Ποτέ δεν μου άρεσε η ερώτηση «τι δουλειά κάνεις;».

Αντ’ αυτού, κάθε φορά που γνωρίζω έναν καινούργιο άνθρωπο ή συναντώ έναν παλιό φίλο ή γνωστό που έχω να δω καιρό, ρωτάω: «Τι σου αρέσει να κάνεις;».

Αν και για ελάχιστους, τυχερούς, υπάρχει μια αλληλουχία μεταξύ των δύο, δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο ισχύει για τους περισσότερους από εμάς. Κι εγώ, λοιπόν, προτιμώ να ακούω τι είναι αυτό για το οποίο οι άλλοι είναι πραγματικά παθιασμένοι- όπως καταλαβαίνετε, οι άνθρωποι ακτινοβολούν ολόκληροι όταν μιλάνε για πράγματα που τους κάνουν να αισθάνονται χαρούμενοι που είναι ζωντανοί.

Στο πέρασμα των χρόνων, έχω ακούσει τα πάντα, και όπως είναι αναμενόμενο, για πολλούς ανθρώπους, αυτό περιλαμβάνει είτε δημιουργικές ασχολίες – όπως η μουσική, ο χορός, το γράψιμο, η τέχνη ή η φωτογραφία – είτε σωματικές ασχολίες ή δραστηριότητες που αφορούν το σπίτι – τη μαγειρική, την κηπουρική, τις ξυλουργικές εργασίες, την αγγειοπλαστική  κ.λπ. Και αρκετά συχνά, οι αφηγήσεις για τα πάθη τους συνοδεύονται από την παρατήρηση ότι σε έναν ιδανικό κόσμο, ή στην περίπτωση που τα χρήματα δεν αποτελούσαν εμπόδιο, αυτό θα επιθυμούσαν να κάνουν σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης.

Ή τουλάχιστον πολύ πιο συστηματικά απ’ όσο το κάνουν τώρα.

Κάποτε, γνώρισα έναν τύπο που αγόραζε λαχεία κάθε εβδομάδα με την ελπίδα ότι μια μέρα θα πετύχαινε το μεγάλο ποσό και θα μπορούσε να ανοίξει μια φάρμα με άλογα.

Η άποψη ότι αν οι άνθρωποι δεν ήταν υποχρεωμένοι να είναι μισθωτοί, θα ήταν αραχτοί στον καναπέ τους από το πρωί μέχρι το βράδυ και δεν θα σηκώνονταν ποτέ -εκτός αν ήταν να ανοίξουν την πόρτα στον ντελιβερά- είναι μάλλον ιδιαίτερα συνήθης μεταξύ εκείνων που τάσσονται κατά των κοινωνικών προγραμμάτων πρόνοιας, του Παγκόσμιου Βασικού Εισοδήματος (UBI), των επιδομάτων ανεργίας, κτλ κτλ, κάτι που εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη θα το χαρακτήριζα βαθιά νεοφιλελέ. Θα μπορούσε όντως η παροχή «δωρεάν χρημάτων» να υπονομεύσει το κίνητρο των ανθρώπων να εργαστούν και να συνεισφέρουν στην κοινωνία; Ή μήπως πρόκειται απλώς για ένα ψέμα που μας κρατάει εγκλωβισμένους σε ένα σύστημα το οποίο, παρά το γεγονός ότι ισχυρίζεται ότι μεγιστοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό, στην πραγματικότητα σπαταλά ανυπολόγιστα ποσά αυτού;

Σπάνια αμφισβητείται η κεντρική θέση της εργασίας στη ζωή μας. Αν και αυτό που μετράει ως «παραγωγική» εργασία δεν περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που είναι απαραίτητες για την ευημερία των κοινωνιών μας – οι περισσότερες οικιακές εργασίες και εργασίες φροντίδας και, σε κάποιο βαθμό, και η δημιουργική εργασία συχνά εξαιρούνται. (Για το πρώτο μπορείτε να ευχαριστήσετε τον Άνταμ Σμιθ). Και έτσι, για να θεωρηθείς «παραγωγικός» και «χρήσιμος» – εκτός κι αν κέρδισες τη γενετική λοταρία που καθιστά το να μην έχεις κάποιο επάγγελμα να φαντάζει εκκεντρικό, και όχι τεμπέλικο – οφείλεις να συμμετέχεις στην εν λόγω «παραγωγική» εργασία.

