Γεννήθηκα το 1977. Αποτελώ τη γενιά του MTV, της ιδιωτικής τηλεόρασης, του lifestyle και της «προσωπικής τεχνολογίας», του Napster και του mp3, που μεγάλωσε μέσα στις ανέσεις και που έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό. (Σχεδόν) Ό,τι ήθελα το είχα – και μάλιστα με έναν μόνο μισθό, αυτόν του πατέρα μου, καθώς η μητέρα μου δεν εργαζόταν.

Fast forward 30 χρόνια μετά και νιώθω απόλυτα πως ανήκω, σχεδόν δικαιωματικά, στη Γενιά των Losers, κάνοντας μια «ζωή αβίωτη» στην οποία πρωταγωνιστές δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι οι σημερινοί 40άρηδες (και αυτοί που μάς ακολουθούν, οι σημερινοί 30άρηδες), αλλά ακόμη οι γονείς μας, αφού οι συνθήκες υπεραπασχόλησης και υποαμοίβησης μάς έχουν φέρει με την – οικονομική – πλάτη στον τοίχο.

Πολλοί, αδυνατώντας να τα καταφέρουν οικονομικά από μόνοι τους, εξακολουθούν να μοιράζονται αρκετά συχνά και όχι μόνο κάθε Κυριακή το μεσημεριανό φαγητό στο τραπέζι με τους γονείς τους ή να ζουν σε σπίτια πολύ μικρότερα από εκείνων των γονιών τους, να ταξιδεύουν πολύ λιγότερο και να κάνουν εκπτώσεις στη διασκέδαση και στον ελεύθερο χρόνο τους.

Όλοι όσοι είμαστε μεταξύ 18-45 ετών, έχουμε ήδη συνειδητοποιήσει πως θα έχουμε ένα χειρότερο βιοτικό επίπεδο από αυτό των γονιών μας, με τα πτυχία μας να κάθονται σκονισμένα στην κορνίζα, την τσέπη μας τρύπια, το ένα μας πόδι στην οικογενειακή εστία και το άλλο στον ΟΑΕΔ και το μυαλό μας ακόμη καθηλωμένο σε προεφηβικό επίπεδο. Η πρώτη φορά που άκουσα την έκφραση «δεν μας παίρνει να το αγοράσουμε αυτό» δεν ήταν από τα χείλη των γονιών μου, αλλά από τα δικά μου, πριν από μερικά χρόνια.

Ήμουν ένας «νεόπτωχος», ένας nouveau pauvre, που λένε οι γάλλοι αναλυτές, και δεν το ήξερα καν.

Ι’m a loser baby / so why don’t you kill me

«Για πρώτη φορά στη σύγχρονη Ιστορία, μια γενιά Ευρωπαίων έχει προσδοκώμενο βιοτικό επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο της προηγούμενής της γενιάς. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν κατά μέσο όρο καλύτερη κατάρτιση από τους γονείς τους, και όμως απασχολούνται σε κάποια εργασία χειρότερη απ’ αυτούς, ενώ αμείβονται και λιγότερο», λέει ο Γάλλος κοινωνιολόγος Λουί Σοβέλ στην αγγλική εφημερίδα Guardian.

Είμαστε η «Γενιά των Babylosers», των οικονομικοκοινωνικά «ηττημένων» παιδιών των περίφημων babyboomers γονιών μας.

Στη Βρετανία μάς αποκαλούν «Η Γενιά των iPOD» (δηλαδή «Ιnsecure, Pressured, Overtaxed, Debtridden») με την Ανασφάλεια, την Πίεση, την Υπερφορολόγηση και τα Χρέη να αποτελούν όντως κεντρικές αναφορές της καθημερινότητας μας.

Την δική μας «Γενιά των 800 ευρώ».

Το 22% των Αμερικανών ηλικίας 18-35 ετών απαντάει, σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση, πως στο τέλος του μήνα δεν τους έχει μείνει φράγκο στην τσέπη, ενώ, σε μια έτερη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Forbes, προκύπτει πως ένα άλλο 48% των νέων στις Η.Π.Α. πιστεύει ακράδαντα πως ζει χειρότερα από τους γονείς του.

