Αθήνα, Παρασκευή, καλοκαιρινή βροχούλα με μυρωδιά καυσαερίου και αίσθηση γλίτσας πάνω στο δέρμα.

Γυαλιά ηλίου, τσιγάρα. Καφές τελειωμένος στο ποτήρι, σκέτος αφρός.

Σαββατοκύριακο εν όψει και μάλιστα με μια ουρά Δευτέρας Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα είναι το περιστέρι. Μια ποιητική στιγμή της Ορθοδοξίας.

Η πόλη έχει, αλήθεια, ακόμα ποιητικές στιγμές και μέρη; Πόσο γκρινιάρηδες είναι οι Αθηναίοι, σήμερα, και πόσο άδικο έχουν να γκρινιάζουν; Παγκράτι ή Κυψέλη; Βουνό ή θάλασσα; Να νομιμοποιηθεί ή όχι το μαύρο; Μπαρ ή μπραντς; Θέα από το μπαλκόνι ή από τον Λυκαβηττό;

Και τι μουσική να βάλουμε να ακούσουμε συζητώντας και γράφοντας για όλα αυτά;

Ας μπούμε στο μυαλό δυο Αθηναίων. Κι ας βάλουμε στα φανταστικά τους στόματα όσα λέμε με τους φίλους μας.

ένας Παγκρατιώτης γραφίστας: Πού μένεις τώρα, θύμισέ μου;

μία Κυψελιώτισσα γραφιάς: Κυψέλη εδώ και σχεδόν δυο χρόνια. Εσύ;

Π: Παγκράτι πάντα

Κ: Και πού βγαίνεις;

Π: Παγκράτι, συνήθως. Άντε και κανένα Κολωνάκι που είναι κοντά, πιο πολύ για επαγγελματικά ραντεβού και τέτοια. Εσύ;

Κ:Παντού μωρέ κέντρο, αλλά Κυψέλη, κυρίως. Ή δεν βγαίνω καθόλου. Γιατί στο αγαπημένο μου μπαρ δεν βρίσκω θέση πια.

Π:Και τι, σε χαλάει αυτό; Αφού εσείς οι δημοσιογράφοι γράφετε για τα ιστορικά μαγαζιά και τα καταπληκτικά μπαρ…Ε, τα έμαθε κι ο πιο νέος κόσμος κι έρχεται.

Κ:Δεν με ενοχλεί. Το αντίθετο. Η ιστορία της πόλης εξελίσσεται συνεχώς. Απλώς, μεγαλώνοντας, νιώθω ότι παύω να είμαι κομμάτι της. Όχι με τον τρόπο που ήμουν. Η πόλη είναι για τους εικοσάρηδες. Τώρα, για μένα, το σπίτι μου είναι όλη η πόλη που θέλω και που αντέχω, καμιά φορά.

Π: Έλα, ρε συ, είσαι 31. Τι 25, τι 31…

Κ: Μην το λες. Καμιά φορά νιώθω σαράντα, σαρανταπέντε.

Π: Εγώ είμαι τόσο και καμιά φορά δε νιώθω τίποτα, δεν ξέρω, δεν με νοιάζει τίποτα. Ξεφυλλίζω τα φρι πρες και νιώθω ότι ζω σε άλλη πόλη. Ρε συ, πόσα νέα φαγητά να δοκιμάσεις; Πού να πρωτοπάς για κοκτέιλ; Τα στέκια, ρε, πού πήγαν; Τα στέκια μας;

Κ: Λες για αυτά τα μέρη που δεν πήγαινες για να πιεις την καλύτερη μαργαρίτα της πόλης ή να δοκιμάσεις την πιο τραγανή ζύμη, αλλά για να γκομενίσεις ή απλώς να πιεις πολύ, ε;

Π: Ακριβώς. Ρε συ, η πόλη δεν είναι τόσο ωραία όσο την παρουσιάζετε εσείς που γράφετε γι’ αυτήν. Στο Παγκράτι δεν βρίσκεις να παρκάρεις. Δηλαδή, γεννήθηκα και μεγάλωσα Παγκράτι κι έχω αρχίσει να νιώθω κάπως ξένος από την όλη φάση. Κάνω τέσσερις πέντε κύκλους μέχρι να βρω.

Κ: Οι νέοι πια έχουν πατίνια.

Π: Ναι, γι’ αυτό ξεμένουν στην Αθήνα τα τριήμερα. Ενώ εμείς πάμε ακόμα καμιά εκδρομή, έστω κάπου κοντά.

Κ: Βασικά, δεν παίζουν λεφτά για εκδρομές.

Π: Έλα ρε συ. Τα μαγαζιά είναι γεμάτα. Εισιτήρια σε συναυλίες που είναι τίγκα και κάνουν 20, 25 ευρώ ξέρω γω. Πώς γίνεται; Άντε να το πεις στο μεταξύ αυτό. Όλα παρεξηγούνται πιο εύκολα πια.