Αυτό είναι που δίνει νόημα στη ζωή μας, μας λένε. Αυτό είναι που εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του κόσμου μας. Δουλεύουμε για να ζούμε, ζούμε για να δουλεύουμε και όλες αυτές οι μπαρούφες. Παρόλα αυτά, το ουτοπικό όραμα ενός κόσμου στον οποίο όλα τα μέλη μιας κοινωνίας θα έχουν εγγυημένο ένα ελάχιστο εισόδημα, το οποίο θα καταργεί την ανάγκη εργασίας, υπάρχει εδώ και αιώνες. Ήδη από τον 16ο αιώνα, ο Άγγλος φιλόσοφος Τόμας Μορ περιέγραψε ως γνωστόν το νησί της Ουτοπίας σε ένα ομώνυμο μυθιστόρημα, όπου κάθε άτομο λαμβάνει ένα θεσμοθετημένο εισόδημα που καλύπτει τα προς το ζην του. Ωστόσο, είναι ο ουμανιστής, Χουάν Λουίς Βίβες, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ως ο πραγματικός πατέρας του δημόσιου και άνευ όρων συστήματος ελάχιστου  εγγυημένου εισοδήματος.

Αλλά ενώ η ιδέα αυτή δεν είναι σίγουρα καινούργια, άρχισε να κερδίζει περισσότερο έδαφος τις τελευταίες δεκαετίες.

χρήματα
Εικονογράφηση: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Στη δεκαετία του 1970, ο Καναδάς διεξήγαγε ένα από τα πρώτα, αν και σήμερα ως επί το πλείστον ξεχασμένα, πειράματα UBI με την ονομασία «Mincome» – συντομογραφία για το «Manitoba Basic Annual Income Experiment» – μεταξύ τυχαία επιλεγμένων νοικοκυριών στο Γουίνιπεγκ και το Ντόφιν, τα οποία έλαβαν μηνιαία εισοδήματα που προορίζονταν να συμπληρώσουν το υπόλοιπο εισόδημά τους. Και σε αντίθεση με ό,τι φοβόντουσαν ορισμένοι επικριτές, το πρόγραμμα Mincome δεν προκάλεσε σημαντική μείωση του εργατικού δυναμικού.

Ωστόσο, δύο κατηγορίες το χρησιμοποίησαν πράγματι για να μην εργαστούν: οι νέες μητέρες, οι οποίες έμειναν περισσότερο στο σπίτι με τα μωρά τους, και τα έφηβα αγόρια, τα οποία παρέμειναν στο σχολείο αντί να το εγκαταλείψουν για να βοηθήσουν τις οικογένειές τους. Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν στο Ντόφιν κατά τη διάρκεια των πειραμάτων – τα οποία, παρεμπιπτόντως, δεν αναλύθηκαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000 – έδειξαν επίσης ότι από την έναρξη της λειτουργίας του, η πόλη σημείωσε χαμηλότερα ποσοστά ενδοοικογενειακής βίας, εργατικών ατυχημάτων, αγροτικών ατυχημάτων και τροχαίων ατυχημάτων, καθώς και ψυχικών ασθενειών σε σύγκριση με τις γύρω περιοχές. Συνολικά, σημειώθηκε μείωση των εισαγωγών σε νοσοκομεία κατά 8,5% μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια.

Πιο πρόσφατα, ένα παρόμοιο πείραμα ξεκίνησε στη Φινλανδία το 2017 και διήρκεσε δύο χρόνια. Τα αποτελέσματά του δείχνουν ότι οι 2.000 συμμετέχοντες που έλαβαν άνευ όρων εισοδήματα ανέφεραν βελτίωση της υγείας τους, μείωση του στρες και ακόμη και ελαφρώς περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης. Ήταν επίσης αρκετά πιο σίγουροι για το μέλλον τους και ήταν πιο πιθανό να πάρουν ρίσκα και να ακολουθήσουν το πάθος τους από ό,τι οι συμμετέχοντες της ομάδας ελέγχου.

