια τηλεόραση και απηύθυνε ένα διάγγελμα στο λαό. Και ο λαός ήταν κολλημένος στις οθόνες του. Την άκουγε και μετά την χειροκροτούσε. Και μέσα από τα λόγια της, ένιωθε και ο ίδιος πιο ασφαλής.

Όταν ζούσα για ένα διάστημα στην Αγγλία, για σπουδές, είχα ρωτήσει έναν βρετανό συμφοιτητή μου «τι ρόλο βαράει τελικά η βασίλισσα;»

Η απάντησή του ήταν ρητή, σαφής και κατηγορηματική: «αποκλειστικά συμβολική».

Τότε ήταν που έμαθα ότι η συμβολικότητα αυτή πήγαινε χέρι-χέρι με μια ιδιότυπη άποψη περί «εταιρικότητας» και «επιχειρηματικότητας»: ο πρίγκιπας Φίλιππος είχε ο ίδιος βαφτίσει «Εταιρεία» («The Firm») τον Οίκο του Ουίνδσορ, δηλαδή μια οικονομική μηχανή που δεν σταματά ποτέ να βγάζει χρήματα. Αποταμιεύει διαρκώς μασούρια από λίρες ώστε να έχουν να φάνε τα δισέγγονα των δισεγγόνων τους.

Κάθε χρόνο η βασιλική οικογένεια στοιχίζει στη χώρα 67 εκατομμύρια λίρες (75 εκατομμύρια ευρώ), ενώ απολαμβάνει ευρείας φοροαποφυγής μέσω απαλλαγών και διοχέτευσης χρημάτων προς υπεράκτιες εταιρείες, πολλές εκ των οποίων βρίσκονται σε κράτη-μέλη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (η βασίλισσα Ελισάβετ Β’, μέχρι χθές, κατείχε το ένα έκτο όλων των χερσαίων περιοχών του πλανήτη, ως αποτέλεσμα των προαιώνιων αποικιοκρατικών κατακτήσεων των Βρετανικής Αυτοκρατορίας).

«Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να τους ενθαρρύνεις. Γιατί ο κόσμος μας θα ήταν πολύ σκοτεινός χωρίς αυτό», έλεγε η Ελισάβετ Β’ στο ίδιο εκείνο ντοκιμαντέρ του 1992. Να’ τη πάλι η τρυφερή αυτή γιαγιούλα που θα πάρει στην αγκαλιά το εγγόνι της και θα του ψιθυρίσει δυο λόγια στο αυτί ότι «όλα θα πάνε καλά». Ακόμη και αν τελικά ο ισχυρισμός αυτός απέχει πόρρω από την πραγματική αλήθεια.

«Η βασίλισσα πρέπει και επιβάλλεται να είναι απολιτική, να μην εμπλέκεται στα πολιτικά πράγματα της χώρας», μου είχε επισημάνει ο συμφοιτητής μου.

Μόνο που δεν ήταν καθόλου έτσι για την Ελισάβετ Β’, η οποία, στο παρελθόν τουλάχιστον, ήταν μια ισχυρότατη γυναίκα, η οποία είχε μπόλικες κηλίδες στην 70χρονη βασιλεία της.

Το ναζιστικό φλερτ, η σκιά της αποικιοκρατίας και η Κύπρος

«Ένας μονάρχης βασιλεύει, αλλά δεν κυβερνά. Εσύ θα πρέπει να φροντίσεις για την ενότητα του έθνους μας»: αυτά ήταν, υποτίθεται, τα λόγια που είχε πει το 1952 στην, τότε 26χρονη «Λίλιμπετ» (το χαϊδευτικό της Ελισάβετ), ο πατέρας της, βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ’, λίγους μήνες πριν πεθάνει.

Πράγματι, κατά τα βασιλικά ειωθότα, η βασίλισσα Ελισάβετ, στην διάρκεια της σχεδόν 70χρονης βασιλείας της, έπρεπε να συναντάται, εθιμοτυπικά, μια φορά τη βδομάδα με τον Πρωθυπουργό κατ’ ιδίαν. Η ίδια δεν συμμετείχε ενεργά στην κουβέντα: απλώς άκουγε και, αν η ίδια το έκρινε, έλεγε την γνώμη της σε ένα φλέγον ζήτημα.

