Από μικρό παιδί, με κυνηγά ένας εφιάλτης που του επέτρεψα να μου καθορίσει την ζωή μου σε σημαντικό βαθμό. Είμαι, λέει, σε ένα αμάξι και οδηγώ σε έναν δρόμο όλο στροφές, πλάι σε γκρεμό, χωρίς προστατευτικά και τέτοια. Κάποια στιγμή, κάνω μια απότομη κίνηση στο τιμόνο και το αυτοκίνητο, με εμένα μέσα, πέφτει σε αργή κίνηση στον γκρεμό και χάνεται. Τον εφιάλτη αυτόν τον έχω δει, με ελάχιστες παραλλαγές, πάνω από 200 φορές στην ζωή μου και ξέρω ότι θα σταματήσω να τον βλέπω μόνο αν αρχίσω να οδηγώ.

Όμως, αν αποφασίσω να οδηγώ, φοβάμαι οτι θα μου συμβεί στ’ αλήθεια ο εφιάλτης: ότι θα πέσω από τον γκρεμό, ότι θα σκοτωθώ.

Παρά τους φόβους μου, και μετά από οικογενειακές πιέσεις, στα 20 είχα το δίπλωμα. Το πήρα με την πρώτη, φοβόμουν πολύ, βαριόμουν αφόρητα να κάνω μαθήματα, δεν καταλάβαινα και δεν καταλαβαίνω πώς λειτουργεί μηχανικά ένα αμάξι, η σκέψη ότι οδηγώ και δεν βρίσκω πάρκινγκ ή η άλλη σκέψη ότι οδηγώ, κάτι γίνεται, και κάποιος μου κορνάρει είναι ικανές να μου ανεβάσουν παλμούς καρδιάς και… εντάξει, αυτά.

Ζω από τα 21 μου στο κέντρο της Αθήνας. Κινούμαι, όμως, λόγω δημοσιογραφίας σε ολόκληρη την Αθήνα: από το Χαλάνδρι και την Κηφισιά, μέχρι την Γλυφάδα και την Βούλα, την Καλλιθέα, τον Βύρωνα, το Περιστέρι, το Ψυχικό, τα Ιλίσια. Το κέντρο εξυπηρετεί ως βάση και ως lifestyle την καθημερινότητά μου. Δεν έχω καμία τρελή συμπάθεια προς την φύση (δεν την αντιπαθώ κιόλας!), αγαπώ τους γρήγορους ρυθμούς, την αίσθηση γειτονιάς που δημιουργούν περιοχχές όπως τα Εξάρχεια και η Κυψέλη, την δυνατότητα να έχεις σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου μια καταπληκτική ταβέρνα, δυο καλά θέατρα, ένα σινεμά, φαρμακείο, περίπτερο και, πιθανότατα, τα πιο cool μπαρ και καφέ της πόλης, αυτά στα οποία μπορώ να πηγαίνω το καλοκαίρι με τις σαγιονάρες και, αν μιλάμε για πρωί, με τα ρούχχα που φοράω σπίτι aka «πιτζάμες».

Όταν δεν βγαίνω στη γειτονιά που μένω ή σε μια πολύ κοντινή, κοινώς εκτός κέντρου, συνήθως ταλαιπωρούμαι. Αυτό παθαίνουν και όσοι έχουν αμάξι και όσοι δεν έχουν. Οι καλύτεροι όλων είναι οι μηχανόβιοι, αλλά αυτοί διατρέχουν άλλους κινδύνους και επίσης η μηχανή κοστίζει-και αν την πάρεις και να την συντηρήσεις. Δεσμεύομαι να γράψω σύντομα για την ακατμάχητη αίσθηση του να βρίσκεσαι πάνω σε μια μηχανή και να ταξιδεύεις πολύ σύντομα. Επιστρέφω στην λέξη-κλειδί: ταλαιπωρία.

