Οι λέξεις «τραπέζι» και «τραπέζια» δεν περιγράφουν μόνο έπιπλα, αλλά βασικά ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας, από αυτά που για κάποιο λόγο αποκτούν την δική του ξεχωριστή θέση στην μνήμη μας.

Ο ανθρώπινος πολιτισμός κατόρθωσε να αναγάγει το φαγητό σε αφορμή συνάντησης. Όσο ζωτικής σημασίας και να είναι η λήψη τροφής («καθαρίζουμε φρούτα για να διατηρούμε την αργή μας σήψη», που λένε και οι Στέρεο Νόβα), το να μετατρέπεις την διαδικασία της λήψης της τροφής σε μοίρασμα μοιάζει εξίσου ζωογόνο. Και αναζωογονητικό.

Μετά τα dinner πάρτυ του χειμώνα ή τα γιορτινά μαγειρέματα για την οικογένεια και τους φίλους μας, έρχεται το ανοιξιάτικο ξεφάντωμα της γαστρονομικότητας, με το Πάσχα να σηκώνει το λάβαρο των μαζώξεων και να το κρατά ψηλά. Ξεκινούν τα υπαίθρια τραπέζια, τα μπουκάλια παρατάσσονται, τα ταψιά δίνουν και παίρνουν, τα τσουγκρίσματα και ίσως και το Instagram παίρνουν φωτιά.

Το καλοκαίρι είναι μια ωδή στην επαφή και, βασικότερα, στην αφή. Η ζέστη, τα πρωινά, μας χαυνώνει, όμως υπάρχουν δύο κοιλάδες μες στο 24ωρο μιας καλοκαιρινής μέρας (και ιδανικά μιας καλοκαιρινής μέρας διακοπών) που μας περιμένουν δροσερές και γόνιμες. Μιλώ για τα μεσημέρια, με σάονυτρακ εν εκστάσει τζιτζίκια και για τα βράδια, με το πάρτυ των κουνουπιών και τη γλυκιά ζάλη του φεγγαρόφωτος.

Το φαγητό είναι αφή, η αφή είναι η ανώτερη των αισθήσεων, γιατί τις περιλαμβάνει όλες. Να πίνω, δηλαδή, ούζο Βαρβαγιάννη πράσινο με την Εσμεράλδα στο Σούνιο, να τρώω γαριδάκι Σύμης τηγανιτό και χόρτα με πολύ λεμόνι, να μην μιλώ καθόλου, να νιώθω το φαγητό και το ποτό να με ενώνει με το τοπίο γύρω, με την κολλητή, με τον εαυτό μου.

Τα μεσημέρια

Υπάρχει η εκδοχή του δουλεύω στην πόλη ή κάνω σεζόν, αλλά δικαιούμαι lunch break. Αν είμαι τυχερός, το μοιράζομαι με συναδέλφους. Κάνουμε μια μικρή στάση στην κοντινή ταβέρνα και παίρνουμε πράγματα για τη μέση. Αυτό το χαρακτηριστικό της μεσογειακής κουζίνας που μπορεί να σπάσει σε χίλιους μεζέδες, μπορεί να γίνει επί της ουσίας δημοκρατική, να τη μοιραστείς, να την ανταλλάξεις από μπουκιά σε μπουκιά.

Τα τραπέζια στο Ουζερί Λέσβος των εργαζόμενων με τα βγαλμένα σακάκια, οι παρέες φοιτητών που τελειώνουν εξεταστική στα Άγραφα λίγο πιο πάνω ή στο Τηνιακό έχουν μεγάλη χάρη. Το αλκοόλ το μεσημεράκι πάντα ρέει διαφορετικά, ευεργετεί γλυκά το πνεύμα, το χαλαρώνει ένα τσακ, να μπορέσει να βγάλει την υπόλοιπη μέρα. Η ρήση «καλοκαίρι έχουμε μωρέ, ας πιούμε» είναι χαρακτηριστική. Αντίστοιχη με άλλες του τύπου: «Τσικνοπέμπτη έχουμε μωρέ!» και «Ε, γιορτές έχουμε» ή «Σαββατόβραδο είναι».

Με έχουν συγκινήσει πολύ και τα μεσημεριανά φαγιά των εργαζόμεων σε νησιά που δουλεύουν βράδυ. Έχετε δει οικογένεια Αλβανών στη Μύκονο, Άνω Μερά, να στρωνει πάνω στο πλαστικό λευκό τραπεζάκι το τραπεζομάντηλο, να βγάζει το ψωμί και την κόκα κόλα και να τρώει όλο γαλήνη και κούραση; Ο μπαμπάς λάντζα, η μαμά σαλάτες, τα παιδιά τα προσέχει η θεία πο τα βράδια έχει σχολάσει από την πρωινή βάρδια. Τρώνε λαδερά κατσαρολάτα με φέτα ή λευκό τυρί που’ ναι φθηνότερο. Τουρσιά, ρετσίνα, παπάρες στα λάδια από τα πιάτα. Κρεμμυδοσκόρδο άφθονο για νοστιμιά κι υγεία.

