Δεν είναι playlist αυτό που ακούω. Είναι η Αθήνα σε raw edit. Ένα lo-fi ηχητικό ημερολόγιο, όπου το scratch ενός παλιού φρένου διαδέχεται την φωνή ενός delivery που προσπερνά κάποιον που σταμάτησε απότομα και σβήνει στην ανηφόρα. Δεν έχει φίλτρα, δεν έχει καμία πρόθεση να γίνει όμορφο. Είναι η πόλη όπως ανασαίνει από τις ρωγμές της: το πεζοδρόμιο ως κασέτα που γράφει μόνη της. Μια κασέτα που δεν ζήτησε ποτέ να την ακούσεις, αλλά εκείνη ρολάρει και γράφει, ασταμάτητα. Χαρτόκουτα που σκίζονται έξω από ένα σούπερ-μάρκετ, καρότσια που χορεύουν στα πλακάκια, φωνές που σέρνουν την κούραση του μεροκάματου, όλα αυτά είναι αρχεία ήχου. Και σαν τα καλά b-sides, τα ανακαλύπτεις μόνο αν σκύψεις λίγο πιο κοντά.
Την περισσότερη ώρα περπατάμε σαν να αποφεύγουμε το ίδιο το έδαφος. Μάτια καρφωμένα σε οθόνες, αυτιά θωρακισμένα με ακουστικά, κορμιά σε πτήση, ούτε καν αγγίζουν το πεζοδρόμιο. Σαν να είναι κάτι ντροπιαστικό. Σαν να είναι πιο ασφαλές να μην το δεις… ή να το ακούσεις.
Κι όμως, αν σταθείς (όχι πολύ, για λίγο μόνο) θα το ακούσεις: το πεζοδρόμιο καταγράφει. Είναι ένας παλιός μαγνητικός δίσκος, γεμάτος γρατζουνιές από τις μπότες του χειμώνα του ’08, λερωμένος από τα αποφάγια του take-away, και γεμάτος πολλές σιωπές. Τις σιωπές εκείνων που κοιμούνται πάνω του.
Η πόλη, αν της το επιτρέψεις, είναι ο πιο συνεπής lo-fi παραγωγός που υπήρξε ποτέ. Δεν φτιάχνει κομμάτια, φτιάχνει ένα ηχητικό ίζημα, γεμάτο από θραύσματα που στέκουν ανάμεσα στο noise και το μουσικό υπόβαθρο της απουσίας. Ένα μπουκάλι που κυλά με τον αέρα, πιο μουσικό κι από synth line. Μια μάνα που φωνάζει «Κώστα, μην τρέχεις, θα φας τα μούτρα σου!»… Πιο αυθεντικό από οποιοδήποτε vocal sample.
Εδώ δεν υπάρχει reverb, ούτε compression. Μόνο ζωντανή, τυχαία μίξη: το αντίθετο της παραγωγής. Το πεζοδρόμιο της Αθήνας, στην πραγματικότητα, δεν ηχογραφεί εμάς. Εμείς, άθελά μας, είμαστε το βουητό στο background της δικής του λούπας.
Η πολιτική των καθημερινών ήχων
Οι ήχοι της πόλης δεν είναι ουδέτεροι. Τίποτα σ’ αυτό το ηχητικό αστικό τοπίο δεν είναι αθώο. Το ποιος ακούγεται, ποιος καλύπτεται, ποιος σωπαίνει, όλα αυτά είναι πολιτικές αποφάσεις, ακόμα κι όταν συμβαίνουν χωρίς πρόθεση. Ο ήχος ενός drone που αιωρείται πάνω από διαδήλωση. Το επαναλαμβανόμενο «Σιγά ρε φίλε, μην σπρώχνεις» μέσα στο τρόλεϊ. Μια βαλίτσα που σέρνει κάποιος πάνω στην καυτή άσφαλτο ενώ τα ροδάκια της φαλτσάρουν, όλα αυτά είναι αρχεία κοινωνικής κατάστασης, δεν είναι ambiance.
Η αόρατη ηχογράφηση των πεζοδρομίων φυλάει μέσα της έναν ταξικό χάρτη:
Η μηχανή ενός παπιού που ουρλιάζει σε κάποιο στενό της Καλλιθέας δεν θα βρεθεί ποτέ σε lounge συλλογή.
Ο ρυθμός με τον οποίο ένας ρακοσυλλέκτης σέρνει το καρότσι του, πιο μεστός από beat, δεν θα καταλήξει ποτέ σε διαφήμιση… (Χμμ, ποτέ μην λές ποτέ).
Μια γυναίκα που μιλάει μόνη της στο Σύνταγμα, η πιο συνεπής performer από κάθε spoken word καλλιτέχνη.