Στην Βρετανία το ποσοστό των νέων από 20-24 ετών που μένουν με τους γονείς τους αυξήθηκε από το 41% του 1991 σε 49% μέχρι πρότινος, ενώ πέρσι στη Γαλλία το ποσοστό ανεργίας στην κατηγορία των νέων με πτυχία έχει εκτοξευτεί στο 30%: ένα τραγικό ποσοστό σε σχέση με το 1973, όταν μόνο ένα 6% των αποφοίτων των γαλλικών πανεπιστημίων ήταν εκτός αγοράς εργασίας.

Ο Γιώργος είναι 35 ετών, δουλεύει ως μηχανικός βγάζοντας 900 ευρώ το μήνα και μου λέει με απογοήτευση πως «οι γονείς μου μού αγόρασαν το διαμέρισμα στο οποίο μένω με τη γυναίκα και τον μόλις ενός έτους γιο μου. Θεωρώ πως είμαι από τους πολύ τυχερούς, καθώς δεν θα μπορούσα ποτέ να αποπληρώσω το στεγαστικό δάνειο που θα έπαιρνα. Αν μου τύχει ένα ξαφνικό πρόβλημα υγείας ή μια απρόβλεπτη βλάβη σε κάτι μέσα στο σπίτι, τότε τα πράγματα σοβαρεύουν. Βλέπω πώς ζουν οι γονείς μου και πώς ζούσαν όταν ήταν στην ηλικία μου και συνειδητοποιώ ότι εγώ δεν θα μπορέσω ποτέ να απολαύσω τις ίδιες ανέσεις. Και το κυριότερο, δεν θα καταφέρω να αφήσω στο γιο μου – γιατί για δεύτερο παιδί, ούτε λόγος – ένα σπίτι, όπως άφησαν σε μένα οι γονείς μου».

Γεννηθήκαμε σε λάθος δεκαετία;

Απ’ ότι φαίνεται, ναι. Αν τα βάλουμε κάτω, στατιστικά, όλα είναι 1+1=2: από το 1955 μέχρι το 1965 μετανάστευσαν από τη χώρα 1.500.000 Έλληνες και έτσι οι πατεράδες ή οι παππούδες μας δραστηριοποιήθηκαν επαγγελματικά σε ένα περιβάλλον με πολύ λιγότερο ανταγωνισμό.

Εμείς, αντιθέτως, μαζευτήκαμε μιλιούνια κάτω από την ίδια… επαγγελματική στέγη, το ίδιο εργασιακό metier.

Ο ανταγωνισμός είναι δεκαπλάσιος σήμερα σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, το οποίο, σε οικονομικό επίπεδο, προκαλεί μείωση των μισθών. Οι γονείς μας βρήκαν πανεύκολα δουλειά γιατί, κοινωνιολογικά, ανήκαν σε μια πολύ μικρότερη, αριθμητικά, γενιά. Εμείς πάλι, βλέπουμε έναν δυνητικό επαγγελματικό «εχθρό» σε κάθε συνομήλικο μας.

Οι αριθμοί το αποδεικνύουν: σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, η ανεργία το 1975 ήταν μόλις στο 2,3%, ενώ σήμερα στο 11,2%.

Οι αναλυτές χρησιμοποιούν τον όρο «οικονομικοί αντιπερισπασμοί» για να περιγράψουν όλα εκείνα τα αγαθά που αποτελούν μέρος της ζωής μας σήμερα, αλλά ήταν άγνωστα στη γενιά των γονιών μας: κινητό τηλέφωνο τελευταίας γενιάς, laptop, πρόσβαση στο ίντερνετ με την μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, δορυφορική τηλεόραση και το νέο GPS για το αμάξι μας. Έχετε υπολογίσει πόσα χρήματα απορροφούν όλα αυτά από το μηνιάτικο σας;

Και μετά, έχουμε και ένα όχημα να συντηρήσουμε. Από το 1985 έως το 2022, ο συνολικός αριθμός των κυκλοφορούντων οχημάτων έχει αυξηθεί κατά 436%.

