«Ξεκινάω μόνος μου, επειδή κανείς δεν μου το ζήτησε, ένα φεισμπουκικό κόνσεπτ που θα γεμίσει τις βαρετές μου ημέρες στη δουλειά για όλο το φθινοπωροχειμώνα. Κάθε μέρα θα επιλέγω τυχαία ένα συγκρότημα / καλλιτέχνη και θα ανεβάζω το τραγούδι / κομμάτι που θεωρώ ως το καλύτερο και το σπουδαιότερο όλης της δισκογραφίας τους / του. Μέρα 1».

Κάπως έτσι, ξεκινούσα, πριν ακριβώς έναν χρόνο κάτι που ουδέποτε περίμενα να τραβήξει πέραν της 30ης, βία 40ης ημέρας. Και αμέσως μετά ανάρτησα την παραπάνω πρόταση στο feed μου στο Facebook, συνοδευόμενη από το τραγούδι «Your Silent Face» των New Order, που, προσωπικά θεωρούσα ως το καλύτερό τους.

Θα το πάρω από την αρχή: Σκεφτόμουν για πολύ καιρό να γράψω και να βγάλω ένα, τύποις «ειδικό», βιβλίο που να διατρέχει όλη την ποπ κουλτούρα από τις απαρχές της, το 1955, μέχρι σήμερα. Να κατεβάσω ολόκληρες λίστες από συγκροτήματα, καλλιτέχνες, μουσικούς, μπάντες, γνωστές, άγνωστες, ημι-άγνωστες, αλλά και εντελώς obscure από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μέχρι σήμερα, από όλους τους χώρους, ποπ, ροκ, ηλεκτρονική, «πριόνια», μέταλ, τζαζ, τα πάντα όλα. Και μετά, να κάτσω μόνος μου (γιατί, ως γνωστόν, στα 45 μας χρόνια, χρόνο άπλετο έχουμε, λεφτά και φίλους δεν έχουμε) και να εντοπίσω ποιο είναι αυτό το τραγούδι από όλη την δισκογραφία τους, που να είναι το καλύτερο.

Προσοχή: το καλύτερο για εμένα. Όχι το καλύτερο με όρους όντως σημαντικής αντικειμενικότητας, αλλά με όρους ξεκάθαρα ασήμαντης υποκειμενικότητας – από εκείνου μάλιστα του είδους που, ειλικρινά, πίστευα ότι δεν αφορούσε κανέναν. Ή έστω λίγους, αλλά είμαι τόσο βαθιά πεσιμιστής μέσα μου, που φυσικά πάντα περιμένω το χειρότερο δυνατό, ώστε στην συνέχεια, αν μου έρθει από το μέτριο έως το καλύτερο, εγώ να βαράω παλαμάκια.

Μετά, το ξανασκέφτηκα και είπα μέσα μου ότι «αντί να το γράφω μόνος μου χωρίς να παίρνω έστω ένα μικρό feedback από φίλους και ανθρώπους εκεί έξω που σέβομαι και εκτιμώ την γνώμη τους, γιατί δεν το ξεκινάω να το κάνω αυτό στο Facebook»; Και που ξέρεις μέχρι που μπορεί να τραβήξει όλο αυτό.

Κάπως έτσι, πέρσι τέτοιο καιρό, αμέσως μετά το Δεκαπενταύγουστο και με τα νεύρα μου να είναι τσατάλια από τις φωτιές στην Εύβοια, το newsfeed μου να έχει γεμίσει (δικαίως) με εικόνες από τις πυρκαγιές και την αυγουστιάτικη μιζέρια να χτυπάει «κόκκινο» στην ψυχολογία μου, είπα από μέσα μου «γάμα το. Φύγαμε. Θα το κάνω και ας μην ανταποκριθεί κανείς».

Και πάτησα το enter.

Κάθε μέρα, μεταξύ 9 και 10 το πρωί, ανέβαζα το αγαπημένο μου τραγούδι από τον τάδε καλλιτέχνη και τη δείνα μπάντα. Και περίμενα αντιδράσεις.

Το πρώτο πράγμα που κατάλαβα λοιπόν είναι ότι όλοι, μα όλοι εκει έξω έχουν αυτό που λέμε «αγαπημένο κομμάτι». Κανείς δεν είναι ηξεις αφήξεις με τα αγαπημένα του συγκροτήματα. Ακόμη και αν «μοιράζεται» ανάμεσα σε δυο διαφορετικά τραγούδια, πάντα, μετά από λίγη σκέψη, θα καταφέρει να βρει αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει. Και κατόπιν να το υποστηρίξει αυτό, μέχρι θανάτου.

