Κατά τον Αυστριακό ψυχαναλυτή Otto Rank, κάθε νεύρωση είναι συνέπεια ψυχικών τραυμάτων που προκαλείται στο νεογνό από την γέννηση και συγκεκριμένα από τον βιολογικό αποχωρισμό από την μαμά. Υποστήριζε ότι κάθε ανθρώπινο ον προσπαθεί να ξεπεράσει τον τραυματισμό της γέννησης προσπαθώντας να επιστρέψει στην μήτρα της μάνας του. Πέρα από τον Rank, και ο Freud ακόμα υποστήριξε ότι το πρώτο από τα τραύματα είναι το τραύμα της γέννησης, δηλαδή αυτό που τελικά είναι συναφές με την ίδια τη ζωή: Με άλλα λόγια τραυματική είναι η ίδια η ζωή.
Αναντίρρητη, η γέννηση είναι το πρώτο, σημαντικό και ίσως το πιο σημαντικό από όλα, γεγονός στην ζωή μας. Οι ψυχολόγοι συμφωνούν ότι το τραύμα κατά τη γέννηση στο νεογέννητο μπορεί να αποτυπωθεί στο νευρικό σύστημά μας, το οποίο αργότερα επηρεάζει τα πρότυπα συμπεριφοράς και διαμορφώνει την προσωπικότητά μας. Η προγεννητική ψυχοθεραπεία διαπίστωσε ότι, μεταξύ άλλων, μπορεί να υπάρχει μια σχέση μεταξύ ενός τραύματος γέννησης και του βίαιου κλάματος ενός μωρού κατά τους πρώτους μήνες της ζωής. Τα μωρά κλαίνε για να μειώσουν και να εκφράσουν το άγχος που έχουν βιώσει. Είμαστε, λοιπόν, καταδικασμένοι; Είναι όλο αυτό ο αναγκαίος ”φόρος” για το θαύμα της ζωής που απολαμβάνουμε ως κάτι σπάνιο και προνομιακό, μιας που θα μπορούσε να βρίσκεται οποιοσδήποτε άλλος στην τυχαία (και τυχερή) θέση μας;
Οι μητέρες υπήρξαν και αυτές παιδιά, κορίτσια και μεγάλωσαν σε έναν κόσμο που, κατά κόρον, τις καταπίεζε κοινωνικά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Αισθήματα ανεπάρκειας, ντροπής και ενοχής κυριαρχούν και μεταλαμπαδεύονται εκουσίως ή ακουσίως στα παιδιά, ιδίως στις κόρες τους. ”Η υιοθέτηση αυτού του εγκλωβιστικού, πολιτισμικά κατασκευασμένου σκεπτικού της μητέρας από την κόρη οδηγεί τη δεύτερη να απομακρυνθεί από την εκπλήρωση του δυναμικού και των επιθυμιών της, προκειμένου να μην απογοητεύσει και απορρίψει τις θέσεις της μητέρας”, υποστηρίζει η ψυχολόγος Δήμητρα Μάντζαρη. Η κυρία Μάντζαρη θεωρεί, επίσης, ότι τα στερεότυπα που αναπαράγουν το μητρικό τραύμα συμπυκνώνονται σε δηλώσεις όπως: «η μητέρα σου θυσίασε τόσα για σένα», «μην είσαι εγωίστρια και στεναχωρείς τη μητέρα σου» ή «οφείλω πίστη και αγάπη στη μητέρα μου με κάθε κόστος. Αν την αναστατώσω, θα σκεφτεί ότι δεν την σέβομαι». Αυτή η δυναμική περνάει ως επί το πλείστον άρρητα στη σχέση μητέρας-κόρης, παρότι κάθε παιδί έχει διαισθανθεί τη δυσκολία της μητέρας μαζί με την υποψία ότι είναι υπεύθυνο για τα βάσανά της. Εκεί γεννάται η ενοχή και η απόδοση ευθυνών στον εαυτό για κάθε δυσκολία που βιώνει η μητέρα και το γονεϊκό ζευγάρι. Έτσι πολλά παιδιά μπερδεύουν την αγάπη προς τη μητέρα με τη συμμαχία στα τραύματά της. Σύμφωνα με την ειδικό, ”έγκειται στις μητέρες να διαχωρίσουν τις κοινωνικές προσδοκίες που τους έχουν μεταδοθεί και να έρθουν σε επαφή με τις δικές τους ανάγκες, το θυμό που δεν απευθύνεται στο παιδί αλλά την κοινωνία, καθώς και να αγκαλιάσουν πλευρές τους που δεν εμπίπτουν στο στερεότυπο της 24/7 φροντιστικής, αγαπητικής μητέρας”.