Οι περισσότεροι πρωθυπουργοί την θεωρούσαν ένα αχρείαστο πολιτειακό «μπιμπελό», ένα διακοσμητικό ψεγάδι του βρετανικού συντάγματος και ουδέποτε της έδιναν σημασία ή λάμβαναν σοβαρά την άποψή της -και δεν μιλάμε για τους πρωθυπουργούς των αντιμοναρχικών Εργατικών, αλλά ακόμη και για εκείνους των φιλομοναρχικών Συντηρητικών. Η – ακραία φιλομοναρχική – Μάργκαρετ Θάτσερ αγνοούσε επιδεικτικά την Ελισάβετ Β’, σχεδόν αρνιόταν να συναντηθεί μαζί της, καθώς την θεωρούσε «βαρίδι» στην διακυβέρνησή της.

Η Θάτσερ, συντηρητική-ξεσυντηρητική, ποτέ της δεν συγχώρεσε το ότι ο Οίκος των Ουίνσδορ διατηρούσε στο παρελθόν στενούς δεσμούς με την ναζιστική Γερμανία.

Λόγου χάρη, στο κάστρο του Μπαλμόραλ, εκεί που χθες άφησε η βασίλισσα την τελευταία της πνοή, πριν από 85 χρόνια, το 1937, ο Εδουάρδος Η’, θείος της Ελισάβετ, είχε βγάλει τις ανιψιές του στον κήπο και τους δίδασκε τον χιτλερικό χαιρετισμό. Λίγο καιρό μετά, ο Εδουάρδος Η’ μετέβη στη Γερμανία με έξοδα του Τρίτου Ράιχ και συναντήθηκε αυτοπροσώπως με τον Αδόλφο Χίτλερ, ενώ οι ίδιες οι αδελφές του συζύγου της βασίλισσας, του πρίγκιπα Φιλίππου, ήταν τόσο φανατικές οπαδοί του ναζιστικού κόμματος, που η μία εξ αυτών ονόμασε τον γιο της «Αδόλφο».

Η Ελισάβετ Β’ κληρονόμησε τον βαθύ και συστημικό συντηρητισμό και τις ιδεολογικές αγκυλώσεις δεκαετιών του σογιού της. Λόγου χάρη, μια από τις πιο μελανές σελίδες της διακυβέρνησής της, ήταν όταν στα 30 της χρόνια, το 1956 αποφάσισε να μην απονείμει χάρη στους Κύπριους αγωνιστές Μιχαλάκη Καραολή, Ανδρέα Δημητρίου και Ευαγόρα Παλληκαρίδη με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στην αγχόνη στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας από τις βρετανικές δυνάμεις της Κύπρου.

Και όλα αυτά γιατί; Επειδή το 1953, την ημέρα της στέψης της ως βασίλισσας, ο τότε 14χρονος μαθητής στο Γυμνάσιο Πάφου, Παλληκαρίδης κατευθύνθηκε προς την πλατεία της 28ης Οκτωβρίου, ανέβηκε στον ιστό και κατέβασε επιδεικτικά τη βρετανική σημαία ως πράξη διαμαρτυρίας.

Αμέσως μετά, ο Παλληκαρίδης εγκατέλειψε το σχολείο, εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ και συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1957, χωρίς ένταλμα. Πέρασε από μια δίκη – παρωδία και καταδικάστηκε σε θάνατο.

Οι δικηγόροι του έστειλαν τηλεγράφημα στην Ελισάβετ Β’ που θα μπορούσε να δώσει χάρη με μία της λέξη. Η βασίλισσα, όμως, δεν απάντησε καν στο τηλεγράφημα και τελικά ο 18χρονος Κύπριος απαγχονίστηκε στις 14 Μαρτίου 1957.

Λίγους μήνες νωρίτερα, είχε συμβεί το ίδιο ακριβώς, όταν στις 10 Μαΐου 1956, ο Μιχαλάκης Καραολής και ο Ανδρέας Δημητρίου απαγχονίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας. Και εδώ, η Ελισάβετ Β’ αρνήθηκε πεισματικά να απονείμει χάρη στους δυο Κυπρίους.

Η βρετανική μοναρχία εκδικήθηκε αυτούς που έσπευσαν να την αμφισβητήσουν.

Πάντως, ο θεσμός της μοναρχίας, σε μακρο-πολιτικό επίπεδο, δείχνει να είναι από καιρό «τελειωμένος».

Το Μπαρμπέιντος, ένα μικροκράτος της Καραϊβικής που είναι ανεξάρτητο από το 1966, εξέλεξε στα μέσα του περασμένου Οκτωβρίου την πρώτη πρόεδρό του αφού είχε ανακοινώσει 13 μήνες νωρίτερα πως γίνεται Δημοκρατία και έχοντας ήδη καταργήσει από επικεφαλής κράτους την βασίλισσα Ελισάβετ της Βρετανίας.