Κακοί δρόμοι, προβληματική οδηγική συμπεριφορά, κίνηση τις περισσότερες ώρες της μέρας, καθυστερημένα λεωφορεία, πηγμένοι από κόσμο συρμοί μετρό και ηλεκτρικού, τουρίστες όλον τον χρόνο πια. Αυτή είναι πάνω κάτω η κατάσταση στην όμορφη, στην δύσκολη μητρόπολή μας, την Αθήνα.

Κοινώς, οδηγείς δεν οδηγείς, η ζωή είναι ζόρικη στην Αθήνα, η κυκλοφορία σου σε αυτήν, ειδικά αν μετακινείσαι σε πολλά, διαφρετικά μέρη είτε λόγω δουλειάς είτε επιλογών διασκέδασης, έχει απαιτήσεις και όλο αυτό σε συνδυασμό με το βαλκάνικο-μεσογειακό ταμπεραμέντο μας δημιουργεί μια κατάσταση εκρηκτική, γεμάτη εντάσεις, κακή ψυχολογία και δυσάρεστα ενσταντανέ: από καυγάδες επιβατών στα ΜΜΜ, μέχρι μούτζες και βρισίδια στον δρόμο, φριχτά κορναρίσματα, ανοχή αγενών ταξιτζήδων, κίνδυνος απώλειας της ζωής σου, ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος απώλειας της ψυχικής σου ισορροπίας.

Τι σου συμβαίνει, όμως, συγκεκριμένα αν ζεις χωρίς όχημα;

Αν είσαι αγόρι, είναι άβολο. Ας τα πούμε με το όνομά τους: τα περισσότερα αγόρια και άντρες κάπως συμβαίνει και οδηγούν. Πολλές φορές, οι σύντροφοί τους έχουν την αναμονή να υπάρχει όχημα-να τις παραλάβει από κάπου, να ταξιδεύουν πιο άνετα με αυτό, να βγαίνουν μέχρι αργά έξω. Έχω ακούσει άπειρες φορές κορίτσια να το θέτουν. «Ο Γιώργος δεν έχει αμάξι, μαλακία». Δεν λέμε εδώ τι είναι υγιές, κοινωνικά περασμένο, στερεοτυπικό, εντάξει; Λέμε πως είναι, πάνω κάτω, τα πράγματα.

Ό,τι φύλο και να είσαι, η έλλειψη αμαξιού περιορίζει τις βραδινές εξόδους. Το μετρό σταματά στις 02:00 Παρασκευές και Σάββατα, το μετρό δεν εξυπηρετεί πάντα, η νύχτα θέλει τροχούς ιδιωτικούς για να την ζήσεις ανεξάρτητα και ελεύθερα. Εκτός αν την ζεις κοντά στο σπίτι σου, σε ένα στέκι. Αλλά αν οι φίλοι σου δεν μένουν στην ίδια γειτονιά; Πιθανώς, θα χρειαστεί να τους καληνυχτίσεις από νωρίς. Για τους ανθρώπους που δεν οδηγούν, αλλά βγαίνουν, τα έξοδα για ταξί μπορεί να αγγίζουν μέχρι και τα 100 ευρώ τον μήνα.

Δεν έχεις το άγχος του παρκαρίσματος. Φτάνεις νωρίτερα και λιγότερο αγχωμένη στο όποιο ραντεβού, έχοντας βέβαια φροντίσει να υπολογίσεις τους άλλους παράγοντες καθυστέρησης που προκύπτουν από τα ΜΜΜ. Βέβαια, μπορεί να φτάσεις έχοντας τουρτουρίσει από το κρύο τον χειμώνα ή έχοντας ιδροκοπήσει από την ζέστη το καλοκαίρι. Αντίο, μυρωδιά φρεσκάδας αν είσαι τύπος που ιδρώνει, αντίο γαμάτο μαλλί που πατικώθηκε μες στο 040 ή το 608 από την σαρδελοποίηση.

