Οι άνθρωποι της πόλης σήμερα κάθονται παντού. Κρατάνε ένα ποτό, ένα καφέ, ένα laptop, το πλάνο της μέρας στα παγκάκια κάποιας πλατείας, στα σκαλιά μιας εκκλησίας, σε πάρκα και πλατώματα, σε λόφους και βουνά με θέα. Τα μικρά «ιερά» της πόλης. Νέοι χώροι εργασίας και κοινωνικότητας. Αστική ποίηση και ανάγκη απόδρασης από τους τοίχους. Μικρά σημεία στάσης, νησίδες κοινωνικής επαφής, ξεκούρασης και παρατήρησης.
Αν περιπλανηθείς στην πόλη ένα απόγευμα, θα δεις παντού μικρές σκηνές ηρεμίας: κάποιος κάθεται μόνος σε ένα παγκάκι με τα ακουστικά του. Δύο φίλοι μοιράζονται μια πίτσα στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας. Φοιτητές διαβάζουν ξυπόλυτοι στο γρασίδι στο πάρκο Ελευθερίας. Ζευγάρια ανεβαίνουν σε λόφους και βουνά της πόλης να απολαύσουν τη θέα. Οργάνωση καμιά.
«Έρχομαι κάθε απόγευμα εδώ μετά τη δουλειά. Δεν έχω κήπο στο σπίτι, οπότε αυτό είναι το δικό μου μέρος. Το παγκάκι είναι το γραφείο μου, το ησυχαστήριο μου». Μαρία, 33, δασκάλα.
«Κάθομαι συχνά μόνος, αλλά ποτέ δεν νιώθω μόνος. Βλέπω τα παιδιά να παίζουν, τους περαστικούς, κι είναι σαν να ανήκω σε κάτι χωρίς να μιλάω». Αλέξης, 54, οδηγός λεωφορείων
«Τα σκαλιά της πολυκατοικίας είναι το σημείο που καθόμαστε με τις φίλες μου τα βράδια. Δεν χρειάζεται τίποτα. Ούτε χρήματα, ούτε μουσική. Μόνο ησυχία και κουβέντα». Νίκη, 17, μαθήτρια Λυκείου
«Όταν ήμασταν μικροί καθόμασταν στα ίδια σκαλιά και σχεδιάζαμε τη ζωή μας. Τώρα καθόμαστε ξανά, αλλά μιλάμε για παιδιά και λογαριασμούς». Πέτρος, 39, τεχνικός
«Πηγαίνω συχνά στον Λυκαβηττό μόνος. Δεν είναι θέμα ρομαντισμού, είναι θέμα οπτικής. Από ψηλά όλα φαίνονται πιο ήσυχα, ακόμα κι αν δεν είναι». Γιάννης, 42, γραφίστας
«Στην Πάτρα ανεβαίνουμε στα Κάστρα με μια μπύρα και καθόμαστε σιωπηλοί. Κανείς δεν τραβάει φωτογραφίες». Ελένη, 29, κοινωνιολόγος
Αθόρυβες προσπάθειες που αποκαλύπτουν την ανάγκη των ανθρώπων στις πόλεις να σταματήσουν, να δουν τη ζωή από λίγο πιο ψηλά, ήσυχα ή απλώς να την αφήσουν για λίγο να τους προσπεράσει. Ανάγκη ίσως να βρει ο άνθρωπος μια “εσοχή”, ένα σημείο που δεν είναι ούτε “μέσα” , ούτε “έξω” αλλά κάπου ενδιάμεσα.
Συχνά τα σημεία αυτά συνδέονται με σκιά, πράσινο ή υδάτινα στοιχεία, δημιουργώντας ένα ευνοϊκό “μικροκλίμα” που αντισταθμίζει την ένταση του τσιμέντου, του θορύβου και της κυκλοφορίας. Εδώ πραγματοποιούνται γνωριμίες, ανταλλάσσονται κουβέντες, παρατηρούνται οι ρυθμοί της πόλης. Για πολλές κοινωνικές ομάδες -ηλικιωμένους, παιδιά, εργαζόμενους σε διαλείμματα- αποτελούν σημείο αναφοράς και καθημερινής επαφής. “Pocket parks” σε Παγκράτι και Πετράλωνα, ξύλινα deck για παραλιακό περίπατο στη Θεσσαλονίκη, καθιστικά με πέτρα και ξύλο γύρω από την πλατεία Γεωργίου και την οδό Ρήγα Φεραίου στην Πάτρα, παγκάκια για κατοίκους και φοιτητές δίπλα στον Ληθαίο ποταμό στα Τρίκαλα και μπροστά από τη λίμνη των Ιωαννίνων, μπροστά στο ενετικό λιμάνι στα Χανιά, στην παραλία του Βόλου με θέα τον Παγασητικό.