Κ: Ρε, για να πάει κάποιος σε μια συναυλία ξέρεις τι μπορεί να έχει στερηθεί; Μπορεί να χει φάει τοστάκια για μέρες. Ξέρεις ότι πολύς κόσμος κουβαλάει τσίπουρα και ποτά γενικώς. Κι εγώ το χω κάνει.

Π: Και πίνετε ζεστά τσίπουρα, μωρέ;

Κ: Θανάσης θρησκεία. Τέλος πάντων, είναι πιο εύκολο να μείνεις Αθήνα, να βγεις δυο τρεις φορές μες στην εβδομάδα, να μοιραστείς την φάση με φίλους, να αλληλοκεραστείς ή να πας στο μπαρ που ξέρεις ότι θα σε κεράσουν γιατί είσαι θαμώνας, παρά να βάλεις μπρος να φύγεις από Αθήνα. Αν δεν έχεις σπίτι, να πας πού; Άλλα έξοδα.

Π: Να σου πω κάτι; Καθένας όπως τη βρίσκει.

Κ: Η πόλη αρχίζει να γίνεται ξένη, βασικά. Γαμημένο gentrification.

Π: Τι είναι αυτό;

Κ: Κάπου είχα διαβάσει τον ωραιότερο ορισμό, για μένα: η μετατροπή, λέει, της πόλης σε ένα λούνα παρκ για ξένους. Και δε θέλω να είμαι μίζερη, μου αρέσει η πρόοδος και η εξέλιξη, αλλά με πιάνει κι ένα εγωιστικό, ένα νοσταλγικό. Τα Εξάρχεια γίνονται φασέικα. Ξενοδοχεία παντού. Κάτι street food με 8 ευρώ, ξέρω γω. Είναι δυνατόν;

Π: Γιατί να μην είναι; Τα Εξάρχεια νομίζεις ότι βρίσκονται εκτός καπιταλισμού, εκτός ελεύθερης οικονομίας; Ή ότι οι τύποι με τα πολύ απλά ρούχα, τα γαμάτα τατού και το κουλ ύφος δεν κερδίζουν χρήματα; Κι αυτοί εργοδότες είναι.

Κ: Δεν γουστάρω καθόλου αυτά τα μαγαζιά με τα εκατό μπιρμπιλόνια, που πωλούνται πανάκριβα. Κάτι κάλτσες, κάτι μπαμπού στικς, κάτι υπερ-μόδες.

Π: Σε βρίσκω κάπως συντηρητική.

Κ: Ίσως αρχίζω να γερνάω. Και να γκρινιάζω. Δεν ξέρω.

Π: Μήπως να την κάνουμε από κέντρο; Ξέρεις, όλοι αυτοί που λένε ότι θέλουν να είναι κοντά στην θάλασσα, στο βουνό και τα λοιπά;

Κ: Τι; Γλυφάδες και Παπάγου; Να μου λείπει. Έχω ζήσει μια περίοδο της ζωής μου εκτός κέντρου και δεν. Φάση, έμπαινα στο λεωφορείο και με ρωτούσαν αν καθαρίζω σπίτι ή προσέχω παιδιά.

Π: Πώς γίνεται αυτό;

Κ: Κάποιες γειτονιές μοιάζουν με προάστια αμερικάνικα. Όλοι έχουν αμάξι. Και μάντεψε: δεν οδηγάω!

Π: Τουλάχιστον, δεν θα έχεις πρόβλημα με το Παγκράτι. Ταξάκι, ποδαράκια κι άγιος ο θεός.

Κ: Έχω καιρό να βγω Παγκράτι.

Π: Πες κάπου που βγήκες πρόσφατα και γούσταρες.

Κ: Σε ένα προβάδικο στη Δάφνη. Με έσυρε η κολλητή μου σε ένα λάιβ κουλό, ροκ και τέτοια. Ψυχεδέλεια. Θύμιζε κέντρο, αλλά δεν ήταν. Κι είδα και νέες φάτσες.

Π: Καλό αυτό. Γιατί καμιά φορά λες κι αυτή η πόλη όλο και μικραίνει. Οι ίδιοι κι οι ίδιοι. Στο Booze, στο Τσέλσι, στα ουζερί, στα λαϊβάδικα…

Κ: Κάποιες φορές είναι παρήγορες αυτές οι γνώριμες φάτσες. Είναι αυτοί οι γνωστοί άγνωστοι που κάπως νιώθεις μια συνενοχή.

Π: Πάντως, όσοι μένουμε κέντρο, βγαίνουμε κέντρο. Και το πληρώνουμε ακριβά αυτό.

Κ: Με νοίκια στο θεό.

Π: Και με δυσκολίες καθημερινές.

Κ: Ναι. Όταν έμενα Εξάρχεια, πήγαινα Καλλιδρομίου κάθε Σάββατο να ψωνίσω από τη λαϊκή και έβλεπα ανθρώπους να κάνουν τουρισμό. Φίλος, θέλω να πάρω τη ντομάτα μου να πάω να μαγειρέψω. Δεν είσαι στη Λας Ράμπλας εδώ πέρα!