Ακούμε, αλλά δεν ακούμε. Ηχητικά είμαστε μια κοινωνία που χειραγωγεί και αποσιωπά, το αληθινό lo-fi της πόλης είναι εκείνο που δεν περνάει από mastering. Που δεν μπαίνει ποτέ σε playlist. Αλλά το πεζοδρόμιο δεν λογοκρίνει. Είναι ο πιο έντιμος καταγραφέας. Γι’ αυτό κι αν ακούσεις προσεκτικά, θα νιώσεις ντροπή. Ή θυμό. Ή αγάπη. Ή και όλα μαζί, όπως πάντα.
Το lo-fi ως πολιτική αισθητική
Το lo-fi δεν είναι απλώς ένα εφέ. Είναι τρόπος να κοιτάς. Να αποδέχεσαι την ασάφεια. Να μη διορθώνεις τον θόρυβο, αλλά να τον αναγνωρίζεις ως κομμάτι του κόσμου.
Δεν έχει καμία σχέση με vintage φετιχισμό, με δίσκους που τρίζουν επειδή είναι «κουλ». Το αθηναϊκό lo-fi δεν είναι κουλ. Είναι βρώμικο, σπασμένο και βαθιά αληθινό. Είναι ηχογράφηση χωρίς άδεια, πάνω σε κραδασμούς από ασανσέρ, ατάκες που ξέφυγαν από έναν στιγμιαίο τσακωμό μέσα στην τρέλα της μέρας, ή το βουητό ενός εξαερισμού που κανείς δεν επισκεύασε.
Φυσικά, η mainstream αισθητική ζητάει καθαρότητα. Θέλει να ακούς μόνο το “σημαντικό”, αφού πρώτα έχει απομονωθεί, επεξεργαστεί, λειανθεί. Το lo-fi όμως λέει κάτι άλλο: Ο κόσμος δεν είναι καθαρός. Και το σημαντικό δεν ακούγεται πάντα καθαρά.
Και κάπως έτσι, το πεζοδρόμιο γίνεται μανιφέστο. Ένα tape loop που καταγράφει τα απομεινάρια του πολιτισμού σου. Ενίοτε σε κάνει συνένοχο. Άλλοτε σου θυμίζει ότι ακόμα και τα πιο σπασμένα πράγματα, όταν τα αφήσεις να ακουστούν, φτιάχνουν ρυθμό.
Burial, Fennesz, Grouper, όλοι αυτοί που έφτιαξαν μουσική με φωνές που σβήνουν, με θόρυβο και ψίθυρο, ήξεραν κάτι βασικό: Η ατέλεια είναι πιο ειλικρινής από την τελειότητα. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στα χαλασμένα κουτιά της ΔΕΗ και τις πεθαμένες γόπες σφηνωμένες ανάμεσα σε πλακάκια, η Αθήνα το ψιθυρίζει καθημερινά.
Δεν ξέρω αν μπορούμε πια να ακούσουμε αληθινά. Ίσως μας κατέκλυσαν τόσα φίλτρα, τόσες ενισχυμένες πραγματικότητες, που ο ήχος της ζωής (ο άκομψος, ο άτεχνος, ο καθημερινός) έγινε φασαρία. Κι όμως, εκεί βρίσκεται η ουσία: στον τυχαίο βήχα ενός περαστικού, στο τολμηρό και επίμονο “ντριν, ντριν, ντριν” του ποδηλάτου που ξέφυγε από τη λωρίδα, στον ξερό ήχο από το χτύπημα του ηλεκτρικού εισιτηρίου στο ακυρωτικό μηχάνημα και στην απάντηση “η κάρτα δεν έχει υπόλοιπο” μέσα σε ένα λεωφορείο που περνάει, στην επανάληψη μιας φράσης που ακούγεται τόσες φορές κάθε μέρα σε κάθε γωνιά της πόλης, χωρίς να σημαίνει απολύτως τίποτα, παρά μόνο ρίσκο.
Όχι, η Αθήνα δεν ζητά να γίνει soundtrack. Δεν έχει ανάγκη από αποδοχή. Απλώς ηχεί. Κι αν κάποτε σταματήσουμε να την προσπερνάμε, ίσως ανακαλύψουμε πως το πιο τίμιο αρχείο της δεν είναι το Google Maps ούτε τα δημοτικά αρχεία, αλλά αυτό το αλλόκοτο mixtape των πεζοδρομίων της, όπου κάθε ήχος, κάθε θόρυβος, είναι και μια υπενθύμιση: ότι υπάρχουμε ακόμα, ότι κινούμαστε, ότι αφήνουμε ίχνος.