Αυτό που, ωστόσο, δεν είχα υπολογίσει ήταν δυο πράγματα:

1. Ειδικά αυτοί που ασχολούνται με την μουσική, πραγματικά διψάνε για λίστες. Είναι λιστομανείς σε βαθμό κακουργήματος. Οκ, είναι ένα από τα προπατορικά αμαρτήματα της μουσικής δημοσιογραφίας, οι πανταχού παρούσες λίστες, δεκάδες, κατάλογοι κτλ, αλλά πλέον αυτό που δεν είχαμε συνειδητοποιήσει, ως ενεργοί netizens, είναι ότι, ελέω διάσπασης της προσοχής οφειλόμενης στην επίδραση των social media, το μάτι και ο εγκέφαλός μας πραγματικά ήθελε να βλέπει λίστες. Κωδικοποιημένες καταστάσεις. Ενα, δυο, τρία, φύγαμε – σαν τραγούδι των Ramones.

2. Oσοι δεν ασχολούνται τόσο «αυτιστικά» όσο εγώ με την μουσική σε σημείο που να ακούνε μέσα σε ένα βράδυ ολόκληρες δισκογραφίες στα γρήγορα προκειμένου την επόμενη ημέρα να αποφανθούν για το καλύτερο τραγούδι, π.χ. των Queens Of The Stone Age, και πάλι και αυτοί διψάνε εξίσου για την έννοια του «καλύτερου». Δεν μιλάω για την έννοια της «αριστείας», όπως την εννοεί η παρούσα κυβέρνηση, αλλά για την ξεκάθαρα υποκειμενική άποψη ενός γνωστού, ημι-άγνωστου ή παντελώς άγνωστου τύπου στο Facebook, ο οποίος κάθε μέρα, με το που ξυπνάει κάνει το χαβά του.

Η συμμετοχή αρχικά ήταν μικρή. Δεν θα πω «κανείς», γιατί έχω και 4.000 φίλους στο Facebook, οπότε, θέλεις δεν θέλεις, μια διάδραση θα υπάρξει, όπως αντίστοιχα και αρκετά like.

Αλλά από το πρώτο 15ημερο και μετά, η όλη φάση πραγματικά απογειώθηκε. Υπήρχε κόσμος – και αυτό δεν το λέω με καμία αλαζονεία, παρόλο που η κολακεία των άλλων είναι μια όμορφη έννοια να την νιώθεις στο πετσί σου – που από τον περασμένο Σεπτέμβριο, αν έβλεπε ότι αργώ να ανεβάσω, εκεί τις 9-10 το πρωί το «τραγούδι της ημέρας» [όπως το ονόμαζαν κάποιοι, ενώ κάποιοι άλλοι το χαρακτήριζαν απλά ως «προσωπικό poll»], μού έστελναν μήνυμα στο messenger: «που είναι το τραγούδι σήμερα; Περιμένουμε να δούμε τι επέλεξες».

Στην πορεία σκέφτηκα το εξής: γιατί περιμένουνε από μένα αυτό το πράγμα τόσο πολύ; O έμφυτος αυτοσαρκασμός μου δεν μου άφηνε πολλά περιθώρια αμφιβολιών, οπότε και εγώ υπέθεσα ότι δεν το κάνουν επειδή με θεωρούσαν κανά σπουδαίο μουσικοσυντάκτη, αλλά επειδή απλώς περίμεναν κάτι πολύ σημαντικότερο που, εντέλει, ίσως και να επιτεύχθηκε διαμέσου αυτού του μουσικού concept.

Τι περιμένουν; Την διάδραση με τους άλλους γύρω τους.

Κάθε μέρα λοιπόν, ειδικά από τον Σεπτέμβριο και μέτα, στα σχόλια του εκάστοτε ποστ γινόταν ο χαμούλης ο ίδιος -ειδικά αν εγώ δεν ανέβαζα ένα τραγούδι που ήταν «ευρέως αποδεκτό». Λόγου χάρη, στην περίπτωση των Beatles που ως καλύτερό τους ανέβασα το “For No One” από το άλμπουμRevolver“.

Από κάτω, 40 σχόλια, τα περισσότερα να με κράζουν για την επιλογή μου.

Αυτό που εξηγούσα κάθε φόρα είναι ότι, προφανώς και θεωρώ ότι οι τρεις απάτητες μουσικές κορυφές των Beatles είναι, κατά μη-αξιολογική σειρά, τα “Strawberry Fields Forever”,  “A Day In The Life” και “Tomorrow Never Knows” (με αυτό, ειδικά το τελευταίο να είναι, μάλλον και πιθανώς το καλύτερό αλλά και το σημαντικότερό τους), αλλά από την άλλη το “For No One”, για μένα, άγγιζε χορδές μέσα μου που δεν μπορούσαν να αγγίξουν τα υπόλοιπα τρία.

Η υπέροχη ασημαντότητα της υποκειμενικότητας πήγε περίπατο εκείνη την ημέρα -όλοι περίμεναν αντικειμενικότητα, την οποία, ωστόσο, έπρεπε να καταλάβουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ.

