Θολώνει η σκέψη η δημοσιογραφική από τα ύδατα της προσωπικής μου χώρας. Ρυάκια τρεχούμενα και παρασύρουν την λογική. Στις τσάντες μου, η Μάτση Χατζηλαζάρου με τον Ανδρέα της, συσκευασίες από τσίχλες και από άδεια πακέτα τσιγάρων.

Τηλεόραση σπίτι μου δεν υπάρχει. Υπάρχει μία, δηλαδή, αλλά πιάνει μόνο ΕΡΤ. Μεγάλωσα, πια, και λέω «σπίτι μου». Στα 25, ήταν επαναστατική πράξη. Στα 31, υπενθύμιση ρουτίνας, πορείας προς φθορά.

Το σπίτι έχει να είναι καθαρό πολλές μέρες. Φοβάμαι, με όλα αυτά που έχω διαβάσει (αλλά και γράψει!) κατά καιρούς, μη με γυροφέρνει καμιά κατάθλιψη, που είναι η Μόνιμη Ίωση της εποχής. Θέλω να νιώθω περήφανη για τα καθημερινά μου δάκρυα, αφού έχω πένθος. Όμως, ντρέπομαι να διπλώνομαι έτσι στα δύο μέσα στη μέση του δρόμου, στα καλά καθούμενα.

Έτσι, μου λένε, μεγαλώνουμε. Πονώντας. Κι ειδικά εμείς οι κακομαθημένοι των μικρών περιπετειών και καμουφλαρισμάτων της χαράς στην ζωή μας. Εμείς κι αν μεγαλώνουμε πονώντας. Κάπου καλωσοριζόμαστε, σε μια εδραιωμένη μάλλον για τους περισσότερους πραγματικότητα, βιωμένη, άγρια μελαγχολική και υπέροχη,συγχρόνως. Ίδια με την Θάλασσα.

Σκέφτομαι να βάζαμε τα δάκρυα όλων μας σε μεγάλες δεξαμενές. Μια καινούργια, δεύτερη Θάλασσα. Με τ’ αλατάκι της ψυχής μας.

Τι θα πει δηλαδή «ατυχής»;

Η μαμά μου με ήθελε δικηγόρο. Με ήθελε επιτυχημένη. Της θύμωνα, δεν υπήρχε περίπτωση να υπακούσω, μετά από 18 χρόνια υπακοής και πειθαρχίας στους κανόνες της. Όμως, τώρα, κατανοώ. Η μαμά μου με ήθελε ευτυχή. Γιατί η ευτυχία είναι, για εκείνον ή εκείνη που νιώθει πως την έχασε οριστικά, ένας Άλλος Δρόμος από αυτόν που ακολούθησε ο ίδιος ή η ίδια. Είναι δυνατόν εγώ να παροτρύνω το παιδί μου να πιάσει στιλό και χαρτί ή να βγει στα πάλκα να τραγουδά Τσιτσάνη;

Η μαμά μου δεν ευτύχησε (κανείς μας δεν ευτυχεί, ή είναι ευτυχής και καθόλου δεν το γνωρίζει ούτε το πιστεύει) και θέλησε το κοριτσάκι της: α)να σπουδάσει β)να δουλέψει βγάζοντας καλά λεφτά γ)να μη νοιαστεί για έρωτες και χαλά την καρδιά και τα μάτια του δ)να είναι πιο δυνατό από εκείνη.

Κάποια, λίγο πολύ, επετεύχθησαν. Αλλά, μαμά, το κοριτσάκι σου αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα, να μην κρατήσει τίποτα για τον εαυτό του, να παλέψει με την δουλειά που ονειρεύτηκε, να νοιαστεί για έρωτας, να χαλά την καρδιά και τα μάτια του.

Γι’ αυτό, μόνο γι’ αυτό, το κοριτσάκι είναι πιο δυνατό από σένα.

Αλλά, μια δύναμη τέτοιου είδους είναι μεγάλη γκαντεμιά, μεγάλη ατυχία. «Ωραία, νέα κι ατυχής». Όλα στο φως, όλα έξω, όλα μέχρι πάτωμα και πάτο βαρελιού και πάλι από την αρχή και χαρτιά, χαρτιά, χαρτιά, λάπτοπ, λάπτοπ, λάπτοπ, συσκέψεις, αποτσίγαρα, brainstorming, δυσαρεστημένος-με το δίκιο του!- αρχισυντάκτης με την αναγκαστική νωθρότητα που επιφέρει στο εργασιακό ο πόνος και το ράγισμα.

Κι ας μαίνονται εθνικοί τριγμοί, αυτό το «κρακ» μου με ραγίζει περισσότερο από όλα τα συλλογικά. Δεν ντρέπομαι, πια, γι’ αυτό, όπως ντρεπόμουν κάποτε δεκαεννιά χρονών που έτρεχα 17 Νοέμβρη στην Πανεπιστημίου κι εμένα με ένοιαζε απλώς να με δει Εκείνος στην πορεία.

«Τριάντα καλοκαίρια και χειμώνες». Τι έμαθα; Λίγα. Τι έπαθα; Πολλά. Θέλω να συνεχίσω να μαθαίνω; Ναι. Κυρίως, να παθαίνω, φυσικά. Πάθη και παθήματα. Να’ χω να νιώθω, να’ χω να γράφω, να’ χω, πρωτίστως, να ζω.

Ανάσα και συνεχίζουμε, μπας και γράψουμε σύντομα και καμιά άποψη επί θεμάτων που αφορούν την πατρίδα μας, τον κόσμο μας, την γειτονιά μας. Αν ζούμε, ως τότε, βεβαίως βεβαίως!

Με ανακουφίζει, προς ώρας, η ιδέα ότι κάποια, κάποιος μειδιά διαβάζοντας αυτές τις σειρές άσκοπης, ψηφιακής μελάνης. Και τελικά, τι είναι άσκοπο; Όλο και λιγοστεύουν οι ρωγμές που αποκαλύπτουν τα μέσα φώτα και σκοτάδια. Ποτέ δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ένα δικό μας τραυματάκι που αποφασίζουμε να εκθέσουμε, εμπορέσει να σταθεί ως φαρμακάκι για το τραύμα κάποιας άλλης ψυχής.

(Ναι, τα καλά του Ιστού…)