Και όσο ακούγεται, δεν έχει σωπάσει.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Δεν είναι playlist αυτό που ακούω. Είναι η Αθήνα σε raw edit. Ένα lo-fi ηχητικό ημερολόγιο, όπου το scratch ενός παλιού φρένου διαδέχεται την φωνή ενός delivery που προσπερνά κάποιον που σταμάτησε απότομα και σβήνει στην ανηφόρα. Δεν έχει φίλτρα, δεν έχει καμία πρόθεση να γίνει όμορφο. Είναι η πόλη όπως ανασαίνει από τις ρωγμές της: το πεζοδρόμιο ως κασέτα που γράφει μόνη της. Μια κασέτα που δεν ζήτησε ποτέ να την ακούσεις, αλλά εκείνη ρολάρει και γράφει, ασταμάτητα. Χαρτόκουτα που σκίζονται έξω από ένα σούπερ-μάρκετ, καρότσια που χορεύουν στα πλακάκια, φωνές που σέρνουν την κούραση του μεροκάματου, όλα αυτά είναι αρχεία ήχου. Και σαν τα καλά b-sides, τα ανακαλύπτεις μόνο αν σκύψεις λίγο πιο κοντά.
Την περισσότερη ώρα περπατάμε σαν να αποφεύγουμε το ίδιο το έδαφος. Μάτια καρφωμένα σε οθόνες, αυτιά θωρακισμένα με ακουστικά, κορμιά σε πτήση, ούτε καν αγγίζουν το πεζοδρόμιο. Σαν να είναι κάτι ντροπιαστικό. Σαν να είναι πιο ασφαλές να μην το δεις… ή να το ακούσεις.
Κι όμως, αν σταθείς (όχι πολύ, για λίγο μόνο) θα το ακούσεις: το πεζοδρόμιο καταγράφει. Είναι ένας παλιός μαγνητικός δίσκος, γεμάτος γρατζουνιές από τις μπότες του χειμώνα του ’08, λερωμένος από τα αποφάγια του take-away, και γεμάτος πολλές σιωπές. Τις σιωπές εκείνων που κοιμούνται πάνω του.
Η πόλη, αν της το επιτρέψεις, είναι ο πιο συνεπής lo-fi παραγωγός που υπήρξε ποτέ. Δεν φτιάχνει κομμάτια, φτιάχνει ένα ηχητικό ίζημα, γεμάτο από θραύσματα που στέκουν ανάμεσα στο noise και το μουσικό υπόβαθρο της απουσίας. Ένα μπουκάλι που κυλά με τον αέρα, πιο μουσικό κι από synth line. Μια μάνα που φωνάζει «Κώστα, μην τρέχεις, θα φας τα μούτρα σου!»… Πιο αυθεντικό από οποιοδήποτε vocal sample.
Εδώ δεν υπάρχει reverb, ούτε compression. Μόνο ζωντανή, τυχαία μίξη: το αντίθετο της παραγωγής. Το πεζοδρόμιο της Αθήνας, στην πραγματικότητα, δεν ηχογραφεί εμάς. Εμείς, άθελά μας, είμαστε το βουητό στο background της δικής του λούπας.
Η πολιτική των καθημερινών ήχων
Οι ήχοι της πόλης δεν είναι ουδέτεροι. Τίποτα σ’ αυτό το ηχητικό αστικό τοπίο δεν είναι αθώο. Το ποιος ακούγεται, ποιος καλύπτεται, ποιος σωπαίνει, όλα αυτά είναι πολιτικές αποφάσεις, ακόμα κι όταν συμβαίνουν χωρίς πρόθεση. Ο ήχος ενός drone που αιωρείται πάνω από διαδήλωση. Το επαναλαμβανόμενο «Σιγά ρε φίλε, μην σπρώχνεις» μέσα στο τρόλεϊ. Μια βαλίτσα που σέρνει κάποιος πάνω στην καυτή άσφαλτο ενώ τα ροδάκια της φαλτσάρουν, όλα αυτά είναι αρχεία κοινωνικής κατάστασης, δεν είναι ambiance.
Η αόρατη ηχογράφηση των πεζοδρομίων φυλάει μέσα της έναν ταξικό χάρτη:
Η μηχανή ενός παπιού που ουρλιάζει σε κάποιο στενό της Καλλιθέας δεν θα βρεθεί ποτέ σε lounge συλλογή.
Ο ρυθμός με τον οποίο ένας ρακοσυλλέκτης σέρνει το καρότσι του, πιο μεστός από beat, δεν θα καταλήξει ποτέ σε διαφήμιση… (Χμμ, ποτέ μην λές ποτέ).
Μια γυναίκα που μιλάει μόνη της στο Σύνταγμα, η πιο συνεπής performer από κάθε spoken word καλλιτέχνη.
