Και βασικά, εκτός και αν αποφασίσουμε να ζούμε σα να παίζαμε. Είναι παιχνίδι η ζωή-με πολλά, ατελείωτα ημίχρονα, είναι η αλήθεια. Αλλά έχει πλάκα: τι χρώματα θα φορέσουμε στα ρούχα μας, σε τι σπίτι θα ζούμε, πώς θα πάμε στην δουλειά, τι θα φάμε απόψε, πώς θα κόψουμε τα μαλλιά μας, θα βγούμε ραντεβού με αυτό το άτομο ή με κάποιο άλλο, θα σπάσουμε την φούσκα της τσίχλας ή είναι too much, θα καταφέρουμε να πάμε έστω για δυο μέρες στην Ύδρα;

Η απόλαυση και η χαρά της ζωής δεν μπορεί να είναι ασύνδετη με την πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητά μας. Είναι διαφορετικό πράγμα αυτήν την στιγμή, αυτήν την περίοδο, η χαρά της ζωής για έναν Ουκρανό με κομμένο χέρι από ό, τι για έναν Αμερικανό που αρμενίζει με το κότερο στα ελληνικά νησιά.

Ποτέ, όμως, δεν ξεχνώ ότι ο Ουκρανός μπορεί να έχει πλάι του έναν σύντροφο ζωής και μέσα του γαλήνη, ενώ ο Αμερικανός να παλεύει με εσωτερικά κύματα και να μην του λέει και τόσα πολλά τελικά το Σαρακήνικο της Μήλου γιατί δεν έχει την παρέα που θα ήθελε για να το απολαύσει δεόντως.

Περπατώ στον δρόμο, μπαίνω στο καράβι, στο σούπερ μάρκετ και βλέπω υπέροχους, διαφορετικούς, ζωντανούς ανθρώπους. Προσπαθώ να τους σκεφτώ μικρότερους ηλικιακά ή πώς φιλούν ή φτιάχνω ιστορίες για την ζωή τους από το κεφάλι μου. Όταν κοιμούνται με τα στόματα ανοιχτά και τον λαιμό γερμένο στην καρέκλα είναι όλοι και όλες γεμάτοι αθωότητα, εγγενή καλοσύνη. Μοιάζουν με μωρά-κι εγώ μοιάζω με μωρό, όπως κοιμάμαι ξάπλα στην βρόμικη μοκέτα του καραβιού, σε εμβρυακή στάση.

Τι χαρά! Βρισκόμαστε στο πλοίο, ζωντανοί, έχουμε μια τσάντα με ένα νερό, ένα βιβλίο, πενήντα, εκατό, διακόσια ευρώ. Έχουμε τόσα προβλήματα (μεγαλώνουμε, φτωχαίνουμε, χάνουμε, χανόμαστε), αλλά είμαστε εδώ, στο καράβι, «τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική» και κάπου πάμε και ανασαίνουμε, εισπνοή, εκπνοή, υπάρχουμε εμείς, ανάμεσα σε τόνους σπέρματος που δεν κάρπισε, εμείς, το μαγικό φίλτρο που προέκυψε από μια ένωση σωμάτων που πιθανώς αγαπήθηκαν πολύ. Τι καλά, τι μαγικά, έλα τώρα, είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, είναι καλά και είναι μαγικά, γιατί είναι ζωντανά και ρέουν, μοιάζουν με μουσική, από το πρώτο βρεφικό μας κλάμα, μέχρι τον πρώτο ερωτικό σπασμό ή τον πρώτο θρήνο για κάτι, για το χαμένο μας, καναρινί μπαλόνι ή την ερωτική προδοσία που μας συνέτριψε ή τον θάνατο της γατούλας.

Οι ρυτίδες, οι ασημένιοι κρόταφοι, τα έμπειρα χέρια που έχουν χαϊδέψει και χαϊδευτεί και πιάσει και κάνει τον γύρο του κόσμου μέσα από τις αφές. Η μυρωδιά στους σβέρκους των μωρών, η μυρωδιά της κοπριάς των ζώων βράδυ σε επαρχία, το «κρύωσα, θα βάλω ζακέτα» και το «πείνασες; να φτιάξω να φάμε;» και το «μωρό μου, νύσταξες, έλα, κοιμήσου πάνω μου» και το «καλημέρα» που σιωπηλά ανταλλάσσουμε με τον καθρέφτη 25, 35, 45 χρόνια τώρα το πρωί. Η μυρωδιά του φαγητού που ψήνεται, η επιστροφή σε μέρη οικεία, οι μικρές τσιμπιές ηδονής και χαράς που έρχονται πάντα από εκεί που δεν το περιμένεις όταν βλέπεις ή ζεις ή θυμάσαι κάτι. Η μυρωδιά του αφρόλουτρου στο μπάνιο. Η οργάνωση των οικονομικών υποχρεώσεων, η τακτοποίηση των φρούτων και των λαχανικών στο ψυγείο, το φιλί στη μουσούδα του σκύλου, η καλοσύνη των ξένων σε ανύποπτες στιγμές.