Γλιτώνεις από αρκετά έξοδα. Ένας μέσος οδηγός στην Ελλάδα διανύει περίπου 15.000 km ετησίως, με το όχημα να καταναλώνει από 7 έως 8 lt/100 km. βενζίνης και γύρω στα 6 lt/100 km πετρελαίου. Το κόστος λοιπόν μόνο για καύσιμα κυμαίνεται για την βενζίνη χοντρικά από 2.100 έως 2.400 € και για το diesel από 1.500 έως 1.600 €. Σέρβις, περίπου 100 ευρώ τον χρόνο Για μια απλή ασφάλεια με βάση τις προσφορές που κάνουν οι ασφαλιστικές πρέπει να δώσεις περίπου 60 € το εξάμηνο, δηλαδή 120 € τον χρόνο. Αυτό είναι το ελάχιστο κόστος. Φυσικά, αν θέλεις να ασφαλίσεις το αυτοκίνητο για επιπλέον κινδύνους και για κλοπή, το κόστος αυξάνεται πολύ, αναλόγως της αξίας του οχήματος. Με βάση τη νομοθεσία, αν δεν έχεις επισκεφθεί ένα Κέντρο Τεχνικού Ελέγχου Οχημάτων και δεν έχεις την ανάλογη βεβαίωση, παρανομείς. Η υποχρέωση ΚΤΕΟ για όλα τα επιβατικά οχήματα ξεκινάει 4 χρόνια μετά την αγορά τους ως καινούργια, δηλαδή από την ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας τους.

Έπειτα από την πρώτη φορά που θα περάσει κάποιο όχημα ΚΤΕΟ ακολουθεί την λεγόμενη περιοδικότητα που αναγράφεται στο χαρτί του ΚΤΕΟ και ορίζεται ανά 2 χρόνια. Μία μέση τιμή για τα επιβατικά ΙΧ είναι γύρω στα 50 ευρώ. Χώρια τα τέλη κυκλοφορίας! Όσα αυτοκίνητα ταξινομήθηκαν στην Ελλάδα μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2010 πληρώνουν τέλη κυκλοφορίας βάσει του κυβισμού τους. Όσα κυκλοφόρησαν μετά την 1η Νοεμβρίου 2010, πληρώνουν με βάση τις εκπομπές CO2 που αναγράφονται στην άδεια κυκλοφορίας, ενώ τα πιο «καθαρά» από αυτά απαλλάσσονται πλήρως -κάτω από 90 ή 122 g/km, αναλόγως χρονολογίας.. Αν υποθέσουμε πως οδηγείς ένα νέο υβριδικό αμάξι που απαλλάσσεται από τέλη κυκλοφορίας και καίει το ελάχιστο καύσιμο, στην καλύτερη περίπτωση θα επιβαρυνθείς ετησίως με 1.000 ευρώ. Αυτό το ποσό, αφορά τη χαμηλότερη ασφάλεια και το πιο απλό service. Βάλε 1.500 να’ σαι μέσα. 100 με 130 ευρώ τον μήνα δηλαδή, έξτρα σε όλα τα υπόλοιπα έξοδα. Δεν συζητάμε καν για τα έξτρα κόστη πάρκινγκ, καθαριότητας… Έρεβος.

Βιώνεις συχνότατα «ταλαίπα». Σούπερ μάρκετ με κουβάλημα. Πας στα καράβια ή στα αεροδρόμια με τα μέσα και σέρνεις βαλίτσες, αγκομαχάς κάτω από κιλά αποσκευών στην πλάτη και δεν συμμαζεύεται. Ξεκινάς μία ώρα νωρίτερα από το σπίτι, για να είσαι σίγουρος ότι θα φτάσεις εγκαίρως στην όποια συνάντηση. Όχι ότι το αμάξι σε διακτινίζει. Αλλά, κακά τα ψέματα, είναι αρεκτές φορές βάσιμη η αίσθηση ότι με ένα όχημα θα πας «τσακ μπαμ» κάπου.