Προσβασιμότητα, συμπερίληψη στον δημόσιο χώρο, ελεύθερη πρόσβαση, ισχυρή υπενθύμιση της ανάγκης του ανθρώπου για πράσινο και παύση, κοινωνική συνοχή, βιωσιμότητα του δημόσιου χώρου, συμμετοχική και φιλόξενη αστική καθημερινότητα, ανακούφιση σωματική και ψυχική.
Πρωταγωνίστριες σε όλα αυτά οι επονομαζόμενες “θέες”. «Πού θα πάτε;». «Ε, σε κάποια θέα»...
Η θέα από ψηλά ανέκαθεν γοήτευε τους ανθρώπους
“Δωμάτιο με θέα”, “τρέχα να δεις τη θέα”, “έχει θέα;”.
Στη Λισαβόνα που είναι χτισμένη πάνω σε επτά λόφους και διαθέτει πολλά φυσικά “μπαλκόνια” με απέραντη θέα, τα σημεία αυτά τα ονομάζουν “Miradouros”, βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στην πόλη και είναι συχνά διαμορφωμένα με πλακόστρωτα, κιόσκια με παγκάκια, τηλεσκόπιο, καφέ ή μικρά πάρκα. Στο Άμστερνταμ και στο Πίτσμπουργκ θα ανέβεις στις γέφυρες και θα θυμηθείς τον Arthur Miller και την Kim Wilde (“View From The Bridge”). Στην Αθήνα ανέκαθεν οι θέες ήταν σημεία συνάντησης και ερωτικών συνευρέσεων, έγιναν πλέον τάση και συνήθεια. Ο Λυκαβηττός, ο Υμηττός, το Γαλάτσι κι ό,τι σου φέρνει στο πιάτο την πόλη. “Υπαίθρια δωμάτια με θέα”.
Είναι η θέα της πόλης καταπραϋντική, αναστοχαστική, ανακουφιστική. Σαν να χαζεύεις από το πλοίο τα φώτα στο λιμάνι ή από το ενοικιαζόμενο δωμάτιο σε κάποιο νησί το εκκλησάκι στον λόφο. Σκάει κι η Αρλέτα στο μυαλό και δένουν όλα μαζί όταν χαζεύεις την Αθήνα από ψηλά. «Τα ήσυχα βράδια που η Αθήνα ανάβει σαν μεγάλο καράβι…».
Ο Λυκαβηττός, ο Υμηττός, το Γαλάτσι κι ό,τι σου φέρνει στο πιάτο την πόλη. “Υπαίθρια δωμάτια με θέα”. Αυτοκίνητα και μηχανές σταματούν ανεβαίνοντας την Πρωτοπαπαδάκη όποια ώρα κι αν περάσεις, για να απολαύσουν την Αθήνα “στο πιάτο”. Δεν ζεις πραγματικά στην Αθήνα αν δεν το έχεις κάνει τουλάχιστον μία φορά. Στα Τουρκοβούνια, στο παλιό λατομείο το ίδιο, στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στον Λυκαβηττό ή στο παρκινγκ του θεάτρου μαζί με “κάγκουρες” και πειραγμένα αυτοκίνητα που συναγωνίζονται στα “ντόνατς”. Η Αθήνα από ψηλά σαν μακέτα με φωτάκια κι ανθρώπινες αρτηρίες με ζωή.
Ο Βάρναλης κατήγγειλε την οικοπεδοποίηση του Λυκαβηττού, όταν ήρθε στην Αθήνα το 1900, αλλά πραγματικά ποιος να κατηγορήσει τους ανθρώπους που θέλουν να βλέπουν αυτή τη θέα που εκτείνεται από την Ακρόπολη ως τον Πειραιά. Το εξήγησε μια χαρά ο Δημήτρης Πικιώνης. «Χαίρεται το προχώρεμα του κορμιού επάνω από την ανάγλυφη τούτη ταινία που είναι το έδαφος».