Και πάλι, και σε αντίθεση με μια από τις κύριες υποθέσεις των πολέμιων του UBI, το βασικό εισόδημα δεν ώθησε τους ανθρώπους να «επαναπαυτούν στις δάφνες τους, αραχτοί στον καναπέ τους, παίρνοντας τα τζάμπα λεφτά».

Αυτή τη στιγμή, μάλιστα, εφαρμόζονται μερικά πειράματα παρόμοια με αυτά που πραγματοποιήθηκαν προηγουμένως στον Καναδά και τη Φινλανδία.

Στην Ιρλανδία, υπάρχει το κυβερνητικά υποστηριζόμενο πιλοτικό πρόγραμμα που ονομάζεται «Βασικό Εισόδημα για τις Τέχνες», το οποίο στοχεύει στην υποστήριξη των τεχνών και της δημιουργικής πρακτικής δίνοντας στους καλλιτέχνες και τους εργαζόμενους στις δημιουργικές τέχνες ένα ποσό ύψους 325 ευρώ την εβδομάδα. Ξεκίνησε το 2022 και θα συνεχιστεί μέχρι το 2025. Εν τω μεταξύ, ένα χρόνο νωρίτερα, μια γερμανική μη κερδοσκοπική ένωση, η Mein Grundeinkommen, ξεκίνησε ένα τριετές πρόγραμμα με την ονομασία «Πιλοτικό Πρόγραμμα Βασικού Εισοδήματος», το οποίο παρέχει σε 120 άτομα μηνιαία πληρωμή ύψους 1.200 ευρώ.

Είναι ενδιαφέρον ότι το στοιχείο που διαφοροποιεί το τελευταίο πρόγραμμα είναι ότι κάθε συμμετέχοντας στην πειραματική ομάδα έχει έναν «στατιστικό δίδυμο» στην ομάδα ελέγχου, γεγονός που θα επιτρέψει στους ερευνητές να ξεχωρίσουν τις επιδράσεις των επιδομάτων στη ζωή των ανθρώπων.

Τα αποτελέσματα θα τα δείξει ο χρόνος. Ωστόσο, αν τα στοιχεία του παρελθόντος είναι αξιόπιστα, το να υπάρχει ένα δίχτυ οικονομικής ασφάλειας θα έχει πιθανότατα μόνο θετικό αντίκτυπο στην ευημερία των συμμετεχόντων, την ψυχική υγεία, τα κίνητρα και ενδεχομένως ακόμη και στις κοινότητες στις οποίες ζουν.

Ακόμη και αν ανατρέξετε στο παρελθόν της ανθρωπότητας, είναι σαφές ότι οι ανθρώπινες ορμές και τα κίνητρα υπερβαίνουν την ανάγκη επιβίωσης. Πάντα εκτελούσαμε «παραγωγική» εργασία, και μάλιστα πολύ πριν εφευρεθεί το χρήμα, η φεουδαρχία ή ο καπιταλισμός. Αλλά επίσης πάντα εκτελούσαμε πολλές «μη παραγωγικές» εργασίες, επειδή αυτό είναι απλώς κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης και, ειδικά σε ό,τι αφορά την εργασία φροντίδας, τμήμα της συμβίωσης και της φροντίδας για τους άλλους σε όλα ανεξαιρέτως τα ηλικιακά στάδια.

Μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι τα βρέφη των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών λάμβαναν φροντίδα και σωματική επαφή για περίπου εννέα ώρες την ημέρα και μάλιστα μέχρι και από 15 διαφορετικούς φροντιστές. Εν τω μεταξύ, μελέτες για ορισμένες από τις εναπομείνασες ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, όπως η κοινωνία των !Kung που μελέτησε ο ανθρωπολόγος Μάρσαλ Σάχλινς, δείχνουν ότι δεν είχαν καν σαφή διάκριση μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου. Τα πάντα ήταν απλώς μία ενιαία δραστηριότητα. Μια συνεχής πράξη της ανθρώπινης ύπαρξης.

