Το βιβλίο ζωής του Matthew Perry με τίτλο «Friends, Lovers, and the Big Terrible Thing», που κυκλοφόρησε ακριβώς ένα χρόνο πριν, σκαρφάλωσε ξανά από προχθές στην πρώτη θέση της λίστας με τα best seller στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς οι θαυμαστές του ανατρέχουν στις σελίδες του μετά τον ξαφνικό θάνατό του σε ηλικία 54 ετών, αναφέρει το ΑΠΕ.
Mάλιστα οι πωλήσεις του «έριξαν» από την κορυφή της λίστας των best seller της Amazon, τα απομνημονεύματα της Μπρίτνεϊ Σπίαρς (Britney Spears) «The Woman in Me», αναφέρει η Daily Mail.
Είναι μια θεωρία ή ένα κυνικό μάθημα οικονομίας που θα έπρεπε να διδάσκεται σε σχολές για καλλιτέχνες και πάσης φύσεως ροκ σταρ: το πως να «τινάξεις την μπάνκα στον αέρα» των πωλήσεων των άλμπουμ σου ή των βιβλίων σου με μια και μόνη σου κίνηση, τον θάνατό σου.
Να πεθάνεις, προκειμένου να ζήσεις για πάντα. Killing Yοurself To Live.
Η θεωρία του «χρήσιμου νεκρού»
Η κυνική θεωρία του «νεκρού διάσημου» – δηλαδή το γιατί ο θάνατος ενός καλλιτέχνη είναι η πιο έξυπνη και προσοδοφόρα κίνηση καριέρας που θα μπορούσε ο ίδιος να κάνει – είναι μια θεωρία σχεδόν… αξιωματικού χαρακτήρα που ισχύει από την πρώτη στιγμή της γέννησης της ποπ κουλτούρας: ένας καλλιτέχνης είναι πάντα πιο «χρήσιμος» νεκρός (μέσα στην επικείμενη «αγιοποίησή» του) παρά ζωντανός (μέσα στα πιθανά λάθη και αστοχίες στις οποίες θα υπέπιπτε αν συνέχιζε να ζούσε).
Ήταν κάτι που το είχαμε παρατηρήσει και στο παρελθόν, αν και όλη αυτή η ιστορία επιβεβαιώθηκε προ πολλών ετών, όταν ο θάνατος του Μάικλ Τζάκσον έφερε στην επιφάνεια ένα παλιό, αλλά πάντα επίκαιρο, ερώτημα σχετικά με τη βιομηχανία της σωουμπίζνες: πως είναι δυνατόν ο θάνατος ενός (σχετικά) νέου μουσικού ή ηθοποιού να αφυπνίζει ξαφνικά το ενδιαφέρον του κοινού για το έργο του. Μήπως τελικά, αν είσαι καλλιτέχνης, πρέπει να πεθάνεις νέος ώστε να διασφαλίσεις την όποια καλλιτεχνική υστεροφημία σου;
Η ιστοσελίδα Αmazon.com ανακοίνωνε τότε πως μέσα σε 24 ώρες από τον θάνατό του, τον Ιούνιο του 2009, ο Μάικλ Τζάκσον πούλησε όσα άλμπουμ είχε πουλήσει συνολικά τα προηγούμενα 12 χρόνια (1997-2009) και οι δίσκοι του κατέλαβαν τις πρώτες 15 θέσεις του καταλόγου με τα άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις στην συγκεκριμένη αμερικανική ιστοσελίδα.
Τα αγγλικά δισκοπωλεία ΗΜV ανακοίνωσαν ότι οι πωλήσεις δίσκων του «Βασιλιά της Ποπ» πολλαπλασιάστηκαν επί 80 (!), από την επόμενη κιόλας μέρα του θανάτου του, ενώ η αμερικανική εταιρία μετρήσεων Νielsen SoundScan ανακοίνωσε ότι οι πωλήσεις των άλμπουμ του Μάικλ Τζάκσον εκτινάχθηκαν στα ύψη: τρία άλμπουμ του (Νumber Οnes, Εssential Μichael Jackson και Τhriller) βρέθηκαν το καλοκαίρι του 2009 στις τρεις κορυφαίες θέσεις των πωλήσεων στις Η.Π.Α.
Νούμερα παράδοξα κι οξύμωρα, συγκρινόμενα με το ενδιαφέρον που επιδείκνυε το κοινό απέναντι στα πρόσφατα άλμπουμ του (τα οποία είχαν όλα «πατώσει» σε επιδεικτικό βαθμό), όσο ο Τζάκσον ζούσε και φυτοζωούσε καλλιτεχνικά, μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα στο σπίτι του στο Λος Άντζελες και το (εγκαταλελειμμένο πλέον) ράντσο του, την Neverland.