Κι όλοι οι υπόλοιποι ανοιχτοί χώροι ανάπαυσης (σκαλιά, παγκάκια, πλατείες) μέσα στη φασαρία της πόλης ή λίγο πιο έξω, ακόμα κι αν δεν βρίσκονται σε ύψωμα το ίδιο μπορούν να κάνουν.
Μου έλεγε μια φίλη που ζει σε νησί, «Εσείς κάθεστε περισσότερο έξω και αποζητάτε τη φύση. Τις μυρωδιές, τα λουλούδια, την παύση. Σας έχω δει με κλειστά μάτια στις θέες». Ο άνθρωπος αποζητά πάντα ό,τι του λείπει.
Πλησιάζοντας έναν λόφο, το έδαφος αρχίζει να γίνεται πιο ανηφορικό, κάτι που γίνεται αντιληπτό από το σώμα. «Η σημασία των λόφων δεν είναι μόνο οπτική. Οι εντάσεις του εδάφους γίνονται κατανοητές κιναισθητηριακά», παρατηρεί η αρχιτέκτονας Αθηνά Σταματοπούλου. Ανεβαίνοντας ενεργοποιούνται οι αισθήσεις, αλλάζει η ισορροπία, το σώμα, το οξυγόνο.
Από την άλλη, ακόμα κι αν δεν υπάρχει λόφος, οι πλατείες, τα πάρκα κι έστω η ελάχιστη ύπαρξη πρασίνου ή νερού μειώνουν την κορτιζόλη (ορμόνη του στρες), επιβραδύνουν τον καρδιακό ρυθμό και αυξάνουν το αίσθημα ευεξίας, χαλάρωσης και ηρεμίας. Και τα πλατώματα και τα σκαλάκια το ίδιο κάνουν μάλλον, όταν λειτουργούν σαν καναπές, σημείο ησυχίας και νωχέλειας. Γιατί συνδέονται με μια παύση από την παραγωγικότητα και την μηχανική επαναληπτικότητα και τον αυτοματισμό που επικρατεί στη σύγχρονη ζωή. Το παγκάκι είναι ίσως το πιο ταπεινό και το πιο δημοκρατικό έπιπλο της πόλης. Δεν χρειάζεται να πληρώσεις, δεν σε περιορίζει, δεν σε ρωτά αν έχεις ραντεβού ή κράτηση. Βολεύεται σε αυτό ο μαθητής που σχολάει από το σχολείο, ο ηλικιωμένος που περιμένει, το αγόρι, το κορίτσι στο πρώτο ραντεβού.
Οι πολεοδόμοι έδωσαν κι όνομα “Μicro-pause urbanism”.
Οι κοινωνιολόγοι θα αρχίσουν αναλύσεις.
Παρά τη σημασία τους, ωστόσο, πολλά “καθιστικά” παραμένουν παραμελημένα: κατεστραμμένα παγκάκια, χώροι χωρίς σκίαση, ελλιπής συντήρηση. Τα τελευταία χρόνια βέβαια πολλές πόλεις επενδύουν στην αναβάθμιση των δημόσιων χώρων, υιοθετώντας πιο ευέλικτες και δημιουργικές προσεγγίσεις- από modular κατασκευές μέχρι “έξυπνα” καθιστικά με φόρτιση συσκευών και περιβαλλοντικούς αισθητήρες. Ναι στα χαραγμένα ονόματα και στην ηλικία του ξύλου που φέρνει ιστορίες, όχι στα σπασμένα ξύλα και σε βίδες που προεξέχουν, σε σκουριασμένα σίδερα κι επικίνδυνες φθορές. Είναι τα έπιπλα δημόσιου χώρου τόποι που χτίζουμε σχέσεις και αναπαύουμε συναισθήματα. Σημεία συνάντησης ψυχικής και λήθης.
Αστικοί παραθεριστές γινόμαστε μέσα σε “πόλεις πολυάνθρωπες και καπνισμένες”.
Ας πιάσουμε λόφους και σκαλιά.
