Κάθομαι για πρώτη φορά στο κίτρινο λεωφορείο του παιδικού σταθμού και πάω προς Καστέλλα, κάθε πρωί, 4 ετών και βγάλε, δίπλα σε άλλα παιδάκια, δεν κατέχω τίποτε ακόμα από τον κόσμο, δεν ξέρω να αρθρώνω τις επιθυμίες μου, απλώς τις διαθέτω, με ορίζουν, δεν τις ορίζω. Τα άλλα παιδάκια είναι οι μελλοντικοί γιατροί που θα κουράρουν την μητέρα μου ή την κόρη μου, τα άλλα παιδάκια είναι οι μελλοντικοί εραστές, δολοφόνοι, μούσες μου. Είμαστε ανυπεράσπιστα σπουργίτια με πουά βρακιά και αίσθηση ναυτίας στις ανοιχτές στροφές του λεωφορείου. Η Σταυρούλα κάνει εμετό. Παρατηρώ πρόσωπα σε άλλα αυτοκίνητα και 4 ετών δημιουργώ την πρώτη μου ανάμνηση, το πρόσωπο ενός μελαγχολικού αγοριού που με κοίταζε κι αυτό πίσω από το τζάμι του αυτοκινήτου του μπαμπά του. Θυμάμαι να προσπαθώ να κρατήσω αυτή την εικόνα για πάντα και τα καταφέρνω, είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι μια δύναμη να αναβρύζει από μέσα μου και να με ζεσταίνει μέχρι τα μηνίγγια.

Ξεκινάει η εποχή της λέξης ”μπορώ”. Μετά το θέλω το μπορώ και μετά το μπορώ το αντέχω. Μετά το αντέχω, τι; Απλώς, λίγη ακόμα αντοχή.

Συναντιέμαι με τον Σάκη στον μώλο στο Ασμήνι Ευβοίας, έχει πεταχτά αυτά, έντονα δόντια, ζει με την μητέρα του στις εργατικές πολυκατοικίες της Ιστιαίας, μου λέει ότι με αγαπάει, φιλιόμαστε άτσαλα με τα δωδεκάχρονα σαγόνια μας, ακούω μέρες μετά Μιχάλη Χατζηγιάννη στα ακουστικά του ασημί cd player μου και τα πρώτα δάκρυα για αγόρι ανεβαίνουν μέσα και κάτω από τα μάγουλά μου και ξέρω πως θα με περιμένουν πολλά, πάρα πολλά τέτοια ακόμη και μια άγρια χαρά γεννιέται στο στήθος μου, πιάνει ρίζα γερή και μέχρι το Άγνωστο Βαθύ Μέλλον αυξάνει και πληθαίνει το σκούρο, παχύ, βελουδένιο φύλλωμά της. Από έφηβη, βλέποντας μωρά κορίτσια και μωρά αγόρια σκέφτομαι τις μελλοντικές τους πίκρες, τα λυγίσματα γονάτων για κάποια αγάπη που τα πρόδωσε, τις προάλλες η Λένα, η βαφτισιμιά του Φίλιππου, σκαρφάλωσε στους ώμους του μπαμπά της και φώναζε ”δεν φοβάμαι, με κρατάει ο μπαμπάς μου!” κι άστραφταν τα μάτια της τα φρέσκα, τα αδάκρυτα από καρδιάς λόγους προς ώρας και σκεφτόμουν με ρίγος ”κοριτσάκι μου, σου εύχομαι να μην πέσεις ποτέ, σου εύχομαι πάντα να σε κρατούν κι αν δε σε κρατούν να βρεις δύναμη εσύ να σε κρατάς, εσύ, εσύ, εσύ, αλλά και πάλι, κι αν πέσεις, να σηκωθείς γιατί θα υπάρχει πάντα εκείνος ο άνθρωπος εκεί έξω για σένα που θα σε αγαπήσει τόσο αδιαπραγμάτευτα που θα τρομάξεις και θα πεις γεια και χαρά σου πάτωμα σε γνώρισα κι εσένα τώρα φεύγω για τον ουρανό και τέτοια”. Ύστερα, κατέφθασαν οι πίτσες.