Π: Σκέψου και τους Βαρκελωνέζους που μένουν εκεί κοντά κι έχουν εσένα κι εμένα να ποζάρουμε για το Ίνστα μας κάτω από τον Κολόμβο κάθε τρεις και λίγο.

Κ: Σωστό κι αυτό.

Π: Απόψε πού θα βγούμε;

Κ: Δεν ξέρω. Μπαλκόνι.

Π: Αφού ακόμα δεν ήρθε το καλοκαίρι. Βρέχει.

Κ: Το ξέρω. Ήθελα να πάω σε κανα θερινό. Αλλά ποιο θερινό, χωρίς το θέρος;

Π: Θέλω κάτι άλλο. Θέλω να πάρουμε το μετρό να κατεβούμε Πειραιά. Έχει δύο στάσεις εκεί. Εχει και το Δημοτικό Θέατρο. Να χωθούμε σε κανα στενό, να βρούμε κανένα ξέμπαρκο μαγαζί και να μιλήσουμε με ξέμπαρκους ανθρώπους.

Κ: Θα μας πάρουν για τρελούς. Δεν πολυμιλάνε οι άνθρωπο στα μπαρ. Η τελευταία φορά που μίλησα με ξένο ήταν στο Αποτέκα στην Βικτώρια. Κοιταζόμασταν, χασμουρήθηκε, το σχολίασα και ήρθε να μου μιλήσει. Καλό. Πολύ ρετρό το βρήκα. Ο τύπος δεν είχε καν Ινσταγκραμ.

Π: Κυψελιώτης;

Κ: Μπα, Ιλίσια.

Π: Σκατά γειτονιά.

Κ: Αχανής. Γουδή, Ζωγράφου, Ιλίσια με ζορίζουν. Κυρίως με τις συγκοινωνίες.

Π: Να μέναμε λέει Πλάκα, Κουκάκι…

Κ: Άντε καλέ. Κι αυτοί που μένουν εκεί μπορεί να κρυφογουστάρουν Κυψέλη και Παγκράτι. Έλα, μην παραπονιόμαστε.

Π: Μάθαμε να μην παραπονιόμαστε για τίποτα ουσιαστικά. Μόνο να γκρινιάζουμε. Να μην αλλάζουμε τίποτα.

Κ: Ρε, η πόλη είναι οι νέοι της. Οι άνθρωποί της. Και εμείς μπορεί να γράφουμε για μαγαζιά και θέατρα και λάιβ, αλλά τα νιάτα μαζεύονται στα βραχάκια, στις θέες. Ερωτεύονται εκεί, νομίζουν πως ερωτεύονται, τραβάνε βίντεο για το τικ τοκ στον Λυκαβηττό. Το ζουν έτσι.

Π: Έχεις δίκιο. Χέστηκαν τα πιτσιρίκια για το πιο νόστιμο μπραντς της πόλης ή για το πού θα βρουν βιολογικά χόρτα. Άλλα χόρτα τα νοιάζουν αυτά…Και καλά κάνουν!

Κ: Να’ χαμε λες ένα τσιγάρο, τώρα…Ωραία θα ήταν.

Π: Σύντομα θα νομιμοποιηθεί και θα είναι λιγότερο απολαυστικό.

Κ: Έτσι λες ότι πάει;

Π: Ε, βέβαια. Θα πάθει κι αυτό τζεντριφικέισιον, πώς το λες.
Κ: Έλα ρε συ. Κάποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν. Θα είναι για καλό.

Π: Το ξέρω, μωρέ, το ξέρω. Αλλά πειράζει που μου λείπει το Παγκράτι της εφηβείας μου;

Κ: Όχι. Κι εμένα μου λείπει το Θησείο των λυκειακών χρόνων. Η πλατεία Εξαρχείων χωρίς σίδερα. Κι ο Πειραιάς με μόνη πρόσβαση τον ηλεκτρικό. Το μετρό βρωμάει ακόμα καινουργίλα.

Π: Λες να φοβόμαστε την πρόοδο;

Κ: Έτσι όπως πλασάρεται, καλά κάνουμε. Πάει η πρόοδος να φάει την Καρδιά, την ψυχή των πραγμάτων. Την Αγορά Μοδιάνο στη Θεσσαλονίκη την κάνανε μολ, δεν το είδες; Πρέπει να υπάρχει σεβασμός στην ψυχή, γαμώτο.

Π: Έχεις δίκιο. Ακόμα, ευτυχώς, υπάρχουν μέρη όπου κρατιέται.

Κ: Οι κρεβατοκάμαρές μας.

Π: Ε, και δέκα δεκαπέντε μέρη εκεί έξω. Προβάδικα, υπόγεια, καβάτζες. Έχει πολύ ψωμί ακόμα αυτή η πόλη. Ακόμα μπορεί να μας χορταίνει.

Κ: Κάτσε να το σημειώσω αυτό που είπες. Ωραία ατάκα.

Π: Τελικά το βράδυ πού θα βγούμε;

Κ: Εκεί που μένουμε, ρε. Εκεί που παραμένουμε…