Ακούμε, αλλά δεν ακούμε. Ηχητικά είμαστε μια κοινωνία που χειραγωγεί και αποσιωπά, το αληθινό lo-fi της πόλης είναι εκείνο που δεν περνάει από mastering. Που δεν μπαίνει ποτέ σε playlist. Αλλά το πεζοδρόμιο δεν λογοκρίνει. Είναι ο πιο έντιμος καταγραφέας. Γι’ αυτό κι αν ακούσεις προσεκτικά, θα νιώσεις ντροπή. Ή θυμό. Ή αγάπη. Ή και όλα μαζί, όπως πάντα.
Το lo-fi ως πολιτική αισθητική
Το lo-fi δεν είναι απλώς ένα εφέ. Είναι τρόπος να κοιτάς. Να αποδέχεσαι την ασάφεια. Να μη διορθώνεις τον θόρυβο, αλλά να τον αναγνωρίζεις ως κομμάτι του κόσμου.
Δεν έχει καμία σχέση με vintage φετιχισμό, με δίσκους που τρίζουν επειδή είναι «κουλ». Το αθηναϊκό lo-fi δεν είναι κουλ. Είναι βρώμικο, σπασμένο και βαθιά αληθινό. Είναι ηχογράφηση χωρίς άδεια, πάνω σε κραδασμούς από ασανσέρ, ατάκες που ξέφυγαν από έναν στιγμιαίο τσακωμό μέσα στην τρέλα της μέρας, ή το βουητό ενός εξαερισμού που κανείς δεν επισκεύασε.
Φυσικά, η mainstream αισθητική ζητάει καθαρότητα. Θέλει να ακούς μόνο το “σημαντικό”, αφού πρώτα έχει απομονωθεί, επεξεργαστεί, λειανθεί. Το lo-fi όμως λέει κάτι άλλο: Ο κόσμος δεν είναι καθαρός. Και το σημαντικό δεν ακούγεται πάντα καθαρά.
Και κάπως έτσι, το πεζοδρόμιο γίνεται μανιφέστο. Ένα tape loop που καταγράφει τα απομεινάρια του πολιτισμού σου. Ενίοτε σε κάνει συνένοχο. Άλλοτε σου θυμίζει ότι ακόμα και τα πιο σπασμένα πράγματα, όταν τα αφήσεις να ακουστούν, φτιάχνουν ρυθμό.
Burial, Fennesz, Grouper, όλοι αυτοί που έφτιαξαν μουσική με φωνές που σβήνουν, με θόρυβο και ψίθυρο, ήξεραν κάτι βασικό: Η ατέλεια είναι πιο ειλικρινής από την τελειότητα. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στα χαλασμένα κουτιά της ΔΕΗ και τις πεθαμένες γόπες σφηνωμένες ανάμεσα σε πλακάκια, η Αθήνα το ψιθυρίζει καθημερινά.
Δεν ξέρω αν μπορούμε πια να ακούσουμε αληθινά. Ίσως μας κατέκλυσαν τόσα φίλτρα, τόσες ενισχυμένες πραγματικότητες, που ο ήχος της ζωής (ο άκομψος, ο άτεχνος, ο καθημερινός) έγινε φασαρία. Κι όμως, εκεί βρίσκεται η ουσία: στον τυχαίο βήχα ενός περαστικού, στο τολμηρό και επίμονο “ντριν, ντριν, ντριν” του ποδηλάτου που ξέφυγε από τη λωρίδα, στον ξερό ήχο από το χτύπημα του ηλεκτρικού εισιτηρίου στο ακυρωτικό μηχάνημα και στην απάντηση “η κάρτα δεν έχει υπόλοιπο” μέσα σε ένα λεωφορείο που περνάει, στην επανάληψη μιας φράσης που ακούγεται τόσες φορές κάθε μέρα σε κάθε γωνιά της πόλης, χωρίς να σημαίνει απολύτως τίποτα, παρά μόνο ρίσκο.
Όχι, η Αθήνα δεν ζητά να γίνει soundtrack. Δεν έχει ανάγκη από αποδοχή. Απλώς ηχεί. Κι αν κάποτε σταματήσουμε να την προσπερνάμε, ίσως ανακαλύψουμε πως το πιο τίμιο αρχείο της δεν είναι το Google Maps ούτε τα δημοτικά αρχεία, αλλά αυτό το αλλόκοτο mixtape των πεζοδρομίων της, όπου κάθε ήχος, κάθε θόρυβος, είναι και μια υπενθύμιση: ότι υπάρχουμε ακόμα, ότι κινούμαστε, ότι αφήνουμε ίχνος.
Και όσο ακούγεται, δεν έχει σωπάσει.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.