Ορισμό για την μποεμία δεν χρειάστηκε να ψάξω ποτέ. Την βρήκα, μέσα από την φωνή της Buika, ιδεατό αλμοδοβαρικό σάουντρακ, την βρήκα μες στο τραγούδι του Αζναβούρ που πονάει περισσότερο μες στα χρόνια, γιατί οι αναμνήσεις της νιότης καταχωνιάζονται, συχνά, πίσω από άλλες, αφόρετο βρακί στο συρτάρι. Κάποτε, ήταν άσχημες οι καφετέριες των συναγελασμών μας, κάποτε κανείς δεν ήθελε να μοιάζει αυθεντικός, κάποτε νιώθαμε ένα σώμα και μια ψυχή με τους φίλους μας, ήταν οι απόλυτοι σύμμαχοι κι όλα τα τραγούδια στα 14 σου γράφτηκαν για σένα. Ακόμα δεν είχαμε κατακτήσει την μποεμία, ακόμα λασπώναμε τα παπούτσια μας την ώρα της προσευχής στα γκρίζα προαύλια Γενάρηδων και Μάρτηδων, αδημονούσαμε για φευγιά, νιώθαμε νεκροί, μελαγχολικοί μέχρι το μεδούλι, δεν πιστεύαμε στις επιδράσεις της εφηβείας, εμείς δεν ήμασταν έφηβοι, εμείς ήμασταν κιόλας κατατρεγμένοι, κιόλας ξεχωριστοί κι αδικημένοι. Είχαμε τις κατανύξεις μας γύρω από δίσκους και CD, το ξεκοκάλισμα θρίλερ, πρωταγγίζαμε τους εαυτούς μας με έξαψη και πιστεύαμε σε ένα καταλυτικό, ακατανίκητο «για πάντα» που θα ζούσαμε με εκείνον τον πρώτο, τον μόνο έρωτα. Είχαμε όλο το μέλλον κι ένα παρελθόν ισχνό, ανύπαρκτο, ήμασταν το παρόν ολόκληροι, κι αλλάζαμε κάθε μέρα, μεταμορφωνόμασταν, δεν είχαμε ιδέα πως γινόμασταν οι άνθρωποι που τόσοι άλλοι θα λάτρευαν, θα πλήγωναν, θα υποτιμούσαν ή θα θαύμαζαν στο μέλλον.

Οι σημαντικές μας συναντήσεις άγραφες ακόμα, το σύμπαν σχεδίαζε πάνω σε ξεκούρδιστα πιάνα τα συναπαντήματά μας με τα σημαντικά χέρια της ζωής μας, με χέρια-μαχαίρια και χέρια-σχοινιά. Γωνιές όπου θα κατρρέαμε με σπασμένα από τον έρωτα γόνατα τριάντα χρονώ γαϊδούρια υπήρχαν κανονικότατα και υπήρχαν για εμάς, καθώς εμείς τρέχαμε με τα ποδήλατά μας στια ανηφόρες των νεκροταφείων καλοκαίρια με φίλους που θα ξεχνούσαμε τα ονόματά τους. «Της ζωής το κύμα το παράφορο» χτύπαγε τους κάβους και οι κυματοθραύστες μας πλαστελινένιοι, όχι τσιμεντωτοί, αδύναμοι, μαλακοί. Έπειτα, η πρώτη ψεύτικη δύναμη, η ενηλικίωση, το πέταγμα μακριά, άγνωστο πού, πάντως πέρα. Και ανεβοκατεβαίνουν τα φεγγάρια κι οι ήλιοι στους ουρανούς κι εμείς αμετροεπώς αναμετρούμε τις δυνάμεις μας μαζί τους, πίνουμε πολύ, τσακωνόμαστε πολύ, διαβάζουμε πολύ, περπατάμε πολύ, καπνίζουμε πολύ, όλα πολύ, όλα πολλά μες στο ελάχιστό τους. Αυτοσχέδιες γιορτές σε λιγοστά τετραγωνικά, μια κιθάρα πάντα κάπου, από το πουθενά σχεδόν, τασάκια, κουτάκια μπίρες, το μοτίβο της ανεμελιάς σταθερό, εδώ είμαστε δύση, εδώ είμαστε ανατολή, βαλκάνια και, στην τελική, ελλάδα. Βρώμικο τα ξημερώματα, πασαλειμμένα σαγόνια με μαγιονέζες και μια γλώσσα να μας καθαρίζει, να ζούμε την μια στιγμή σαν στιχάκι του Χριστιανόπουλου, την άλλη κλεμμένη λέξη της Γώγου ή του Κοέν ή του Ντίλαν, όλων, κανενός, δεν χωράμε πουθενά σε γενικές γραμές, εκτός από εκείνες τις φορές που ευθυγραμμίζονται τ’ αστέρια και το σύμπαν μες στο κεφάλι μας και όλα μοιάζουν σωστά, φτιαγμένα εξ αρχής για να τα ζήσουμε, νιώθουμε συνωμοσίες διαπλανητικές και καρμικές, γλυκιά ναυτία περιβάλλει το κορμί και την ψυχή μας.