Νιώθεις συχνά υποχρεωμένος σε φίλους. Ναι, εμείς που δεν οδηγούμε, όσο ανεξάρτητα και αξιοπρεπή παιδάκια και αν είμαστε, έχουμε κουβαληθεί σε αμάξια φίλων, οι οποίοι συχνά θέλουν να μας επιστρέψουν και στην πόρτα του σπιτιού μας. Μπορεί να νιώθουμε, καμιά φορά, ότι επιβαρύνουμε, ότι βγάζουμε κάποιον από τον δρόμο του, ότι τον χρεώνουμε περισσότερη βενζίνη. Και όχι, αυτά δεν υπάρχουν μεταξύ φίλων, όμως σε τόσο δύσκολους καιρούς, πώς μπορείς να μην τα σκέφτεσαι;

Εκτίθεσαι σε διαφορετικού τύπου κινδύνους. Δεν θα σου κλέψουν αμάξι ή πράγματα από το αμάξι (όπως την κιθράα του φίλου μου του Θωμά!) αν δεν έχεις αμάξι. Δεν θα σε τρακάρει κάποιος ασυνείδητος ή απρόσεκτος, αν δεν έχεις αμάξι. Από την άλλη, θα περιμένεις ταξί κάτω από την βροχή ή σε κάποιο επικίνδυνο σημείο της πόλης και ταξί δεν θα περνάει. Θα περπατήσεις χιλιόμετρα σε περιόδους αφραγκίας, που ούτε για εισιτήριο μετρό δεν έχεις. Θα φτιάξεις πόδι και πωπό, αλλά αρκετοί οδηγοί πηγαίνουν γυμναστήριο!

Νιώθεις φτωχάντζα. Σας έχει τύχει, μερικές φορές, να εκπλήσσονται που δεν έχετε αμάξι ή που δεν οδηγείτε; Επειδή μπορεί αν φοράτε ωραία ρούχα ή να έχετε πιο σοφιστικέ τρόπο ζωής; Ας πούμε, εγώ φοράω συχνά τακούνια. Και όχι, δεν τα φορώ πάντα από το σπίτι. Σε μια τσάντα, τα εναλλάσσω με τα φλατ μου. Όπως άλλωστε, κάνουν πολλές γυναίκες που οδηγούν. Καμιά φορά, όλα είναι θέμα συνήθειας και προκαταλήψεων.

Λειτουργείς λιγότερο αυθόρμητα. Όχι, δεν μπορείς να την κοπανήσεις μια Παρασκευή βράδυ για Λουτράκι έτσι απλά. Ούτε να πας μια μεταμεσονύχτια βόλτα στην πόλη με τα ηχεία στο τέρμα. Εκτός αν το κάνεις περπατητό. Με ακουστικά. Αλλά είναι αλλιώς και πάλι…

Δυσκολεύεσαι αν έχεις παιδιά ή/και ζώα. Κτηνίατρος. Σχολεία. Οικογενειακές εκδρομές. Σκυλί σε κτελ; Καλή τύχη με το κλουβάκι μεταφοράς και την άσκηση παρηγοριάς που θα χρειαστεί να κάνεις όλη την ώρα σχεδόν του ταξιδιού. Διακοπές με παιδά χωρίς αυτοκίνητο, ούτε που θέλω να φανταστώ. Ειδικές και ξεχωριστές συνθήκες ίσως το επέτρεπαν. Ένας κίνδυνος μια αναπάντεχη ώρα; Νύχτα; Άντε να περιμένεις -χτύπα ξύλο- ασθενοφόρο.

Ζόρικα και σε νησί το καλοκαίρι. Κι ας μην έχεις οικογένεια. Θα πάμε, ας πούμε, με την κολλητή μου σε μια ωραία Κυκλάδα φέτος. Καμιά μας δεν οδηγεί. Ξέρουμε ότι θα πέσει ποδαρόδρομος, ταξάκι (πανάκριβο στα νησιά!) και, εννοείται, συγκοινωνία για την παραλία μας ή τα βραδινά ποτά μας.