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of Neuroscience, μητέρες και κόρες μοιράζονται μια ομοιότητα στον εγκέφαλο που μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τη σχέση τους. Το τμήμα του εγκεφάλου που ρυθμίζει το συναίσθημα είναι περισσότερο παρόμοιο μεταξύ μητέρων και κορών παρά μεταξύ μητέρων και γιων, πατέρων και κορών ή πατέρων και γιων. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι οι μαμάδες μπορούν να σχετίζονται περισσότερο με τις κόρες τους και ταυτόχρονα, μπορεί να εξηγεί γιατί οι μαμάδες και οι κόρες μπορεί να προκαλούν η μία την άλλη περισσότερο. Hold my beer, θα πείτε, πιθανά. Αν είστε γυναίκες και διαβάζετε αυτή τη στιγμή, μπορεί να μειδιάτε και να σκέφτεστε πως δεν έχουμε ιδέα τι έχετε περάσει εσείς με τις δικές μας μητέρες-πιστέψτε μας, όλες έχουμε περάσει είτε καταπιεστικότητα και φορτικότητα, είτε ενδείξεις αντιζηλίας και ανταγωνισμού, είτε παγερότητα και αδιαφορία. Νομίζουμε, ίσως, ότι η σχέση με την δική μας μητέρα είναι η δυσκολότερη, η πιο απάλευτη και, πιθανά, ζηλεύουμε σχέσεις κοντινών μας ανθρώπων (ιδίως γυναικών) με τις δικές τους μητέρες. Προσέχουμε αυτό που μας λείπει: την περισσότερη στοργή ή, στον αντίποδα, την εντονότερη ανεξαρτησία και ελευθερία.
Συχνά, καταπιεσμένα παιδιά, καταπιεσμένες κόρες γίνονται επιθετικές και εχθρικές απέναντι στις μητέρες τους, ανταποδίδοντας τον ψυχικό φόρτο που δέχτηκαν. Σε άλλες περιπτώσεις, έχουμε εκείνα τα παιδιά που δεν ξεσπούν ποτέ, απορροφώντας τα τραύματα, πιθανώς τιμωρώντας τους εαυτούς τους και κληροδοτώντας τα στις επόμενες γενιές, κρατώντας ενεργό τον φαύλο κύκλο. Η ψυχολόγος Peg Streep σημειώνει: ”Το νόημα της αντιμετώπισης αυτών των τραυμάτων δεν είναι να θρηνήσουμε γι’ αυτά ή να σηκώσουμε απεγνωσμένα τα χέρια ψηλά εξαιτίας του ό,τι μας δόθηκε από τη μητρική αγάπη αλλά να τα συνειδητοποιήσουμε. Η συνειδητοποίηση είναι το πρώτο βήμα για την θεραπεία μιας κόρης που δεν αγαπήθηκε. Πολύ συχνά απλά αποδεχόμαστε αυτές τις συμπεριφορές χωρίς να γνωρίζουμε από πού προέρχονται.”
Μερικά παραδείγματα τραυμάτων: η υπερευαισθησία και ευθιξία (μητέρες που δεν έδειξαν φροντίδα και τρυφερότητα), αναπαραγωγή σχέσης με την μητέρα μας (γιατί δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον συναισθηματικό κλοιό στον οποίο εκπαιδευτήκαμε), δυσκολία στο να θέτουμε όρια στις σχέσεις μας (προσπαθώντας να καλύψουμε κενά που μας άφησε η ελλιπής ή προβληματική μητρική αγάπη), έλλειψε αυτοπεποίθησης (αναπαραγωγή στο κεφάλι μας φράσεων και κατηγοριών της μητέρας μας). Εάν έχετε την αίσθηση ότι η μητέρα σας είναι τοξική, αλλά είστε μητέρες ή θέλετε να γίνετε, η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει να ξεκαθαρίσετε το τοπίο, να κατανοήσετε μερικές συμπεριφορές ή φόβους σας και να αποφασίσετε να συγχωρέσετε την μητέρα σας για να πάτε παρακάτω και να μην υιοθετήσετε και στην δική σας ζωή, οικογένεια και σχέσεις κακοφορμισμένα μοτίβα προβληματικής αγάπης.
*Από το θεατρικό έργο Δε Μιλένιαλς της Χρύσας Κολοκούρη.