Τρώμε πίτσα στο τραπέζι. Μπουκιές και καταπόσεις, χαρτοπετσέτες, λαδωμένα δάχτυλα, κοκακόλες στο ποτήρι, ο πάγος κροταλίζει, πόση ζωή πάλι συμπυκνωμένη, πόσοι κρόταφοι σφυροκοπούν γύρω από τους δικούς μου συνεχώς και τι θα λένε τα μυαλά των άλλων για μένα και τι μπορώ εγώ να κάνω, γαμώτο, για να τους ομορφύνω λίγο τη ζωή, τη μέρα, τη στιγμή τους;

Γυρνάω πάλι στα μικράτα. Έντεκα χρονών χάνω την αγαπημένη μου προγιαγιά, την Κριαρίνα Πολίτισσα. Σταυρούλα κι αυτή, δεν κάνει όμως εμετό. Είναι γριά, έχει ζήσει έναν αιώνα σχεδόν, όμως εγώ θα την προτιμούσα αθάνατη. Τα χέρια της γεμάτα αυλακιές, το απαλό δέρμα της, τα εξαίσια ρούχα της. Ξέρω πως της έχω μοιάσει. Ξέρω πως κολυμπάει μέσα μου η προγόνισσα αυτή, όπως με δίδαξε καλά ο Νίκος Καζαντζάκης με την Ασκητική του. Κι εγώ γι’ αυτήν τρέχω, περπατώ, παλεύω. Την δικαιώνω. Και την πληγώνω-συγκαταβατικά μού κουνά το κεφάλι της γαντζωμένη, φορές, από κανένα αστράκι εκεί πάνω. Μυρίζω τη ρόμπα της, το άρωμά της, την μυρωδιά της παλαιότατης, ξύλινης ντουλάπας της. Μου λείπει, με χαράζει, την αναφέρω και την ανασταίνω, αλλά το στοματάκι της δεν θα ξανανοίξει ποτέ σε τούτον δω τον κόσμο για να φάει ή να πιει. Θα ήθελα να έχει δοκιμάσει τα φαγητά μου και να έχει γνωρίσει τους έρωτές μου.

Οι έρωτες είναι μηχανές του κιμά. Δαγκώνουν την καρδιά και την βγάζουν κομμάτια. «Να τον διπλοπεράσουμε τον κιμά σας;», ρωτά ο κρεοπώλης. Ποιος κρεοπώλης; Ας μη ρωτάμε τέτοιες ανοησίες. Ένας είναι ο Κρεοπώλης. Ο στενότερος συγγενής του έρωτα, ο κυρ-Θάνατος.

Μαστουρώνω από την αϋπνία και γράφω, πεινώ, αισθάνομαι όλον τον κόσμο να με σκονίζει και να με ξεπλένει την ίδια στιγμή. Κουβαλώ την κολλητή μου, πεταλίδα κολλημένη στο μέσα μέρος της ψυχής, την όμορφή μου. Κουβαλώ τον αδερφό μου, βλέπω το προσωπάκι του το μωρουδίσιο να γίνεται αρσενικό, να μοιάζει στον μπαμπά μας όσο εγώ αρχίζω να φέρνω προς την μαμά. Κουβαλώ τις δασκάλες μου, τους δασκάλους, τον θείο μου που αρρώστησε και νικά κάθε μέρα, θα ήθελα να ξέρει πόσο πολύ τον αγαπάω, πόσο οριστικά και ακατάλυτα τον αγαπάω, πόσο θυμάμαι τα ερωτικά του κλάματα, την παιδική του ευαισθησία, πόσο περήφανη που μου έβαλε το λάδι και με έχιρσε κι εμένα αλητόπουλο και τσιγγανόπουλο της σκουριάς που λέγεται περιπετειώδης αγάπη και πάντα παθιασμένη, κουβαλώ της προγιαγιάς την κόρη και της μάνας μου τη μάνα, την απόλυτη Γυναίκα της ζωής μου, την Γεωργία μου που στέριωσε στην άκρια του καναπέ της και δε βλέπει σε ποιους δρόμους τώρα περπατώ, εγώ που της τα έλεγα και της τα λέω όλα. Πόσοι αγαπημένοι άνθρωποι κι εκείνος ακόμα, εκείνος που με αποφτέρωσε, ω, ιδίως αυτός, πώς μου δίδαξε από την αρχή όλα τα λαϊκά τραγούδια της παραφοράς, πώς με έκανε γυναίκα σωστή με καρδιά σμπαράλια, έτοιμη να δεχθεί το κιντσούγκι της καινούργιας αρχής, έτοιμη να γεννήσει παιδί, έτοιμη να γράφει μια ζωή για τον ωραίο γκρεμό της ζωής της, της κοινής μας ζωής, ρε αρχίδι του ελέους