«Ήρθε η ώρα για να αφήσουμε πλήρως πίσω μας το αποικιακό παρελθόν μας», δήλωσε η γενική κυβερνήτης των Μπαρμπέιντος Σάντρα Μέισον, στη διάρκεια ομιλίας της εκ μέρους της πρωθυπουργού της χώρας Μία Μότλεϊ. «Οι πολίτες των Μπαρμπέιντος θέλουν έναν Επικεφαλής Κράτους από τα Μπαρμπέιντος. Αυτή είναι η απόλυτη έκφραση της πεποίθησής μας για το ποιοι είμαστε και για το τι είμαστε ικανοί να επιτύχουμε».

Την σκυτάλη στη συνέχεια πήρε ένα άλλο κράτος της Κοινοπολιτείας, η Τζαμάικα: «Δεν καταλαβαίνουμε γιατί πρέπει να γιορτάσουμε τα 70 χρόνια από την ημέρα που η γιαγιά σας ανέλαβε τον βρετανικό θρόνο, δεδομένου ότι η ηγεσία της, όπως και αυτή των προκατόχων της, προκάλεσαν τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική τραγωδία στην ιστορία της ανθρωπότητας», έγραφε το κείμενο που υπέγραψαν δεκάδες προσωπικότητες από την Τζαμάικα και το ανακοίνωσαν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης του πρίγκιπα Ουίλιαμ και της δούκισσας του Κέμπριτζ στην χώρα.

Η μοναρχία «μπάζει» από παντού. Σήμερα, άλλες έξι χώρες έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να απομακρύνουν την βρετανική μοναρχία από επικεφαλής του κράτους – το Μπελίζ, οι Μπαχάμες, η Τζαμάικα, η Γρενάδα, η Αντίγκουα και Μπαρμπούντα και ο Άγιος Χριστόφορος και Νέβις.

Και το βαρύ και εξίσου επαχθές αποικιοκρατικό παρελθόν της Μεγάλης Βρετανίας δεν ξεχνιέται εύκολα, ειδικά καθώς είναι ιστορικά απεδεδειγμένο ότι, λόγου χάρη, το παλάτι του Κένσινγκτον και το παλάτι του Χάμπτον Κορτ, έχουν κατασκευαστεί με χρήματα που προέρχονταν απευθείας από το εμπόριο σκλάβων και το ευρέως διαεδομένο δουλεμπόριο του 19ου αιώνα.

Στο εσωτερικό της Βρετανίας βέβαια… πέρα βρέχει: Σύμφωνα με δημοσκόπηση του YouGov, μόνο το 27% του πληθυσμού στηρίζει τον τερματισμό της μοναρχίας. Ένα ποσοστό που οφείλεται, εν μέρει, και στην «επιβίωση» ή την αναβίωση της μοναρχίας διαμέσου της ποπ κουλτούρας, όπως η δημοφιλέστατη (και, ας το παραδεχτούμε, καλογυρισμένη) σειρά του Netflix, «Το Στέμμα» [The Crown].

Φυσικά, κανείς δεν ξέρει τι πρόκειται να συμβεί με τον θεσμό της μοναρχίας στην Βρετανία. Οι φυσικοί της διάδοχοι είναι είτε υπερήλικες (ο νέος βασιλιάς, Κάρολος Γ’ είναι 73 ετών) είτε απρόθυμοι να παίξουν τον ίδιο ρόλο που κάποτε κρατούσε η Ελισάβετ Β’ (ο πρίγκιπας Ουίλιαμ είναι ο κλασικός millenial με ελάχιστο ενδιαφέρον ως προς τα της μοναρχίας, ενώ ο αδελφός του, Χάρι, έκοψε κάθε δεσμό με τον θεσμό και πλέον κατοικεί μόνιμα στις ΗΠΑ ζώντας στο μεταίχμιο ανάμεσα στον «πρώην μέλος της βασιλικής οικογένειας της Βρετανίας» και τον «σελέμπριτι»).

Και ενώ η μοναρχία δύσκολα να φύγει από την ράχη της βρετανικής καθημερινότητας, εντούτοις δεν είναι εντελώς άτοπο να υποστηρίξει κανείς ότι με τον θάνατο της Ελισάβετ Β’ ο συγκεκριμένος θεσμός πλέον πέφτει, δικαίως, στην απόλυτη παρακμή του και οδεύει σιγά σιγά εκεί που του αξίζει να βρίσκεται: στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, ως ένα πολιτειακό απολειφάδι ενός προπερασμένου αιώνα που παραμένει στον αφρό μονάχα ως μπουγαδόνερο της αποικιοκρατίας.