Και τελικά, οι στιγμές. Ραμμένες πούλιες πάνω στο αχανές ύφασμα του καιρού που περνά μέσα από φορτικές ρουτίνες:πλύνε δόντια, ξύρισε πόδια, κάνε κακά, ανανέωσε την κάρτα για τα ΜΜΜ, κάνε υπομονή, περίμενε να μπει ο μισθός, περίμενε στην ουρά, στάσου στο ύψος σου, κάνε κουράγιο. Οι στιγμές είναι όλο το νόημα, όσοι έχουμε ασχοληθεί έστω και επιδερμικά, έστω κι ελάχιστα με την ιστορία που λέγεται «Νόημα της ζωής» ή «Χαρά της ζωής» το ξέρουμε καλά, το ξέρουμε πικρά. Μιλάμε για δευτερόλεπτα, μιλάμε για ξυραφίσια βλέμματα του λεπτού, για ιδέες και εμπνεύσεις που εξατμίζονται αμέσως μόλις σταθούν λίγο μέσα μας. Αλλά, όλα αυτά αρκούν, «μια αστραπή η ζωή μας, μα προλαβαίνουμε».

Αυτή η ζωή, η φορτική, η δύσκολη, η απάνθρωπη κι ας είμαστε άνθρωποι, η μεταμορφωμένη σε ελευθερία κι ας είναι σκλαβιά κι υποταγή σε παράλογα συστήματα οργάνωσης της γνώσης/του πλούτου/του χρόνου για τα οποία ευθυνόμαστε και δεν ευθυνόμαστε, αυτή ακριβώς η γαμημένη ζωούλα είναι ένας σύντομος, μικρός προθάλαμος θανάτου-ο θάνατος είναι αχανής έπαυλη με θέα θάλασσα και ατελείωτους καλοκουρεμένους κήπους. Ζώντας, βρισκόμαστε στο χωλ. Και κοιταζόμαστε σαν τους μαλάκες μεταξύ μας, περιμένοντας μονίμως κάτι: κάτι περισσότερο, κάτ ταιριαστότερο, κάτι επόμενο, κάτι καλύτερο. Θα οφείλαμε να κάνουμε πάρτυ στο χωλ κάθε μέρα. Και να μυρίζουμε με άγρια ηδονή ο ένας τον λαιμό του άλλου. Γιατί, ύστερα, στους φροντισμένους κήπους του Θανάτου, οι αισθήσεις παύουν να υφίστανται, αλάτι δεν υπάρχει, ούτε σοκολάτα και βέβαια, ο οργασμός (το ιερό momentum όπου το σώμα μας παραπαίει ανάμεσα ζωή και θάνατο) μοιάζει με μακρινό όνειρο.

Το σκεπτικό μου: εφόσον θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε, ας ζήσουμε πρώτα ως ζωντανοί. Ας βάλουμε στην ζωή μας το «joie de vivre», ας σκύψουμε ευλαβικά πάνω από αυτήν την ιδιαίτερη τέχνη και ας απολαύσουμε εμάς και τον γύρω κόσμο: από το δέρμα μας, μέχρι την θέα από το βρωμοπαράθυρο της δουλειάς.

[Πόσο ωραία φυσά ο αέρας τα μαλλιά των πράσινων φυτών στο απέναντι μπαλκόνι, τι ωραίο πράγμα το πράσινο μες στο τσιμέντο, αλλά και το τσιμέντο τι καλό, είναι η πρώτη ύλη της πόλης μας, τσιμεντένια σινεμά, φαγάδικα και ένας τοίχος από τσιμέντο, επίσης, όπου κάποτε κάποιος κάτι μας είπε και δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ.]

Οι Γάλλοι , εκεί γύρω στον 17ο αιώνα, ξεφούρνισαν την φράση «η χαρά του να ζεις». Τον 19ο αιώνα το “joie de vivre” μπήκε στην λογοτεχνία και στην Τέχνη – π.χ., υπάρχει ένας διάσημος πίνακας του Henri Matisse, το “La Bonheur de vivre”, που σημαίνει «Η ευτυχία του να ζεις». Από κει κι ύστερα, η αρχική γαλλική φράση πέρασε αμετάφραστη, σχεδόν σε όλες τις γλώσσες και αποτυπώνει την ικανότητα της απόλαυσης της κάθε στιγμής, ιδίως των μικρών στιγμών, αυτών που, κούτσου κούτσου, κάνουν τελικά όλη μας την ζωή ζωένια.