Οι άνθρωποι-αρχίδια. Οι άνθρωποι-αστέρια. Οι άνθρωποι-όλα μαζί. Όλοι όλα και όλα για όλους. Κι ας μην πιστεύουμε πως θα. Πάντοτε, γαμώτο, να, τυχαίνει να συμβαίνουν συμφορές και θαύματα, ραμμένα σταυρβελονιά, στην πένα, πρώτα οι μεν, μετά οι δε, και ξανά και άντε απόλαυσε, μαλάκα μου, την βρόχα γιατί έρχεται ουράνιο τόξο και άντε απόλαυσέ το κι αυτό, κακομοίρα μου, γιατί μετά χαλάζι σε περιμένει κι οι κάλτσες σου θα βραχούν κι ο ιδρώτας τ’ ουρανού θα φθάσει ως το μεδούλι στο κόκαλο της πολυφιλημένης κλείδας σου.

Τέλος πάντων, οι άνθρωποι-όστρακα. Μέσα, τα θανατικά, οι χαρές, οι πόνοι, τα χαμένα όνειρα, τα κερδισμένα σχέδια, αυτά που έγιναν και αυτά που γίνονται εδώ και τώρα, στο τώρα και στο πολύ τώρα, το πιο τώρα πεθαίνεις, εννοώ, κυριολεκτικά, είναι σχέδιο που εκπληρώνεται θαυμάσια η κάθε μας μικρή, ανύποπτη αναπνοή και είμαστε ό, τι οι άλλοι σκέφτονται για εμάς, ό, τι εμείς σκεφτόμαστε για τους άλλους, είμαστε ο τρόπος του οργασμού μας, ο τρόπος που πληγώνουμε, είμαστε χεράκια-μαχαιράκια και παιδάκια-παΪδάκια πολύ τραγανιστά και πολύ ζουμερά και λιπαρά, έτοιμα να κατασπαραχθούμε από την ίδια την ζωή που άλλοτε υμνούμε, αλλά η ζωή, αγάπη μου, δεν είναι βήγκαν, είναι καρνιβόρισσα σοβαρή και γουστάρει αιματάκι, κατάλαβες; Αλλά, εμείς, κοχύλια. Κοχύλια γενναία, μέσα το ζωάκι που μας κατοικεί είναι η ψυχή μας η σαραβαλιασμένη, η κάποτε αθώα, γεμάτη σάρκα που πάλλεται και κολλούν απάνω της όλες οι άμμοι της οικουμένης, όλα τα ιερά και ανόσια φορτία μας.

Ένα χέρι θα μας σηκώσει μια μέρα να ακούσει το ολόδικό μας τραγούδι. Αυτό το χέρι δεν θα είναι ανθρωπινό. Θα είναι δικαιοσύνη, θα έρχεται από ψηλά, θα μας βάλει σε μια τεράστια γυάλα με άλλα κοχύλια κι όλα μαζί θα κροταλίζουμε ευτυχισμένα στην αιωνιότητα χωρίς να νοσταλγούμε ή να ονειρευόμαστε απολύτως τίποτα. Θα κροταλίζουμε ρε, εμείς με τα ωραία μας κελύφη. Όπως ο πάγος στα ποτήρια με τις κοκακόλες.

*φράση από την εξαίσια ανάρτηση στο Facebook της Όλιας Λαζαρίδου: «Μεγαλώνοντας ο άνθρωπος γίνεται ένα όστρακο. Μέσα του είναι κλεισμένα όσα αγάπησε, όσα γνώρισε κι όσα είδε. Με αυτό πορεύεται κι εκεί μέσα είναι το ονειροδρόμιό του. Όχι δεν πρόκειται καθόλου για νοσταλγία. Κάτι άλλο είναι, κάτι πιο πολύ.»