Οι νεότεροι ξυπνούν μεσημέρι για να πιουν μισό κιλό καφέ. Κι απλώνουν πόδι ταλαιπωρημένο στο λευκό πεζουλάκι που φωτογραφίζει όλο δέος η τουρίστρια, φορούν γυαλιά ηλίου, σκρολάρουν. «Φάε, πήρα από το φούρνο λουκανικοπιτάκια και μπισκότα», «Δεν θέλω ρε, τρώω τη μπανάνα, έχει μαυρίσει. Θες κανα φρούτο; Έχω πάρει, λεχει στο ψυγείο», «Ρε μαλάκες, να φτιάξω μια ομελετάρα;». Το πρωινό που γίνεται μεσημεριανό. Το μπραντς των φτωχών που μαζεύουν λεφτά για τον δικό του σκοπό ο καθένας. Το μοίρασμα, μοίρασμα. Κι η ιεροτελεστία, ιεροτελεστία.

Και μετά την θάλασσα, στα ρεπό ή στις βακάνς. Το ξύπνημα της παιδικότητας στην πρώτη οσμή της κρούστας που κάνει ο κεφτές στο τηγάνι. Τα μαγικά χέρια της γιαγιάς που κόβει και τηγανίζει χρυσαφένιες, λεπτές πατάτες. Η σαλάτα της η χωριάτικη, ποτέ δεν θα μπορέσεις να την φτιάξεις τόσο τέλεια, με την σωστή αναλογία αγγουριού-λαδιού-φέτας-ντομάτας. Κι η μαμά προσθέτει κάπαρη και μαθαίνεις να την αγαπάς γιατί την αγαπά η μαμά σου. Ξιπόλητοι τρώτε. Ο αδερφός σου δίπλα αρχίζει να ζητά παγωτό. «Όχι πάλι παγωτό, ο μπαμπάς κόβει καρπούζι». Μας το βγάζουν σε πολύχρωμα, πλαστικά πιάτα. Ορμάμε. Σε λίγο θα διαβάζουμε κόμιξ όσο οι μεγάλοι κοιμούνται και μόλις πάει 6 θα μας αφήσουν να βγούμε με τα ποδήλατα. Νυστάζουμε, αλλά δεν αντέχουμε στην ιδέα ότι μας ξεφεύγει ζωή εκεί έξω. Σκαρφιζόμαστε καθημερινά λόγους για ανταρσίες απέναντι στο καθεστώς της οικογένειας, τους κανόνες και τα όριά της.

Κι αν είσαι ερωτευμένος, ξέρεις καλά, το καλοκαίρι διαστέλλει κι άλλο τον ήδη σαλό χρόνο. Το σώμα εξαντλημένο από θάλασσα και έρωτα ζητάει τροφή. Σε αυτήν την ταβέρνα που θα σου μάθει εκείνος, που πήγαινε χρόνια πριν σε γνωρίσει κι έτρωγε ακριβώς το ίδιο πιάτο, σε αυτό το σημείο που έχει αυτήν την θέα που ξέρεις πως, και να χωρίσετε μια μέρα, δεν θα μπορέσεις ποτέ να ξεχάσεις. Τραπέζι για δύο, εδώ. Όλο κοιτιέστε. Τρώτε, αλλά χορταίνετε στην πρώτη μπουκιά. Μένουν πράγματα, τα παίρνετε πακέτο για το ψυγειάκι του ενοικιαζόμενου. Θα σας χρειαστούν.

Τα βράδια

Τα βράδια είναι για τις παρέες. Με ή χωρίς κράτηση. Στα παραλιακά μαγαζιά με τα μοναστηριακά τραπέζια και τα τεράστια ποτήρια όπου μέσα καίνε ατάραχα κατάλευκα κεριά. Με ποικιλίες θαλασσινών να στήνουν βουναλάκια, με αμπελοφάσουλα, με πιατέλες γεμάτες σασίμι και νιγκίρι, κοκτέιλ από τα καλαμάκια των οποίων δοκιμάζουμε όλοι, μεσιακά λεφτά, εγώ πήρα τόσα, εγώ έφαγα περισσότερο, άσε με να κεράσω, δεν πας καλά, και τέτοια.

Κάποια στιγμή, φουντώνει μια διαφωνία και ανεβαίνουν κάπως οι εντάσεις. Η πολιτική, η μπάλα, ο σεξισμός, ο πρώην της Λένας το καθίκι, η εργασιομανία, «ρε συ, το’χεις ξεφτιλίσει με την κόκα», τα αντικαταθλιπτικά του Πέτρου, ο Σωτήρης που δεν παίρνει θέση ποτέ κι αυτό εκνευρίζει ορισμένους.