Στην πορεία και προϊόντος του χρόνου, άλλαξα μέχρι και την εναρκτήρια πρόταση, γιατί πλέον είχε περάσει ο καιρός, είχαμε φύγει οριστικά από εκείνο το αρχικό «γεμίσει τις βαρετές μου ημέρες στη δουλειά για όλο το φθινοπωροχειμώνα» και είχαμε φτάσει άνοιξη του 2022, οπότε πλέον έγραφα:

«Συνεχίζω μόνος μου, επειδή κανείς δεν μου το ζήτησε, ένα φεισμπουκικό κόνσεπτ μέχρι ο Ζουκ να αποσύρει το Φέισμπουκ από την Ευρώπη και να βρούμε την ησυχία μας. Κάθε μέρα θα επιλέγω τυχαία ένα συγκρότημα / καλλιτέχνη και θα ανεβάζω το τραγούδι / κομμάτι που θεωρώ ως το καλύτερο και το σπουδαιότερο όλης της δισκογραφίας τους / του. Μέρα 239».

Στην πορεία, είχαμε και μερικές ωραίες καταστάσεις, γιατί τον προβοκάτορα πολλοί αγάπησαν, τα προβοκάτσια ουδείς: λόγου χάρη, την Πρωταπριλιά δεν ανέβασα ένα «σοβαρό» (σε πολλά εισαγωγικά, γιατί κατά βάθος είμαστε και παιδιά που μεγάλωσαν μέσα στα ποπ ’80s) συγκρότημα ή μουσικό, αλλά το καλύτερο τραγούδι της… Δέσποινας Βανδή [για την ιστορία, επέλεξα το «Τι Κάνω Μόνη Μου»].

Παραμένει μέχρι και σήμερα ένα από τα ποστ των «καλύτερων» με την μεγαλύτερη δυνατή διάδραση ανάμεσα στους συμμετέχοντες, ίσως και λόγω της βαθιάς μουσικής καλτίλας που αποπνέει.

Κάτι ακόμη που παρατήρησα: πλην απειροελάχιστων εξαιρέσεων, υπήρξε απίστευτη ευγένεια ανάμεσα σε όσους έγραφαν – οι περισσότεροι δεν γνωρίζονταν καν μεταξύ τους. Δεν έπαιξε ούτε ένα «καντήλι», ούτε μια στιγμή έντασης. Και αν υπήρξε όντως, αυτή είχε στόχο αποκλειστικά μόνο εμένα τον ίδιο ως αμφιτρύωνα της όλης κατάστασης.

Και σήμερα, βρισκόμαστε αισίως λίγο πριν την 365η ημέρα, και αυτή την στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, στο προφίλ μου έχουν ανέβει οι Arctic Monkeys, έχουν μαζέψει περί τα 160 like και περί τα 30 άτομα σχολιάζουν από κάτω, μιλάνε μεταξύ τους και συμφωνούν ή διαφωνούν για το «καλύτερο κομμάτι» του βρετανικού συγκροτήματος που θα επέλεγαν οι ίδιοι.

Ωρες ωρες νιώθω σαν να παίζω μουσική ως dj σε ένα αόρατο, διαδικτυακό μπαρ και οι θαμώνες μπροστά μου να σχολιάζουν τις μουσικές μου επιλογές, να κάνουν mingling, να επικοινωνούν μεταξύ τους και είτε να με χειροκροτάνε, είτε, κατά το Ιερό Ευαγγέλιο των Smiths, να μού ετοιμάζουν την θηλιά σύμφωνα με τους στίχους του «Panic»: Hang The DJ!

Κάποιοι με ρωτάνε δημοσίως ή και ιδιωτικώς «ρε μαλάκα, τι θα γίνει με αυτό το πράγμα; Πότε θα το λήξεις επιτέλους;»

Τις προάλλες, ένας γνωστός μου μού στέλνει μήνυμα στο messenger ρωτώντας με «πότε θα τελειώσει επιτέλους αυτή η μαλακία που κάνεις με τα συγκροτήματα κάθε μέρα; Πόσα έχεις ακόμη;». Του έστειλα σε word μια λίστα με περίπου 200 ονόματα / μπάντες / μουσικούς που περιμένουν την σειρά τους να εμφανιστούν.

Οπότε και εγώ δεν ξέρω μέχρι πότε θα τραβήξει «αυτή η μαλακία». Οψόμεθα.

Αυτό που γνωρίζω πάντως μετά βεβαιότητος είναι το επόμενο, αντίστοιχο, facebook-ικό concept που θα ξεκινήσω, όταν αποφασίσω να σφυρίξω την λήξη στα «καλύτερα».

Το «χειρότερο τραγούδι» του κάθε συγκροτήματος -μια έννοια που είναι απείρως πιο ισχυρή από το «καλύτερο».

Και εκεί θα γίνει ένας πραγματικός Αρμαγεδδώνας.