Οι λεγόμενες «συνεργατικές εύπορες κοινωνίες» -συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της κοινωνίας της Εποχής του Χαλκού στη νότια Ιβηρική, παρά το γεγονός ότι αναπτύχθηκαν χωρίς κανένα σημάδι εκμετάλλευσης ή έντονης κοινωνικής ιεραρχίας, πέτυχαν ένα σημαντικό επίπεδο υλικού πλούτου και δημογραφικής, οικονομικής και πολιτιστικής ποικιλίας. Με άλλα λόγια, τα άτομα σε αυτές τις κοινότητες δεν χρειάζονταν το περιβόητο καρότο με το μαστίγιο ώστε να τους δημιουργηθεί η επιθυμία να βελτιώσουν τις κοινότητές τους, να εργαστούν και να φροντίσουν τους άλλους.

Πραγματικά δεν νομίζω ότι δίνουμε στους εαυτούς μας τα εύσημα, που μας αναλογούν.

Το ανθρώπινο γένος είναι παθιασμένο, έχει μια ορμή να κάνει πράγματα, να πειραματιστεί και να δημιουργήσει, ακόμη και αν αυτό έχει ως αντάλλαγμα μόνο τη δική μας διασκέδαση ή απόλαυση. Πάντα κάναμε όλα όσα χρειάζονταν για να συντηρηθούμε στη ζωή, καθώς και εκείνα που καθιστούν τη ζωή μας άξια λόγου.

Αν μη τι άλλο, τα προβλήματα αρχίζουν ακριβώς όταν η ικανοποίηση των βασικών μας αναγκών καθίσταται όλο και πιο δύσκολη.

Πριν από λίγο καιρό, έκανα (βλακωδώς) την ερώτηση «τι σας αρέσει να κάνετε;» σε ένα ζευγάρι με δύο μικρά παιδιά. Κοίταξαν ο ένας τον άλλον με ένα θλιμμένο χαμόγελο και μου απάντησαν ότι είχαν σχεδόν ξεχάσει τι τους αρέσει να κάνουν. Με δύο παιδιά και δύο δουλειές πλήρους απασχόλησης που χρειάζονται για να αποπληρώσουν ένα στεγαστικό δάνειο και να καλύψουν το αυξανόμενο κόστος σχεδόν των πάντων, από τις πάνες μέχρι το ηλεκτρικό ρεύμα, η ασχολία με τα χόμπι και τα ενδιαφέροντα δεν είναι και τόσο εφικτή.

Και δυστυχώς, αυτό το νεαρό ζευγάρι δεν αποτελεί εξαίρεση σήμερα. Θα πίστευε κανείς ότι καθώς έχουμε μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και αναπτύσσουμε όλο και περισσότερες τεχνολογίες που αυξάνουν την παραγωγικότητά μας ή ακόμα και αναλαμβάνουν ορισμένες εργασίες, θα είχαμε περισσότερο χρόνο από ποτέ να κάνουμε όλα εκείνα που πραγματικά μας ευχαριστούν.

Ωστόσο, όπως δείχνει νέα έρευνα του Διεθνούς Κέντρου Μακροζωίας (ILC), όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποκλείονται από δραστηριότητες αναψυχής λόγω κόστους, προβλημάτων πρόσβασης ή ανεπιθύμητων συμπεριφορών. Σύμφωνα με μια άλλη παγκόσμια έρευνα πριν από λίγα χρόνια, και τη μεγαλύτερη που έχει γίνει μέχρι στιγμής για το θέμα, πάνω από τα δύο τρίτα (68%) του παγκόσμιου πληθυσμού θα επιθυμούσε περισσότερη ξεκούραση. Εν τω μεταξύ, η επαγγελματική εξουθένωση και το άγχος αυξάνονται σε παγκόσμιο επίπεδο.

χρήματα
Εικονογράφηση: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Το να κάνεις πράγματα που σου αρέσουν αποτελεί ουσιαστικά πολυτέλεια.

Η ξεκούραση και η προτεραιοποίηση της υγείας σας αποτελούν επίσης πολυτέλεια.

Τα πάντα καταναλώνονται από την ολοένα αυξανόμενη ανάγκη να δουλεύουμε και να δουλεύουμε και μετά να δουλεύουμε ακόμη περισσότερο, επειδή όλες οι βασικές μας ανάγκες – τροφή, στέγαση, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και ένα υγιές περιβάλλον – έχουν μετατραπεί σε πανάκριβα και μερικές φορές ακόμη και σε δυσεύρετα εμπορεύματα.