Μichael Jackson, καλύτερα νεκρός παρά ζωντανός
Τι άλλο συνέβη, κοιτώντας τους αριθμούς, αμέσως μετά τον θάνατο του Τζάκσον:
- 11 άλμπουμ του ίδιου ή των Jackson 5 βρέθηκαν αυτόματα στο Top 200 του αμερικανικού Billboard.
- 43 τραγούδια του μπήκαν άνετα στο Top 200 του αμερικανικού Billboard, εκ των οποίων 5 στο Top 30 και 20 στο Top 75.
- 422.000 άλμπουμ του πούλησαν τα δισκοπωλεία στις Η.Π.Α. μέσα στις επόμενες πέντε μέρες απ’ το θάνατό του.
- 57% αύξηση των πωλήσεων των άλμπουμ του σημειώθηκε μέσω Διαδικτύου.
- 2.3 εκατομμύρια τραγούδια του έγιναν μέσα σε ελάχιστα 24ωρα νόμιμο downloading από χρήστες των αντίστοιχων προγραμμάτων στο ίντερνετ.
Μήπως λοιπόν τελικά, το να πεθάνεις νέος δεν είναι στην πραγματικότητα μια «ατυχία», αλλά κάτι το οποίο μόνο καλό θα κάνει στην καλλιτεχνική σου υστεροφημία; Μήπως, αν συνέχιζες να ζεις και να παράγεις μουσικά ανοσιουργήματα όπως έκανε ο Τζάκσον από το 1997 και μετά, θα αμαύρωνε την φήμη σου;
Ποιος μου λέει εμένα πως αν ο Τζέιμς Ντιν συνέχιζε να κάνει ταινίες μέχρι σήμερα, δεν θα ήταν ακόμη ένας δευτεροκλασάτος ηθοποιός ακολουθώντας την πορεία του Μάρλον Μπράντο στα δικά του γεράματα, να παίρνει β’ ρόλους μόνο και μόνο λόγω «ένδοξου υποκριτικού παρελθόντος».
Σπουδαία και λατρεμένη η μουσική κληρονομιά που μας άφησε ο κιθαρίστας και τραγουδιστής των Nirvana, ο Κερτ Κομπέιν, αλλά λέτε σήμερα, αν δεν είχε αυτοκτονήσει το 1994, να είχε καταντήσει ακόμη ένας ανέμπνευστος και νερόβραστος αμερικανός ροκάς, όπως ο Τσαντ Κρούγκερ των Nickelback;
Και ίσως ο Τζον Λένον, ο Τζίμι Χέντριξ ή η Τζάνις Τζόπλιν να μην αποτελούσαν τα είδωλα τόσων και τόσων ανθρώπων αν ζούσαν και ηχογραφούσαν μέχρι σήμερα, με την συχνότητα που ηχογραφούν, από το 1980 και μετά, μέτρια προς κακά άλμπουμ οι Rolling Stones.
Η θεωρία του «Live fast, die young»
«It’s better to burn out than to fade away», είχε τραγουδήσει πριν ακριβώς 45 χρόνια ο καναδός Νιλ Γιανγκ, μια ατάκα που αποτέλεσε την στιχουργική Νέμεση του Κομπέιν, δίνοντάς του το έναυσμα να τραβήξει τη σκανδάλη της καραμπίνας του, εκείνο το βράδυ του Απριλίου του 1994. Σκέφτηκε πως, όντως, «είναι προτιμότερο να φύγεις απ’ τη ζωή με ένα μεγάλο μπαμ, παρά να ξεθωριάσεις με τον καιρό».
Μετά τον θάνατό του, οι πωλήσεις των άλμπουμ των Nirvana αυξήθηκαν επί 3, κι από εκεί που πουλούσαν 2-3 εκατομμύρια αντίτυπα, εκτοξεύτηκαν κοντά σε διψήφια νούμερα, σημειώνοντας μια αύξηση της τάξεως του 300%.
Όταν ο ράπερ Νοτόριους Μπιγκ δολοφονήθηκε το 1997, το άλμπουμ του με τον εύγλωττο, πλην τραγικά ειρωνικό, τίτλο «Life After Death» πούλησε 700.000 κομμάτια μόνο την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του. Και όλα αυτά για ένα καλλιτέχνη που, μέχρι να πεθάνει, το «ταβάνι» των πωλήσεών του δεν ήταν παραπάνω από τις 100-120 χιλιάδες.
Ομοίως και ο Tupac, ο οποίος κυκλοφόρησε (όχι ο ίδιος, αλλά κατόπιν επιθυμίας της ίδιας του της οικογένειας) μετά θάνατον περισσότερα άλμπουμ, απ’ ότι όσο ζούσε και δεν είναι τυχαίο πως ακόμη και σήμερα αποτελεί για την δισκογραφική του εταιρία μια «κότα» που μπορεί να βγάλει μερικά ακόμη χρυσά αυγά ετησίως.