Όλα αυτά ανήκουν σε κάθε γενιά νέων, άλλα νιάτα στις παραλίες με σωβρακοφανέλες, άλλα στον Φλόκα με αφάνες, άλλα στις πλατείες των λαϊκών γειτονιών με τηλεκάρτες και τσιχλόφουσκες, άλλα στο Κολωνάκι, στα Μικρά Καφέ και τις Μυροβόλους της οικουμένης, άλλα (τώρα, μελλοντικά) στ’ αλώνια του Internet και στην ερεθιστική, σκανδαλιστικά οικεία αίσθηση του scroll down στο σκοτάδι. Μποεμία είναι νιότη, t-shirt με σάλτσες ντομάτας, ένας ίδιο ζευγάρι παπούτσια μες στις βδομάδες, ένα κρεβάτι-ολόκληρο σύμπαν (περιοδικά, τετράδια, βιβλία, σημειωματάρια, καπότες, ψίχουλα, χορδές κιθάρας, λερωμένα από χύσια βρακιά, ο γάτος, το σκυλί, ο σκούφος, η τσάντα της εβδομάδας γεμάτη σαβούρες, τα τσιγάρα, ένα εισιτήριο από προχθεσινό σινεμά.) Μποεμία ο έρωτας τα ξημερώματα, το ξύπνημα με τα ελάχιστα πολυτελή (έναν καφέ φίλτρου στη ραγισμένη κούπα, διαφορετικές κάλτσες στα πόδια, έξω κρύο, το λεωφορείο, μην χάσω πάλι το λεωφορείο των 09:45), οι μέρες που γίνονται νύχτες μ’ ένα χτύπημα των δαχτύλων, η μη επιστροφή στο σπίτι, γιατί σπίτι είναι η πόλη ολόκληρη, οι στάσεις των λεωφορείων, οι υπόγειες διαβάσεις, οι άνθρωποί μας στα μαγαζιά με τα σφηνάκια, με τα dj set, με τα μπριζολάκια, τις τράκες, τ’ αστεία, τα ποδοσφαιρικά νέα, τα αχαλίνωτα γκομενικά που εξαπολύονται ως γενικές συμβουλές ζωής, ευεξίας, ευτυχίας, τρόπος να υπάρχεις. Ό, τι χρειαζόμαστε ν’ ακούσουμε χωράει στ’ ακουστικά μας, όλη μας η ουσία χωράει σ’ ένα σακίδιο, αν έχουμε ένα δεκάρικο, τον καπνό μας, τον φίλο, την φίλη να μας περιμένει, απρογραμμάτιστα και δίχως άγχος και περιορισμούς ωρών να διασχίζουμε δρόμους με κόκκινα φανάρια, να πεινάμε, να ψάχνουμε σουβλάκι, να κερνάμε ο ένας τον άλλο, να μοιρζόμαστε τα ψιλά μας, να μας τηλεφωνούν από μια ξέμπαρκη παρέα σ’ ένα σπίτι όπου έχει στηθεί πάρτυ, να πηγαίνουμε, να συναντάμε εκεί τον έρωτα της ζωής μας, να ψάχνουμε το φως μέσα από την γλώσσα και τα δόντια του σ’ ένα μικρό μπαλκόνι, στο οποίο φιλιόμαστε για ώρες, γλυκά μεθυσμένοι, ιλαροί.

