Παραδοσιακά το έντυπο βιβλίο είναι η κορυφή των επιλογών μας και το audiobook μοιάζει με κάτι σαν “δεύτερη κατηγορία”. Ο αναγνώστης είναι σαν να κάνει έναν “κόπο” ακόμα κι αν του προσφέρει απόλαυση, ενώ εκείνος που ακούει βιβλία στο αυτοκίνητο μοιάζει με κάποιον που “παρακάμπτει τη διαδικασία”. Κάθε φορά που μιλάμε για διάβασμα και ακοή αναδύεται ένα υποδόριο ερώτημα: ποιο είναι πιο σωστό; Ποιο μορφώνει καλύτερα τον εγκέφαλο; 

Όταν διαβάζουμε το μάτι δε βλέπει απλώς γράμματα. Η όραση αποσπά τα σύμβολα, ο εγκέφαλος τα μετατρέπει σε λέξεις και μετά το μυαλό “σκηνοθετεί” εικόνες, πρόσωπα, μουσικές, ατμόσφαιρες. Η ανάγνωση είναι μία πράξη αποκωδικοποίησης. Ενεργοποιεί περιοχές σχετικές με: 

• γλωσσική επεξεργασία, 
• οπτική φαντασία, 
• εργαζόμενη μνήμη, 
• προσοχή και συγκέντρωση. 

Με άλλα λόγια, όταν διαβάζεις το μυαλό σου δουλεύει σαν εργοστάσιο που παράγει νόημα από σύμβολα. Δεν σου δίνει εικόνες έτοιμες, σε βάζει να τις χτίσεις. Αυτό από μόνο του είναι άσκηση και κάπου εκεί γεννιέται ο μύθος: “Άρα το βιβλίο είναι καλύτερο από το audiobook”.  

Το audiobook δεν “απλοποιεί” τη σκέψη. Ενεργοποιεί άλλες διαδρομές: τις ακουστικές, τις συναισθηματικές, τις ρυθμικές. Ο τόνος της φωνής, η παύση, η ερμηνεία… όλα δημιουργούν μια εμπειρία διαφορετική από την ανάγνωση. Έρευνες δείχνουν ότι η ακρόαση αφηγήσεων ενεργοποιεί τον εγκέφαλο σχεδόν ταυτόσημα με το διάβασμα, ειδικά σε περιοχές που αφορούν κατανόηση και φαντασία. 

Η ψυχολόγος Ελίζαμπεθ Γκάιπελ το εξηγεί απλά: το audiobook είναι εξίσου αποτελεσματικό με το διάβασμα μόνο όταν του δίνεις την πλήρη προσοχή σου. Όταν όμως το ακούς την ώρα που μαγειρεύεις, οδηγείς, σιδερώνεις, χάνεις βάθος επεξεργασίας. Ο εγκέφαλος ακούει, αλλά δε σκέφτεται. Δεν “μένει”. Το πρόβλημα δεν είναι τα audiobooks, αλλά η εποχή. Κάνουμε τα πάντα μαζί κι έπειτα ρωτάμε γιατί δεν θυμόμαστε. 

Αν ο στόχος σου είναι: 

• να μάθεις κάτι δύσκολο, 
• να κατανοήσεις ένα χτίσιμο ιδεών, 
• να κάνεις βαθιά ανάγνωση τότε το διάβασμα είναι πιο αποτελεσματικό, επειδή απαιτεί “μονογαμική” προσοχή. Δεν μπορείς να διαβάσεις κάνοντας άλλα πέντε πράγματα. Σε σταματά, σε καλεί, σε υποχρεώνει να είσαι εκεί. 

Αν όμως ο στόχος σου είναι: 

• να ζήσεις μια ιστορία, 
• να απολαύσεις αφήγηση, 
• να κινηθείς στον κόσμο της φαντασίας, 

τότε το audiobook μπορεί να είναι ακόμα πιο πλούσιο. Η ερμηνεία φωνής προσθέτει συναίσθημα, ατμόσφαιρα, χροιά. Σου δίνει ρυθμό κι ενεργοποιεί τη φαντασία σου. 

Υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους το audiobook δεν είναι επιλογή αλλά λύτρωση. Άτομα με δυσλεξία, χαμηλά επίπεδα γραμματισμού, προβλήματα όρασης, μαθητές σε ξένη γλώσσα. Για εκείνους η ακρόαση δεν είναι υποβάθμιση της σκέψης, αλλά απελευθέρωση της γνώσης. Η ακρόαση μαζί με το διάβασμα βοηθά αυτούς που δυσκολεύονται να αποκωδικοποιήσουν λέξεις. Για τους “καλούς αναγνώστες”, όμως, το διπλό ερέθισμα μπορεί να κάνει το αντίθετο: να κουράσει, να μπουκώσει τον εγκέφαλο, να χαθεί η ουσία. 

Αν ακούς ένα βιβλίο όταν μαγειρεύεις, ίσως το κάνεις επιπόλαια. Αν κάθεσαι και ακούς με συγκέντρωση, τότε είναι ανάγνωση με αυτιά. Αν διαβάζεις αλλά το μυαλό σου τρέχει αλλού πάλι χάνεται η ουσία. Το κλειδί είναι στο πως το βιβλίο σου αλλάζει τον τρόπο που σκέφτεσαι. Το μυαλό δε θέλει υποχρεωτικά σελίδες, θέλει χρόνο κι απόλυτη συνθήκη συγκέντρωσης. Αν ένα παιδί ανακαλύπτει την απόλαυση της λογοτεχνίας μέσα από ακουστικά, δε “χάνει απαραίτητα την αξία του βιβλίου”. Το σημαντικό δεν είναι πως διαβάζουμε, αλλά ότι δεν παύουμε να διαβάζουμε κι αυτό μας κρατά κυριολεκτικά και μεταφορικά ζωντανούς. 

*Mε στοιχεία από το New Scientist

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.