Ο Έλβις Πρίσλεϊ επίσης έχει πουλήσει περισσότερα άλμπουμ από το 1977, που πέθανε, μέχρι σήμερα παρά μέχρι την 18η Αυγούστου της χρονιάς εκείνης που βρέθηκε νεκρός μέσα στο σπίτι του, στην Graceland.
Ο θάνατος ενός νέου καλλιτέχνη συγκινεί όχι μόνο επειδή πεθαίνει (αδικοχαμένος ή αυτόχειρας) σε μια μικρή ηλικία, αλλά κυρίως γιατί όλοι μας σκεφτόμαστε το «τι θα γινόταν αν συνέχιζε να ζει; πόσο περισσότερο θα διαμόρφωνε νεανικές συνειδήσεις με το έργο του;»
Είναι το τεράστιο «γαμώτο» που πλανήθηκε πάνω απ’ το κεφάλι πολλών όταν έμαθαν πως αποχαιρέτησε τα εγκόσμια ο Φρέντυ Μέρκιουρι των Queen ή ο Ιαν Κέρτις των Joy Division.
Πριν 15 χρόνια πέθανε από ναρκωτικά στα 28 του χρόνια ο Χιθ Λέτζερ, ένας αδιαμφισβήτητα ταλαντούχος ηθοποιός, που όμως είχε κάνει πολύ λίγες ταινίες ώστε να καταφέρει να περάσει τόσο νωρίς στο Πάνθεον των σπουδαίων ερμηνευτών: κι όμως, ο θάνατός του άγγιξε τόσες πολλές ευαίσθητες χορδές, ώστε έγινε ο πρώτος άνθρωπος που όχι μόνο πήρε ένα μεταθανάτιο βραβείο Όσκαρ, αλλά κατάφερε να εκτοξεύσει την τελευταία ταινία στην οποία εμφανίστηκε, τον «Σκοτεινό Ιππότη», σε cult μεγέθη, σε σημείο να ανακηρύσσεται «Νο1 καλύτερη ταινία όλων των εποχών» από τους αναγνώστες της έγκυρης κινηματογραφικής ιστοσελίδας www.imdb.com.
Για να μην αναφέρω τον Τζέιμς Ντιν, που με μόλις τρεις ταινίες στο ενεργητικό του, αλλά έναν τραγικό θάνατο στην ηλικία των 24 ετών, κατάφερε να γίνει ο πρώτος ηθοποιός που προτάθηκε δυο φορές για βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στα Όσκαρ μετά τον θάνατό του. Σύμφωνα με το περιοδικό Forbes (το οποίο, στο τέλος κάθε έτους, δημοσιεύει μια λίστα με τους πιο πλούσιους νεκρούς celebrities), το James Dean Εstate, ο οργανισμός που διαχειρίζεται το όνομα του Ντιν, έχει ένα ετήσιο εισόδημα της τάξεως των 5 εκατομμυρίων δολαρίων, απ’ τα δικαιώματα των ρόλων του και τις πωλήσεις αναμνηστικών αντικειμένων, merchandising κτλ.
Οι κυνικοί θεωρούν πως ο θάνατος του Τζάκσον, του αποκαλούμενου «Βασιλιά της Ποπ» τον επανέφερε στο… θρόνο που, είχε προ πολλού χάσει, με όλες αυτές τις δικαστικές περιπέτειες και την μακροχρόνια, λόγω αισθητικών επεμβάσεων και ψυχαναγκαστικών εμμονών, αποχής του από τα μουσικά πράγματα.
Αν ο Τζάκσον συνέχιζε να ζει, λένε οι ειδικοί εντός της μουσικής και δισκογραφικής βιομηχανίας, θα ήταν ένα φάντασμα του παλιού του εαυτού, ανίκανο να κυκλοφορήσει πλέον ένα τραγούδι της προκοπής, ένας μουσικός που είχε χάσει εδώ και πολύ καιρό την συμπάθεια του κοινού του και που θεωρούταν ένα freak από πολύ κόσμο, ακόμη και συναδέλφους του.
Και όμως, ο αιφνίδιος θάνατός του τόν εξανθρώπισε στα μάτια μας, τον έκανε να τον αντιμετωπίσουμε με τον δέοντα οίκτο που προκαλεί η έννοια της απώλειας.
Και αυτή η απώλεια, η αίσθησή της, η θλίψη και η νοσταλγία είναι που λειτουργούν ως καταλύτης οικονομικών (και όχι μόνο) εξελίξεων ως προς την υστεροφημία ενός καλλιτέχνη.