“I’d be runnin’ up that road
Be runnin’ up that hill
With no problems
Say, if I only could
I’d make a deal with God
And I’d get Him to swap our places
I’d be runnin’ up that road
Be runnin’ up that hill
With no problems”
Running Up That Hill, Kate Bush
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Οι άνθρωποι της πόλης σήμερα κάθονται παντού. Κρατάνε ένα ποτό, ένα καφέ, ένα laptop, το πλάνο της μέρας στα παγκάκια κάποιας πλατείας, στα σκαλιά μιας εκκλησίας, σε πάρκα και πλατώματα, σε λόφους και βουνά με θέα. Τα μικρά «ιερά» της πόλης. Νέοι χώροι εργασίας και κοινωνικότητας. Αστική ποίηση και ανάγκη απόδρασης από τους τοίχους. Μικρά σημεία στάσης, νησίδες κοινωνικής επαφής, ξεκούρασης και παρατήρησης.
Αν περιπλανηθείς στην πόλη ένα απόγευμα, θα δεις παντού μικρές σκηνές ηρεμίας: κάποιος κάθεται μόνος σε ένα παγκάκι με τα ακουστικά του. Δύο φίλοι μοιράζονται μια πίτσα στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας. Φοιτητές διαβάζουν ξυπόλυτοι στο γρασίδι στο πάρκο Ελευθερίας. Ζευγάρια ανεβαίνουν σε λόφους και βουνά της πόλης να απολαύσουν τη θέα. Οργάνωση καμιά.
«Έρχομαι κάθε απόγευμα εδώ μετά τη δουλειά. Δεν έχω κήπο στο σπίτι, οπότε αυτό είναι το δικό μου μέρος. Το παγκάκι είναι το γραφείο μου, το ησυχαστήριο μου». Μαρία, 33, δασκάλα.
«Κάθομαι συχνά μόνος, αλλά ποτέ δεν νιώθω μόνος. Βλέπω τα παιδιά να παίζουν, τους περαστικούς, κι είναι σαν να ανήκω σε κάτι χωρίς να μιλάω». Αλέξης, 54, οδηγός λεωφορείων
«Τα σκαλιά της πολυκατοικίας είναι το σημείο που καθόμαστε με τις φίλες μου τα βράδια. Δεν χρειάζεται τίποτα. Ούτε χρήματα, ούτε μουσική. Μόνο ησυχία και κουβέντα». Νίκη, 17, μαθήτρια Λυκείου
«Όταν ήμασταν μικροί καθόμασταν στα ίδια σκαλιά και σχεδιάζαμε τη ζωή μας. Τώρα καθόμαστε ξανά, αλλά μιλάμε για παιδιά και λογαριασμούς». Πέτρος, 39, τεχνικός
«Πηγαίνω συχνά στον Λυκαβηττό μόνος. Δεν είναι θέμα ρομαντισμού, είναι θέμα οπτικής. Από ψηλά όλα φαίνονται πιο ήσυχα, ακόμα κι αν δεν είναι». Γιάννης, 42, γραφίστας
«Στην Πάτρα ανεβαίνουμε στα Κάστρα με μια μπύρα και καθόμαστε σιωπηλοί. Κανείς δεν τραβάει φωτογραφίες». Ελένη, 29, κοινωνιολόγος
Αθόρυβες προσπάθειες που αποκαλύπτουν την ανάγκη των ανθρώπων στις πόλεις να σταματήσουν, να δουν τη ζωή από λίγο πιο ψηλά, ήσυχα ή απλώς να την αφήσουν για λίγο να τους προσπεράσει. Ανάγκη ίσως να βρει ο άνθρωπος μια “εσοχή”, ένα σημείο που δεν είναι ούτε “μέσα” , ούτε “έξω” αλλά κάπου ενδιάμεσα.
Συχνά τα σημεία αυτά συνδέονται με σκιά, πράσινο ή υδάτινα στοιχεία, δημιουργώντας ένα ευνοϊκό “μικροκλίμα” που αντισταθμίζει την ένταση του τσιμέντου, του θορύβου και της κυκλοφορίας. Εδώ πραγματοποιούνται γνωριμίες, ανταλλάσσονται κουβέντες, παρατηρούνται οι ρυθμοί της πόλης. Για πολλές κοινωνικές ομάδες -ηλικιωμένους, παιδιά, εργαζόμενους σε διαλείμματα- αποτελούν σημείο αναφοράς και καθημερινής επαφής. “Pocket parks” σε Παγκράτι και Πετράλωνα, ξύλινα deck για παραλιακό περίπατο στη Θεσσαλονίκη, καθιστικά με πέτρα και ξύλο γύρω από την πλατεία Γεωργίου και την οδό Ρήγα Φεραίου στην Πάτρα, παγκάκια για κατοίκους και φοιτητές δίπλα στον Ληθαίο ποταμό στα Τρίκαλα και μπροστά από τη λίμνη των Ιωαννίνων, μπροστά στο ενετικό λιμάνι στα Χανιά, στην παραλία του Βόλου με θέα τον Παγασητικό.