Συγκεκριμένα το 1985 κυκλοφορούσαν 2.036.625 οχήματα, ενώ το 2022 έφτασαν τα 8.882.981. Από αυτά τα 5.726.012 είναι επιβατικά (1.259.335 το 1985), τα 26.560 είναι λεωφορεία, τα 1.405.971 είναι φορτηγά και τα 1.724.438 είναι μοτοσικλέτες. Από το 1984 έως το 2010 υπήρχε συνεχόμενη άνοδος (8.062.085 το 2010), όμως μεταξύ 2012 και 2018 παρουσιάστηκε στασιμότητα, λόγω των οικονομικών δυσκολιών, capital control κ.λπ. Από τα 8.882.981 οχήματα που βρίσκονται στην κυκλοφορία σε όλη την Ελλάδα, τα μισά από αυτά (4.273.726) είναι στην Αττική. Για αυτό και το μεγάλο χάος καθημερινά στους δρόμους.

Καθόλου Εν-Tax-ει

Η φορολογία είναι επίσης κάτι που έχει αλλάξει πολύ σε σχέση με παλιότερα: αν οι γονείς μας έβγαζαν τότε 100 δρχ, το κράτος τους κρατούσε μετά βίας τις 20-25.

Ενώ τώρα ξέρεις πως τα 40 ή 50 από τα 100 ευρώ του εισοδήματος σου θα πάνε στα κρατικά ταμεία και σε άλλες μορφές «αόρατης» φορολογίας (που επίσης δεν υπήρχε το ’70), όπως οι φόροι στα τσιγάρα, τα οινοπνευματώδη, τη βενζίνη, ακόμη και το ψωμί. Είναι φόροι που δεν μπορούμε να αποφύγουμε -οι γονείς μας όμως την σκαπούλαραν.

Να μιλήσουμε και για τον πληθωρισμό; Σήμερα αυτός βρίσκεται στο 2.7%.

Το οξύμωρο είναι λοιπόν, αφού έχουμε τόσο χαμηλό πληθωρισμό, γιατί το επίπεδο ζωής μας είναι τόσο σκατένιο; Η εξήγηση είναι απλούστατη: οι μισθοί έχουν μείνει στάσιμοι, αλλά οι τιμές των αγαθών έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί, επειδή ένα προϊόν, από τη στιγμή που παράγεται μέχρι τη στιγμή που φτάνει στο σπίτι μας, περνάει από 1002 μεσάζοντες και χονδρέμπορους, οι οποίοι παίρνουν την προμήθειά τους και αυξάνουν την αγοραστική του άξια.

Επίσης, οι πρώτες ύλες πλέον, σε σχέση με πριν από 25-30 χρόνια είναι πολύ πιο ακριβές, ενώ η αύξηση της τιμής του πετρελαίου αυξάνει με τη σειρά της τα μεταφορικά έξοδα. Η λύση είναι μια: επειδή οι τιμές των αγαθών είναι δύσκολο να μειωθούν – στην Ελλάδα είμαστε – θα πρέπει οι μισθοί μας να φτάσουν στο επίπεδο που θα μας επιτρέπουν να αγοράζουμε τα ίδια αγαθά που αγόραζαν οι γονείς μας, χωρίς μετά να μένουμε με τις τσέπες άδειες.

Βγάζουμε λίγοτερα χρήματα σε σχέση με τους γονείς μας, ενώ το κόστος των αγαθών έχει εκτοξευθεί στα ύψη λόγω του πληθωρισμού.

Και ενώ εκείνοι μπορούσαν να αγοράσουν εύκολα ένα στερεοφωνικό σύστημα, λ.χ., εμείς αδυνατούμε γιατί η τιμή του, πλέον είναι δυσανάλογη σε σχέση με τις τιμές και τους μισθούς που επικρατούν στην υπόλοιπη κοινωνία. Αυτό με απλά οικονομικά σημαίνει πως, με τον πληθωρισμό που έχουμε, για να καταφέρουμε να αποκτήσουμε τα αγαθά που απέκτησαν οι γονείς μας, θα έπρεπε οι μισθοί μας να είναι τριπλάσιοι απ’ ότι σήμερα.

Freedom (?) of choice

Αυτό που άλλαξε τη γενιά μας σε σχέση με τις προηγούμενες είναι η δυνατότητα πολλών επιλογών. Οι γονείς μας ήταν πιο ευτυχισμένοι γιατί ήταν απαλλαγμένοι απ’ το άγχος του τι να πρωτοδιαλέξουν. Δεν είχαν επιλογές: είχαν ΜΟΝΟ μια δυνατότητα και αυτήν έπρεπε να επιλέξουν. Take it or leave it.