Έχουμε φτιάξει έναν κόσμο που έμπρακτα καθιστά όλο και πιο δύσκολο το να είσαι άνθρωπος, που καταπνίγει τα πάθη, την ορμή και τη δημιουργικότητά μας και, κατά συνέπεια, τη συνεισφορά μας στις κοινότητες στις οποίες ζούμε. Και παρόλα αυτά κάποιοι εξακολουθούν να προσπαθούν να μας πείσουν -συχνά με επιτυχία- ότι το να δουλεύεις εξαναγκαστικά μέχρι θανάτου για να επιβιώσεις αποτελεί ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα και για το οποίο θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες. Αλλά το τελευταίο δεν θα ήταν δυνατό χωρίς τους διάφορους διάχυτους μύθους του καπιταλισμού.

Η σκληρή δουλειά πάντα αποδίδει. Και όμως, μερικοί άνθρωποι που εργάζονται πραγματικά πιο σκληρά και αγωνίζονται για να τα βγάλουν πέρα, πολλές φορές ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. (Εξ ου και ο όρος «εργαζόμενοι φτωχοί»).

Η δουλειά σας είναι το μόνο πράγμα που νοηματοδοτεί στη ζωή σας. Βέβαια, αυτό συμβαίνει επειδή δεν μας αφήνει χρόνο για όλα εκείνα που όντως δίνουν νόημα στη ζωή μας – όπως στα πάθη μας, την οικογένεια και τους φίλοι μας – λόγω της υπεργασίας και των απλήρωτων υπερωριών.

Αν δεν ήταν υποχρεωτικό να δουλεύουμε για να επιβιώσουμε, κανείς δεν θα το έκανε. Λοιπόν, όπως δείχνουν τα στοιχεία από τα πειράματα UBI, η οικονομική σταθερότητα δεν μετατρέπει τους ανθρώπους σε τεμπέληδες ή χωρίς κίνητρα – το αντίθετο μάλιστα.

Και είμαι αρκετά σίγουρη ότι αν περισσότεροι άνθρωποι ικανοποιούσαν τις βασικές τους ανάγκες, θα ζούσαμε σε έναν πολύ πιο ευτυχισμένο, υγιή και ζωντανό κόσμο. Σε έναν κόσμο όπου όλοι θα είχαν την αξιοπρέπεια και την ελευθερία να επιδιώκουν μια ουσιαστική εργασία, όχι απλώς μια οποιαδήποτε υποχρεωτική δουλειά. Και όπου η υποτιμημένη οικιακή εργασία και η εργασία φροντίδας που συνήθως αναλαμβάνουν οι γυναίκες επιτέλους θα αμειβόταν.

Ακόμα και όσοι έχουν την τύχη να κερδίζουν τα προς το ζην κάνοντας κάτι που τους αρέσει, ιδίως στους δημιουργικούς και επιστημονικούς τομείς, δεν απαλλάσσονται από την εντατικοποίηση, τις δουλειές-γαλέρες και την πίεση -και συχνά από τον εξαναγκασμό- να μετατρέπουν ουσιαστικά τους εαυτούς τους σε μηχανές και να παράγουν, να παράγουν και να παράγουν συνεχώς.

Σε αυτό το σημείο μου έρχεται στο μυαλό αυτό το απόσπασμα του Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ:

«Με τι τρέφεται η μηχανή του χρήματος; Τρώει νεότητα, αυθορμητισμό, ζωή, ομορφιά και, πάνω απ’ όλα, τρώει τη δημιουργικότητα. Τρώει ποιότητα και χέζει ποσότητα».

Παρόλα αυτά, έχω επίγνωση του προνομίου μου να ασχολούμαι με πράγματα που με παθιάζουν. Και το μόνο που ελπίζω είναι να μπορούν να το κάνουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι.

Πείτε μου, λοιπόν, αν δεν είχατε ανάγκη τα χρήματα, τι θα θέλατε πραγματικά να κάνετε;

Δείτε επίσης: Δουλεύουμε πιο πολύ από ποτέ. Μήπως ήρθε η στιγμή να πούμε ένα ηχηρό «μπάστα»;