Προσβασιμότητα, συμπερίληψη στον δημόσιο χώρο, ελεύθερη πρόσβαση, ισχυρή υπενθύμιση της ανάγκης του ανθρώπου για πράσινο και παύση, κοινωνική συνοχή, βιωσιμότητα του δημόσιου χώρου, συμμετοχική και φιλόξενη αστική καθημερινότητα, ανακούφιση σωματική και ψυχική.
Πρωταγωνίστριες σε όλα αυτά οι επονομαζόμενες “θέες”. «Πού θα πάτε;». «Ε, σε κάποια θέα»...
Η θέα από ψηλά ανέκαθεν γοήτευε τους ανθρώπους
“Δωμάτιο με θέα”, “τρέχα να δεις τη θέα”, “έχει θέα;”.
Στη Λισαβόνα που είναι χτισμένη πάνω σε επτά λόφους και διαθέτει πολλά φυσικά “μπαλκόνια” με απέραντη θέα, τα σημεία αυτά τα ονομάζουν “Miradouros”, βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στην πόλη και είναι συχνά διαμορφωμένα με πλακόστρωτα, κιόσκια με παγκάκια, τηλεσκόπιο, καφέ ή μικρά πάρκα. Στο Άμστερνταμ και στο Πίτσμπουργκ θα ανέβεις στις γέφυρες και θα θυμηθείς τον Arthur Miller και την Kim Wilde (“View From The Bridge”). Στην Αθήνα ανέκαθεν οι θέες ήταν σημεία συνάντησης και ερωτικών συνευρέσεων, έγιναν πλέον τάση και συνήθεια. Ο Λυκαβηττός, ο Υμηττός, το Γαλάτσι κι ό,τι σου φέρνει στο πιάτο την πόλη. “Υπαίθρια δωμάτια με θέα”.
Είναι η θέα της πόλης καταπραϋντική, αναστοχαστική, ανακουφιστική. Σαν να χαζεύεις από το πλοίο τα φώτα στο λιμάνι ή από το ενοικιαζόμενο δωμάτιο σε κάποιο νησί το εκκλησάκι στον λόφο. Σκάει κι η Αρλέτα στο μυαλό και δένουν όλα μαζί όταν χαζεύεις την Αθήνα από ψηλά. «Τα ήσυχα βράδια που η Αθήνα ανάβει σαν μεγάλο καράβι…».
Ο Λυκαβηττός, ο Υμηττός, το Γαλάτσι κι ό,τι σου φέρνει στο πιάτο την πόλη. “Υπαίθρια δωμάτια με θέα”. Αυτοκίνητα και μηχανές σταματούν ανεβαίνοντας την Πρωτοπαπαδάκη όποια ώρα κι αν περάσεις, για να απολαύσουν την Αθήνα “στο πιάτο”. Δεν ζεις πραγματικά στην Αθήνα αν δεν το έχεις κάνει τουλάχιστον μία φορά. Στα Τουρκοβούνια, στο παλιό λατομείο το ίδιο, στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στον Λυκαβηττό ή στο παρκινγκ του θεάτρου μαζί με “κάγκουρες” και πειραγμένα αυτοκίνητα που συναγωνίζονται στα “ντόνατς”. Η Αθήνα από ψηλά σαν μακέτα με φωτάκια κι ανθρώπινες αρτηρίες με ζωή.
Ο Βάρναλης κατήγγειλε την οικοπεδοποίηση του Λυκαβηττού, όταν ήρθε στην Αθήνα το 1900, αλλά πραγματικά ποιος να κατηγορήσει τους ανθρώπους που θέλουν να βλέπουν αυτή τη θέα που εκτείνεται από την Ακρόπολη ως τον Πειραιά. Το εξήγησε μια χαρά ο Δημήτρης Πικιώνης. «Χαίρεται το προχώρεμα του κορμιού επάνω από την ανάγλυφη τούτη ταινία που είναι το έδαφος».