Οι γονείς μας δεν είχαν πιστωτικές κάρτες. Μια ψωροτράπεζα που έβαζαν τα χρήματα τους είχαν και τίποτα άλλο. Σε αντίθεση με μας που έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε 27 μάρκες κινητών, γιατί το μόνο που είχαν ήταν ένα σταθερό τηλέφωνο.

Ο πατέρας μου, όταν έβγαινε έξω για ποτό, είχε να επιλέξει ανάμεσα σε μια μάρκα κρασί, δυο μάρκες μπύρας και δυο μάρκες ουίσκι. Σήμερα, αν ο πατέρας μου έβγαινε έξω, θα γυρνούσε σπίτι ζαλισμένος, όχι από το ποτό, αλλά από το πόση ώρα έκανε να αποφασίσει τι διάολο θα πιει από μια βιτρίνα μπροστά του με 562 διαφορετικά «ξίδια».

Το ίδιο και στο ζήτημα των ανθρωπίνων σχέσεων: η γενιά των γονιών μας μεγάλωσε χωρίς πολλές σεξουαλικές εμπειρίες. Τόσο οι άντρες, όσο – κυρίως και πρωτίστως – οι γυναίκες μεγάλωναν με την προοπτική να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια με τον πρώτο, τον δεύτερο ή (άντε, βία) τον τρίτο που θα γνωρίσουν.

Ενώ εμείς, έχουμε μπαρ, κλαμπ, μέσεντζερ και chat rooms για να διαλέξουμε ανάμεσα σε 36 πιθανούς στόχους. Και αυτό μας τρελαίνει γιατί δεν ξέρουμε ποια ή ποιον να πρωτοδιαλέξουμε. Κολυμπάμε, ψυχολογικά, χωρίς σωσίβιο μέσα σε έναν ωκεανό από επιλογές.

Οι γονείς μας έμαθαν να αρκούνται με αυτά που είχαν, ενώ εμείς θεωρούμε πως δεν είμαστε cool ή γαμάτοι αν δεν τα δοκιμάσουμε ΟΛΑ και μάλιστα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Φυσικά και οι γονείς μας θα έκαναν τα ίδια με εμάς, αν είχαν την ευκαιρία: θα ξόδευαν αλόγιστα και θα χρέωναν μέχρι τέρμα τις πιστωτικές τους γιατί η ανθρώπινη απληστία δεν έχει να κάνει με την ηθική του κάθε ατόμου ξεχωριστά, αλλά με το περιβάλλον και τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννιέται κι αναπτύσσεται.

«Συνθετική Ευτυχία»

Η ύπαρξη πολλών επιλογών είναι κάτι θετικό, αρκεί να μπορείς να τις διαχειριστείς και να μην καταλήξεις να εξουσιάζουν αυτές εσένα. Είναι ακριβώς αυτό που λέει ο ψυχίατρος Μπάρι Σβαρτς στο βιβλίο του «Το Παράδοξο της Επιλογής»: «σε αντίθεση με αυτό που πίστευαν παλιότερα, οι πολλές επιλογές δεν φέρνουν πλέον την ευτυχία, αλλά μας κάνουν δυστυχείς. Ζούμε μια “συνθετική ευτυχία”, όπου πρέπει να ανεβάζουμε συνεχώς τον πήχη και να δημιουργούμε ολοένα καινούργιες καθημερινές ανάγκες που επιβάλλεται, από το σύστημα, να καλύψουμε άμεσα».

Είναι δύσκολο να νιώσουμε πλήρεις κι ευτυχισμένοι γιατί πάντα περιμένουμε κάτι καλύτερο, στοχεύουμε σε ένα μελλοντικό upgrade όλων των συσκευών ή των ανθρώπων που μας περιβάλλουν και μπαίνουμε σε ένα τριπάκι που ψυχολογικά δεν μας βγάζει πουθενά. Γιατί ο μόνος εχθρός του καλού είναι το καλύτερο –ή, τουλάχιστον, έτσι μας έμαθαν.