Κάποιος, κάποιοι καπνίζουν αρκετά. Καλοκαίρι, δροσερή αυλή ή μπαλκόνι, σανδάλι στο πόδι, να’ χεις φάει κοψίδια με τζατζίκι και πατάτες και μπίρα και μετά να ανάβεις ένα τσιγάρο. Λίγα πράγματα το αντιμάχονται σε ηδονικότητα αυτό το πράγμα. Γελάμε όλοι μαζί. Κάποια κλαίει. Τραγουδάμε, γιατί έτσι. Είναι απρόβλεπτες οι παρέες. Σε κάποια ώρα, μπορεί να την έχουμε ακούσει λιγάκι από τα κρασιά και τα τσίπουρα.

Κι αν είσαι παιδί, τρέχεις στα γύρω τραπέζια και σε μαζεύει η μάνα σου να μην ενοχλείς κόσμο. Χαϊδεύεις την γατούλα που κόλλησε γιατί την τάισες ψαράκι. Δεν σε χωρά ο τόπος, ο μπαμπάς έχει αράξει κι όλο μιλάει, μιλάει και πότε θα φύγετε να πάτε πάλι στην άμμο; Οι ταβερνιάρηδες φαντάζουν γκραν γκινιόλ φιγούρες, όπως τους κοιτάς από χαμηλά, λερωμένες ποδιές, ιδρωμένα μάγουλα, χέρια τραυματισμένα από την δουλειά, το τηγάνι, τις κοπές.

Κι αν έχεις γενέθλια ή γιορτή μες στο καλοκαίρι, τρως τούρτα παγωτό και καλείς όσους ξέμειναν στην ίδια πόλη σε ένα τραπέζι στην Αγίου Γεωργίου κι εκείνος στο γεμίζει ηλίανθους κι οι φίλοι καταφθάνουν κι εσύ λάμπεις από ευτυχία και αγωνιάς αν θα φάνε όλοι, αν φτάνουν όσα παρήγγειλες (γαμώ το περιορισμένο μπάτζετ γαμώ), αν περνούν καλά όλοι, αν περνούν καλά όσο εσύ. Και το ζεις και πίνεις και τσιμπολογάς και κοιτάς ψηλά και ξέρεις, αυτή η στιγμή δεν θα ξαναέρθει. Κάποιες στιγμές είναι τόσο τέλεια τέλειες που σπάνε σαν θρύψαλλα στον ουρανό την ώρα που σχηματίζονται.

Τα καλοκαίρια περνούν, οι ρόλοι αλλάζουν. Κάποτε, τα γεμιστά της γιαγιάς που λάτρευε να τσιμπολογά ο θείος, κάποτε οι ψαροφαγίες με τους κουμπάρους, τώρα το δικό σου κριθαρώτο με θαλασσινά, τώρα η πίτα της κολλητής και οι δύο διαφορετικές μακαρονάδες στο Διακοφτό, η μία με σκόρδο και λάδι και η άλλη σουφλεδάτη στον φούρνο, δυο ζευγάρια, ένα παλιό, δοκιμασμένο κι ένα καινούργιο, να καίγεται και να κινδυνεύει χωρίς να το ξέρει.

Κάποτε, ο παππούς που έβγαζε το κουκούτσι μέσα απ’ τη σάρκα του βερίκοκου, τώρα νεκρός, κάποτε ο Τάσος που γέμιζε συνεχώς το σφηνοπότηρό σου με ρακή, τώρα νεκρός, μαζευόμαστε συνεχώς σε τραπέζια κι οι νεκροί μας από δίπλα χορταίνουν μαζί μας-κάποτε, ρίχνουμε μια στάλα κρασάκι στο χώμα να πιουν, όπως έκαναν οι αρχαίες κι οι αρχαίοι και σκοτώνουμε την πίκρα στον βωμό της ζωής που συνεχίζεται, να μην χαλάσουμε την παρέα, την στιγμή, την βραδιά.

Κάποτε, το σουβλατζίδικο στην πλατεία του χωριού ως επιτομή νοστιμάδας, τώρα το Θαλασσάκι της Τήνου, οι μαγειρικές του Αθηναγόρα Κωστάκου και η άψογη μπλακ φόρεστ του Αντώνη Σελέκου να καρφώσεις πάνω τα κεριά σου να τα σβήσεις σαν άλλη Λώρα κι εσύ, εσύ, εσύ, το κορίτσι του καλοκαιριού που τρώει, γράφει, αγαπάει και ξανά από την αρχή, το κορίττσι που θυμάται, θυμάται, θυμάται περισσότερο μπορεί από όσο ζει, ζει, ζει.