Αγαπημένε μου, σιχαμένε μου, μισητέ και λατρευτέ εαυτέ,
Διερωτώμαι σιωπηλά και φωναχτά ποιος είσαι τελικά. Κι αν πρέπει να με νοιάζει τόσο πολύ, αν πρέπει να με απασχολεί, λες και το δέντρο ασχολείται με το ρετσίνι που κυλά από τον κορμό του ή τα ξερά φύλλα που αργά χάνει τα φθινόπωρα της ζωής του. Είμαι εσύ ή είσαι εγώ; Τι είναι το πραγματικό; Είμαστε δύο ή ένα όλον αδιάσπαστο, ολοκληρωμένο και, συγχρόνως, πάντοτε στο χάος, χάσκουμε σαν στόμα ανοιγμένο;
Αφήνομαι στις ενοχλητικές μου σκέψεις και προχωράω μες στα απάτητα χιλιόμετρα του μυαλού που κάθε μέρα αποκτά κι άλλα ερεθίσματα, κι άλλα, μέχρι που κάποτε αστράφτει δυνατά και σβήνει για πάντα, την ώρα του θανάτου, την ώρα της τελευταίας και απόλυτης σιωπής. Δεν έχω άλλη επιλογή, σκέφτομαι άρα υπάρχω, υπάρχω άρα θα σκέφτομαι και μόνο όταν όλα παύσουν σε πυρ ειρηνικό, θα λήξουν κι οι σκέψεις. Τότε, οι άλλοι, εαυτέ μου, θα σκέφτονται για εμάς ό, τι θέλουν, ό, τι μπορούν, αναπόφευκτα περιορισμένοι μες στα σύνορα του δικού τους εαυτού.
Εαυτέ μου, με ζορίζεις, με ταλανίζεις. Θέλω να είμαι μια τεράστια αγκαλιά για όλον τον κόσμο, να κολυμπήσουν οι θάλασσες μέσα στις πράσινες φλέβες μου, να αγαπάω πλατιά, απερίσπαστα και χωρίς όρια, αλλά δεν μπορώ. Γιατί εγώ δεν είμαι μόνο εγώ. Θα μου πεις, λοιπόν, τι στο διάολο είμαι; Τι είμαστε;
Είμαι τα τραύματα, είμαι ο τρόπος που τα πάλεψα, που τα κουκούλωσα, που τα επούλωσα, που τα φόρτωσα σε άλλους ανθρώπους τιμωρώντας τους άθελά μου που δεν πόνεσαν όσο εγώ, που δεν έπαθαν αυτά που έχω πάθει εγώ και με μισώ, εαυτέ, όταν νιώθω ότι η ζωή μού χρωστά και γαντζώνομαι από τον λαιμό της σαν λυσσασμένο βρέχος, μονίμως σε πείνα και δίψα, σε ακόρεστες ανάγκες. Είμαι οι χαρές, αυτές που γιόρτασα, αυτές που άξιζα, αυτές που έφθασα με την άκρη των δαχτύλων μου μετά από μακρινές περιπόλους στους γύρω δρόμους του πανικού και της λύπης, γιατί οι χαρές μου οι μονάκριβες θέλαν κι αυτές τον αγώνα τους κι αν κάποιες μου δόθηκαν από ζευγάρια χέρια γενναιόδωρα κάτι βράδια τις είχα από καιρό καλέσει και ζητήσει μέσα μου κι απλώς με άκουσαν και μου ζήτησαν να κάνω υπομονή. Και τις χαρές τις λέω θαύματα, στον αντίποδα, πάντα, των τραυμάτων κατά τον μέγιστο Παπάζογλου και το «είσαι γύρω μου ένα θαύμα/είσαι μέσα μου ένα τραύμα».
Κι έτσι, λοιπόν, και διόρθωσέ με, εαυτέ, αν σφάλλω, γιατί συνήθως σφάλλω (να άλλη μια μεγάλη απόλαυση και χαρά του βίου των ανθρώπων, τα σφάλματα), βρίσκω ακριβέστατη την θεωρία συνύπαρξης θαυμάτων και τραυμάτων. Μια οι χαρές σκεπάζουν τις πληγές, μια οι γρατσουνιές λερώνουν τα κέφια και τα μεγαλεία μας. Και δεν θα κατανοούσα καμία ευτυχία, χωρίς καμβάδες σκοτεινούς να την αναδεικνύουν, πτώσεις βαριές και καταιγιστικές. Ούτε θα μούσκευα τα μάτια μου γεμάτη αγωνία και ρωγμές, αν δεν είχα να κλαίω για χαρές που πέρασαν, κατειλημμένη από τον φόβο πως δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Ο κόσμος μεταγλωττίζει τις κοσμογονίες και τους χαλασμούς σε εξέλιξη. Μετακινήσεις τεκτονικών πλακών, καταβύθιση νησιών, λώσιμο των πάγων, εξαφάνιση ειδών και να τος ο πλανήτης. Το ίδιο το σύμπαν φτιάχτηκε από μια έκρηξη και μπαμ-να’ μαστε κι εμείς με τα χωριά μας, τις λεωφόρους μας, τις πτώσεις αστεριών τα καλοκαίρια, τον απέραντο ορίζοντα που γλυκαίνει το βλέμμα μας καλοκαίρια και χειμώνες. Να τος ο ήλιος, η σελήνη, οι ολοστρόγγυλοι πλανήτες του απίθανού μας γαλαξία.
Κι η ψυχή μας σκάει σαν μπαλόνι κι εκρήγνυται. Πρώτη βία η γέννηση, τότε εαυτέ μου που ακόμα δεν υπήρχες, που υπήρχα μόνη μου, ανθρώπινη μάζα με αυτάκια και βρεβικά νυχάκια και κλάμαα. Δεύτερη βία, ο αποχωρισμός μου από το στήθος της μαμάς. Κι έπειτα, βίες, βίες, βίες. Να πάω κατασκήνωση σε χωριστό από τους γονείς καλοκαίρι. Να με απορρίψει εκείνο το αγοράκι στο πάρτυ -δεν χόρεψε ποτέ εκείνο το μπλουζ μαζί μου. Να μην μου μιλά η καλύτερη φίλη μου στο σχολείο. Να νιώσω το πρώτο, βαθύ ερωτικό θρόισμα μες στα φύλλα της καρδιάς. Και να δω, χρόνια πολλά αργότερα, την ίδια καρδιά να γίνεται θρύψαλλα μες στο στήθος μου, να μαυρίζουν τα μάτια μου, να κλαίω στάχτες. Έτσι, σε βρίσκω συνεχώς εαυτέ μου, είσαι ένα πλάσμα που δεν μπορώ να περιγράψω, κρύβεσαι κι αποκαλύπτεσαι μέσα από τα χαλάσματα της κοινής μας ζωής. Σε πάω, σε άγω, σε φέρνω, σε ρίχνω σε γκρεμούς και σε ξανασηκώνω, σε αντέχω, με ανέχεσαι.
Όταν αγαπιόμαστε είναι πολύ ωραία. Πιάνουμε οι δυο μας από το χέρι τις χαρές και τις πληγές και πάμε. Πάμε να βρούμε κι άλλες, κι άλλα. Μαζί. Κράτα με να σε κρατώ, τ’ ακούς;
Με αγάπη,
Εγώ, δηλαδή Εσύ