Κι όλοι οι υπόλοιποι ανοιχτοί χώροι ανάπαυσης (σκαλιά, παγκάκια, πλατείες) μέσα στη φασαρία της πόλης ή λίγο πιο έξω, ακόμα κι αν δεν βρίσκονται σε ύψωμα το ίδιο μπορούν να κάνουν.
Μου έλεγε μια φίλη που ζει σε νησί, «Εσείς κάθεστε περισσότερο έξω και αποζητάτε τη φύση. Τις μυρωδιές, τα λουλούδια, την παύση. Σας έχω δει με κλειστά μάτια στις θέες». Ο άνθρωπος αποζητά πάντα ό,τι του λείπει.
Πλησιάζοντας έναν λόφο, το έδαφος αρχίζει να γίνεται πιο ανηφορικό, κάτι που γίνεται αντιληπτό από το σώμα. «Η σημασία των λόφων δεν είναι μόνο οπτική. Οι εντάσεις του εδάφους γίνονται κατανοητές κιναισθητηριακά», παρατηρεί η αρχιτέκτονας Αθηνά Σταματοπούλου. Ανεβαίνοντας ενεργοποιούνται οι αισθήσεις, αλλάζει η ισορροπία, το σώμα, το οξυγόνο.
Από την άλλη, ακόμα κι αν δεν υπάρχει λόφος, οι πλατείες, τα πάρκα κι έστω η ελάχιστη ύπαρξη πρασίνου ή νερού μειώνουν την κορτιζόλη (ορμόνη του στρες), επιβραδύνουν τον καρδιακό ρυθμό και αυξάνουν το αίσθημα ευεξίας, χαλάρωσης και ηρεμίας. Και τα πλατώματα και τα σκαλάκια το ίδιο κάνουν μάλλον, όταν λειτουργούν σαν καναπές, σημείο ησυχίας και νωχέλειας. Γιατί συνδέονται με μια παύση από την παραγωγικότητα και την μηχανική επαναληπτικότητα και τον αυτοματισμό που επικρατεί στη σύγχρονη ζωή. Το παγκάκι είναι ίσως το πιο ταπεινό και το πιο δημοκρατικό έπιπλο της πόλης. Δεν χρειάζεται να πληρώσεις, δεν σε περιορίζει, δεν σε ρωτά αν έχεις ραντεβού ή κράτηση. Βολεύεται σε αυτό ο μαθητής που σχολάει από το σχολείο, ο ηλικιωμένος που περιμένει, το αγόρι, το κορίτσι στο πρώτο ραντεβού.
Οι πολεοδόμοι έδωσαν κι όνομα “Μicro-pause urbanism”.
Οι κοινωνιολόγοι θα αρχίσουν αναλύσεις.
Παρά τη σημασία τους, ωστόσο, πολλά “καθιστικά” παραμένουν παραμελημένα: κατεστραμμένα παγκάκια, χώροι χωρίς σκίαση, ελλιπής συντήρηση. Τα τελευταία χρόνια βέβαια πολλές πόλεις επενδύουν στην αναβάθμιση των δημόσιων χώρων, υιοθετώντας πιο ευέλικτες και δημιουργικές προσεγγίσεις- από modular κατασκευές μέχρι “έξυπνα” καθιστικά με φόρτιση συσκευών και περιβαλλοντικούς αισθητήρες. Ναι στα χαραγμένα ονόματα και στην ηλικία του ξύλου που φέρνει ιστορίες, όχι στα σπασμένα ξύλα και σε βίδες που προεξέχουν, σε σκουριασμένα σίδερα κι επικίνδυνες φθορές. Είναι τα έπιπλα δημόσιου χώρου τόποι που χτίζουμε σχέσεις και αναπαύουμε συναισθήματα. Σημεία συνάντησης ψυχικής και λήθης.
Αστικοί παραθεριστές γινόμαστε μέσα σε “πόλεις πολυάνθρωπες και καπνισμένες”.
Ας πιάσουμε λόφους και σκαλιά.
“I’d be runnin’ up that road
Be runnin’ up that hill
With no problems
Say, if I only could
I’d make a deal with God
And I’d get Him to swap our places
I’d be runnin’ up that road
Be runnin’ up that hill
With no problems”
Running Up That Hill, Kate Bush
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.