Αλλά, ας επιστρέψουμε στην Αθήνα. 

Κάποιες γειτονιές έχουν γίνει μέρος της ποπ κουλτούρας λόγω της δυσκολίας που έχει να ζεις ή να βγαίνεις σε αυτές με αμάξι. Παγκράτι. Οι μόνιμοι κάτοικοι βλαστημούν όλο και συχνότερα.

Τα λεωφορεία έχουν την δική τους θέση στις ιστορίες της πόλης. Καντάρια υπομονής. Σπάνια βρίσκεις θέση. Αν βρίσκεις, σκέφτεσαι διπλά να κάτσεις: αίσθηση βρομιάς. Η αναμονή στις στάσεις είναι συναίσθημα. Όπως και η τρεχάλα για να φτάσεις το λεωφορείο. Η αίσθηση ότι το πρόλαβες στο τσακ: έχετε προσέξει ποτέ τις φάτσες των ανθρώπων που τρέχουν σαν δρομείς, το προλαβαίνουν κι ύστερα κάπως χαμογελούν λαχανιασμένοι κοιτώντας προς τα πάνω; Αλλά και η αίσθηση ότι το έχασες. Ότι ο οδηγός δεν σου άνοιξε την πόρτα.  Ματαίωση χαράζεται στα πρόσωπα. Αυτός ο συγκεκριμένος μορφασμός-όσοι κυκλοφορείτε με τα μέσα ξέρετε πολύ καλά τι λέμε εδώ πέρα.

Οι άνθρωποι που δεν οδγούμε είμαστε κάπως πιο εκτεθειμένοι, πιο απροστάτευτοι, ούτως ή άλλως πιο ανοιχτοί σε μια συνάντηση, σε ένα τυχαίο περιστατικό που μπορεί να μας αλλάξει ολόκληρη την ζωή (πόσοι έρωτες δεν ξεκίνησαν σε ένα βαγόνι; εγώ έχω ζήσει μια ωραία ιστορία από λεωφορείο και είμαι μία από τους πάρα πολλούς), σε λίγο κερδισμένο χρόνο για ένα τηλέφωνο με την μαμά ή τον φίλο μας, σε λίγο κερδισμένο χρόνο για ξεφύλλισμα ενός βιβλίου. Σε καταστάσεις και πράγματα που δεν υφίστανται για τους οδηγούς αυτοκινήτων και μηχανών.

Την Αθήνα, εμείς που δεν οδηγούμε, την έχουμε βιώσει αλλιώς, μες στις νύχτες και τις μέρες της. Την έχουμε πάρει στα πόδια, στα χέρια μας. Έχουμε γυρίσει σπίτι βρόμικοι από περπάτημα και συγκοινωνίες, από ανέβα και κατέβα. Αδρεναλίνη αστική της φθοράς και της μιζέριας. Που έχει και λίγη πλάκα και λίγη ρομαντζάδα, συχνά. Ακονίζουμε τις αισθήσεις, την παρατηρητικότητά μας. Αδιανόητο, για μένα, άνθρωπος καλλιτέχνης να μην έχει ούτε λίγο την εμπειρία του δρόμου υπό αυτήν την έννοια. Να δει βλέμματα, να λαθραναγνώσει κείμενα που διαβάζονται δίπλα του, να περιμένει σε μια στάση πλάι σε ανθρώπους αγχωμένους, γελαστούς, συνοφρυωμένους, ταλιαπωρημένους.

Όταν γίνω μητέρα, θα πιάσω τιμόνι. Ως τότε, θα αφήνω την πόλη να μου γεννά δυνατότητες, προβλήματα και ευκαιρίες. Και θα καθυστερώ την στιγμή που θα πέσω από τον γκρεμό, όλο και περισσότερο. Αντέχω, ίσως, τους εφιάλτες, αρκεί να κοιμάμαι όταν τους βλέπω.