Η χαρά της ζωής είναι στα χέρια μας, ένα μικρό κουμπάκι, τόσο δα, που αν αποφασίσουμε να πατήσουμε αυτήν κιόλας την στιγμή, ο κόσμος μέσα μας θα αλλάξει ευθύς αμέσως. Όσο γράφω αυτές τις σειρές, τρώω μηχανικά μια μπανάνα. Και λέω: πόσες μπανάνες έχω φάει στην ζωή μου; Μπορεί πάνω από 5.000 ή ίσως κάτι λιγότερο. Και λέω μετά: ας απολαύσω αυτήν την μπανάνα. Μα τι νόστιμη που είναι η μπανάνα, τι κίτρινη, τι θαυμαστή, πόσο χορταίνει, πώς μοσχοβολά, σκέφτομαι ατελείωτες σειρές από μπανάνες στο Εκουαδόρ και πόσα άλλα σκέφτομαι γυροφέρνοντας αυτή τη φρουτένια μπουκιά στο στόμα μου.

Η χαρά της ζωής είναι εδώ, είναι τώρα, είναι εμείς. Είναι η επιλογή να λέμε και να κάνουμε ομορφιές. Να μην ανοίξουμε το στόμα για να πούμε κακό για άνθρωπο. Να μην φορέσουμε το καλό μας το φόρεμα μόνο το Σαββατόβραδο στο βαρετό μέρος που μας πηγαίνει ο άντρας μας για ποτάκι, στην διάρκεια του οποίου χάσκουμε στα κινητά και κάνουμε στόρυ με χάσταγκ #φάμιλινάιτάουτ. Να γράψουμε μια μικρή επιστολή, να την βάλουμε σε έναν ωραίο φάκελο, να την στείλουμε με το ταχυδρομείο. Να δοκιμάσουμε πάνω μας ή στο σπίτι μας ένα καινούργιο άρωμα. Να ανοίξουμε την πόρτα του σπιτιού μας σε ένα ζωάκι. Να κολυμπήσουμε ανάμεσα σε ψάρια και να κάνουμε διαγωνισμό μακροβούτι με την κολλητή μας. Να τακτοποιήσουμε τα ντουλάπια της κουζίνας, να μαζέψουμε τα χυμένα ρύζια και αλεύρια, να αφήσουμε την καλή ενέργεια να κυλήσει. Να διαβάσουμε ένα βιβλίο μέσα σε μια νύχτα. Να κάνουμε πολλές φορές έρωτα μέσα σε μια νύχτα. Να παραγγείλουμε τζανκ, να το φάμε με ήχους, μόνοι μας, στο δωμάτιό μας, με μάτια μισόκλειστα. Να εμπιστευόμαστε, να είμαστε ανοιχτοί, να προσφέρουμε ένα λουλούδι καμιά φορά σε κάποιον που αγαπάμε ή θαυμάζουμε, να γράφουμε, να τραγουδάμε, να μαγειρεύουμε, να κάνουμε αυτό που επιθυμούμε.

Στο βάθος, το έργο «Η ευτυχία του να ζεις» του Ματίς

Και αν δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που επιθυμούμε, για διάφορους λόγους που οφείλει να σεβαστεί απολύτως η ορμή και η εββαιότητα που διακατέχει αυτό το κείμενο, τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε να επιθυμούμε αυτό που κάνουμε. Να επιθυμούμε την ζωή μας, το σώμα μας, το μυαλό μας. Αργά ή γρήγορα, η αναπνοή μας θα πάψει, εμείς δεν θα υπάρχουμε ως εργαζόμενοι, φίλοι, εραστές, γονείς, αδέρφια. Εμείς θα εξαϋλωθούμε-σπλαχνική η ρημάδα η ζωή που, τουλάχιστον, κάποια στιγμή τελειώνει.

Ως τότε, αξίζει τον κόπο να την ζούμε περνώντας την από την καρδιά μας, εμβαπτίζοντάς την με χαρά-αυτή την άγρια, ζηλευτή χαρά των παιδιών που φτιάχνουν κάστρα στην άμμο. Αυτό ακριβώς είναι η ζωή. Κι ο θάνατος, ο καλόκαρδος φλοίσβος που θα μας απαλύνει απ’ όλους κι απ’ όλα, που θα καταπιεί τα κάστρα και που θα μας δροσίσει οριστικά. Ως τότε, είπαμε, ας καούμε στον ήλιο, στο φως, στο εφήμερο της ύπαρξής μας!

Αν θέλουμε. Αν όχι, καφεδάκι στο μπιτς μπαρ με γκρίνια και σκρολ στο Facebook. Είναι κι αυτό πάντοτε μια επιλογή.