Είχαμε δορυφορική πλατφόρμα με 261 διαφορετικά κανάλια αλλά εκτός από αυτήν, βάλαμε Νetflix – στο οποίο «σκρολάρουμε» τις δυνητικές μας επιλογές, για να καταλήξουμε τελικά… σε μια παλιά και αγαπημένη ταινία από το 1999. Παραγγέλνουμε ταϊλανδέζικο, αλλά δεν το απολαμβάνουμε γιατί μόλις πήραμε ένα μήνυμα στο κινητό μας για ένα νέο sushi bar τρία στενά πιο κάτω. Σταματάμε να περνάμε καλά στο τάδε μπαράκι του κέντρου της Αθήνας γιατί ακόμη δεν έχουμε επισκεφτεί το νέο hip κλαμπάκι που διαβάσαμε στο δείνα free press.

Οι γονείς μας ήταν τυχεροί μέσα στην… ατυχία τους: από τη μια είχαν περιορισμένες επιλογές ευτυχίας, αλλά επίσης είχαν μια μη-περίπλοκη ζωή. Mε ό,τι συνεπάγεται αυτό. Βαρετής ή μη. 

Το Σύνδρομο του Πίτερ Παν

Από μια έρευνα της αγγλίδας ερευνήτριας Κέιτ Φοξ, του βρετανικού Κέντρου Έρευνας Για Κοινωνικά Ζητήματα (Social Issues Research Centre) για τους Άγγλους μέχρι 30 ετών, προκύπτει πως περνάνε μια καθυστερημένη εφηβεία.

Μια «καθυστέρηση ενηλικίωσης», όπως ακριβώς και ο Πίτερ Παν, επειδή η γενιά μας τα βρήκε «όλα στο πιάτο». Ζει περισσότερο, πιο υγιεινά, με πιο πολλές ανέσεις, σχεδόν ανέμελα και απλά εξακολουθούμε να τα περιμένουμε όλα σε μορφή μασημένης τροφής, με υπέρμετρα μεγάλες προσδοκίες.

Έχω έναν φίλο που, φαινομενικά, τα έχει όλα: είναι ωραίος, είναι υγιής, έχει μια γαμάτη θέση σε μια μεγάλη πολυεθνική, κάνει συχνά ταξίδια στις πιο ωραίες πόλεις του εξωτερικού, με έξοδα της εταιρίας, έχει μια Porsche Carrera, γονείς που τον λατρεύουν και μια υπέροχη σύντροφο. Τις προάλλες έμαθα πως πάσχει από χρόνια κατάθλιψη και μπαινοβγαίνει στις κλινικές.

Παντού γύρω μας έχουμε λόγους να είμαστε στεναχωρημένοι, θλιμμένοι, τρομοκρατημένοι: ποιος φοβόταν να πετάξει με το αεροπλάνο πριν 30 χρόνια; Οι γονείς μας έμπαιναν σε ένα αεροπλάνο και δεν είχαν να σκεφτούν ούτε τρομοκρατικά χτυπήματα, ούτε είχαν να ξεγυμνωθούν μπροστά στον έλεγχο αποσκευών, ενώ ο πατέρας μου, στην ηλικία μου, είχε τη δυνατότητα να κουβαλάει μαζί του στο αεροσκάφος, ακόμη και το ξυραφάκι ή το σουγιά του. Δεν του έλεγε κανείς τίποτα και κανείς δεν ανησυχούσε μήπως το αεροπλάνο πέσει.

Οι γονείς μας έβγαλαν χρήματα, έγιναν επιτυχημένοι επαγγελματίες και συντήρησαν ένα σπίτι και μια οικογένεια. Εμείς πάλι, νιέντε. Ζίροου. Μηδέν. Πως να νιώσει ο μέσος 30αρης όταν έχει να συναγωνιστεί την επιτυχημένη πορεία του γονιού του;

«Η νέα γενιά δεν έχει πλέον αυτό το συναίσθημα των απεριόριστων οικονομικών δυνατοτήτων. Βλέπουν πως υπάρχει ένα ταβάνι για όλα όσα επιχειρήσουν να κάνουν», καταλήγει με νόημα ο δρ. Νέιθαν Στοκχάμερ, διευθυντής στο William Alanson White Institute.