εξάντληση δεν είναι πλέον σύμπτωμα τείνει να γίνει ταυτοτικό στοιχείο. Ο σύγχρονος άνθρωπος καίγεται διαρκώς, σχεδόν με “υπερηφάνεια”. Το burnout έχει πάψει να είναι προειδοποιητική λυχνία και μετατρέπεται σε ολόκληρο πίνακα οργάνων που αναβοσβήνει ταυτόχρονα, ενώ εμείς συνεχίζουμε να πατάμε το γκάζι. 

Από τα γραφεία των πολυεθνικών μέχρι τα μικρά στούντιο των ελεύθερων επαγγελματιών, από τα call centers μέχρι τα πανεπιστήμια η εξάντληση έγινε το νέο κοινό σημείο αναφοράς. Οι περισσότεροι μιλούν για “παραγωγικότητα”, “στόχους”, “επιδόσεις” λες και η ζωή είναι μια ατέλειωτη σειρά από reports. Ο ύπνος θεωρείται προαιρετικός, η ξεκούραση ενοχή, η σιωπή ύποπτη. Το σύγχρονο υποκείμενο μετρά την αξία του με ώρες οθόνης, με ειδοποιήσεις, με αγχωμένα “να προλάβω”. 

Το burnout είναι η ασθένεια ενός πολιτισμού που έχει ερωτευθεί την ταχύτητα. Ένας πολιτισμός που πιστεύει ότι μπορεί να μετατρέψει τον χρόνο σε προϊόν και τον άνθρωπο σε μηχανή. Δεν είναι τυχαίο ότι το φαινόμενο εκτοξεύθηκε στις δεκαετίες της τεχνολογικής φρενίτιδας, τότε που οι υπολογιστές υποσχέθηκαν να μας απελευθερώσουν, αλλά τελικά μας έδεσαν με νέα, αόρατα δεσμά. Η εργασία έγινε παντού: στο κινητό, στο σπίτι, στις διακοπές, μέσα στο μυαλό μας. Ο χρόνος ανάπαυσης μετατράπηκε σε “χρόνο επαναφόρτισης”. 

Στην Ελλάδα το burnout έχει την ιδιαίτερη μεσογειακή του εκδοχή: λιγότερο Silicon Valley, περισσότερο καθημερινός αγώνας επιβίωσης. Ο εργαζόμενος με τρεις δουλειές, ο φοιτητής που δουλεύει νύχτα, ο ελεύθερος επαγγελματίας που “δεν έχει αφεντικό αλλά έχει δέκα πελάτες”. Όλοι τους μαθαίνουν να χαμογελούν κουρασμένοι, να θεωρούν φυσιολογική τη μόνιμη πίεση. Το burnout εδώ δεν είναι μόνο αποτέλεσμα υπερκόπωσης, αλλά η συλλογική μας συμφωνία να μην σταματάμε ποτέ, γιατί φοβόμαστε τι θα γίνει αν το κάνουμε. 

Η κουλτούρα της εξάντλησης … εσωτερικεύεται. Είναι μια φωνή μέσα μας που λέει: «Πρέπει να κάνεις περισσότερα». Είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι ταυτίζουν την αξία τους με την απόδοσή τους. Το τραγικό είναι πως το burnout δεν προκύπτει μόνο από τη σκληρή δουλειά, αλλά από το αίσθημα ότι όση προσπάθεια κι αν καταβάλεις δεν είναι ποτέ αρκετή. Η ψυχή δεν κουράζεται από το έργο, αλλά από την αίσθηση του ανικανοποίητου. 

«Το burnout δεν είναι κόπωση, αλλά γ θλίψη για τον χρόνο που χάθηκε χωρίς να τον ζήσεις» και πράγματι η εξάντληση δεν είναι μόνο σωματική, είναι κυρίως υπαρξιακή. Είναι η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι έτρεχες τόσο γρήγορα που δεν είδες τοπίο. Ότι ήσουν πάντα “online”, αλλά ποτέ παρών. 

Μετά από χρόνια συσσωρευμένης εξάντλησης, βλέπουμε τα πρώτα ρήγματα στο αφήγημα της διαρκούς απόδοσης. Ο όρος rest ethicη ηθική της ανάπαυσης αρχίζει να κερδίζει έδαφος απέναντι στο work ethicΌλο και περισσότεροι άνθρωποι ζητούν ψυχική ισορροπία έναντι της μεγάλης καριέρας. Επαναπροσδιορίζουν τη δουλειά ως πεδίο νοήματος και το burnout παύει να είναι “προσωπική αποτυχία”. Μάλιστα με δειλά βήματα αναγνωρίζεται ως κοινωνική ασθένεια ενός κόσμου που δεν ξέρει να σταματά. 

Οφείλουμε επομένως να μάθουμε ξανά να κάνουμε λιγότερα, αλλά ουσιαστικότερα. Να θυμηθούμε ότι η ξεκούραση δεν είναι εχθρός της δημιουργικότητας, αλλά η προϋπόθεσή της κι ότι το μυαλό δεν ανθίζει στην πίεση, αλλά στην ηρεμία. Η ζωή μετά το burnout δεν είναι επιστροφή στην αδράνεια, αλλά στην στην ισορροπία. Είναι να καταλάβεις πως η παραγωγικότητα χωρίς ψυχική υγεία είναι απλώς αυτοκαταστροφή με ωραίο branding. Είναι να πεις «όχι» σε μια κουλτούρα που σε θέλει πάντα διαθέσιμο, πάντα πρόθυμο, πάντα εξαντλημένο. Είναι να ξανακερδίσεις το δικαίωμα στη σιωπή, στην απραξία, στην απλότητα. Η εξάντληση δεν είναι το τίμημα της επιτυχίας, αλλά ένα σημάδι ότι ξεχάσαμε τι σημαίνει επιτυχία και ίσως μέσα σε αυτό το καθεστώς της συλλογικής κόπωση, να υπάρχει ένα κρυφό μήνυμα: πως ήρθε η ώρα να ξαναμάθουμε να αναπνέουμε αληθινά. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.