Τα σχέδιά μας είναι όλα καταλυτικά, επιχειρούν να σκοτώσουν αυτή την κατάσταση, την ζωένια ζωή μας, με τις βραδινές εξόδους, τις πορείες, το «παίρνω τα πάντα στα σοβαρά», τις πρώτες πληγές που φαντάζουν πολύ σοβαρές, της αίσθησης του ανήκειν που σε χωρά σα ζεστή συμπαντική αγκαλιά κι όλα αυτά, κι όλα αυτά. Ονειρευόμαστε την τάδε δουλειά, στοχεύουμε να βγάζουμε τόσα λεφτά, τον έρωτα του μπαλκονιού τον απομυζούμε μες στα καλοκαίρια ή τον αφήνουμε από δειλία ή τρόμο και τρυφερά τον αντικαθιστούμε μια μια φιγούρα που μας κατανοεί κάπως περισσότρο, που κουμπώνει κάπως καλύτερα με τον καινούργιο, πλέον, εαυτό που πάμε να εφεύρουμε, δεσμώτες του χρόνου και κατάδικοί του at the fucking same time, τον κυνηγάμε, μας κυνηγά, ο σκύλος μας πεθαίνει, ο σκύλος που είχαμε από παιδιά, οι φίλοι μας μεταναστεύουν για καλύτερα λένε, μετακομίζουμε σε άλλη γειτονιά, πετάμε τα παλιά ρούχα, τώρα φοράμε άλλα μποτάκια, πάνε εκείνα τα καφέ, τα λιωμένα, τα χιλιοφορεμένα, με τις ευτυχισμένες, αλαλάζουσες σόλες που’ χαν σκαρφαλώσει σε αεροπλάνα, ταξί και μυθικά διαστημόπλοια, τώρα, εμείς, απλώς οι υπενθυμίσεις των παλιών, μποέμ εαυτών μας.

Η μποεμία τώρα πράξη αφηγηματική σε χρόνο παρελθοντικό, μικρές φωτίτσες στο μέσα μέρος της κόρης των ματιών, η πατρίδα όλων των ανθρώπων, η μοίρα του είδους μας που για να ψάχνει την ευτυχία, πρέπει να επιθυμεί να την αποτινάζει και τι θα ήταν το γένος μας αν αφηνόταν στα μαγικά, τρομερά χέρια της μποέμικης ζωής; Τότε δεν θα υπήρχε μποεμία, μποέμ είσαι όταν με ρούχα βραδινά μπαίνεις στο πρωινό λωφορείο και δίπλα ο τύπος με το σφιχτό γιακά σε στραβοκοιτά, μποέμ είσαι όταν στήνεις πάρτυ στην ταράτσα της πολυκατοικίας και φτιάχνεις μικρά ειδοποιητήρια για τους γείτονες, δεν είσαι μποέμ όταν τα πρωινά λεωφορεία είναι κατειλημμένα από ξενυχτισμένους καυλιάρηδες σαν εσένα, ούτε όταν κάθε νύχτα, κάθε ταράτσα στήνει γιορτή. Η μποεμία είναι το πρόσκαιρο φως που υφαίνει χρώματα πάνω στα σκοτεινά υφάσματα της καθημερινότητας. Επιτρέπεται να επιστρέψεις σε σφηνάκια μποεμίας κάτι ξέμπαρκα καλοκαίρια, κάτι απρόσμενα βράδια εξομολογήσεων σε φίλους που γκρίζαραν, ρυτίδιασαν και κάναν και φαλάκρα, κάτι στιγμές που περπατάς χειμώνα με ήλιο στην Πλάκα και ο ουρανός αστράφτει μες στο κεφάλι σου και σε κάνει να κλαις, ατάραχα, σιγανά, ολόδικά σου δάκρυα, για σένα κλαις, δεν κλαις ούτε για εκείνη, ούτε για τα ζόρια τα καθημερινά τ’ ανεπίλυτα, για εκείνο το τυχερό, ηλιόλουστο παιδάκι των 24 χρόνων κλαις που δεν ξαναγυρνάει, παρά κούρνιασε τώρα μέσα σου και περιμένει να το δικαιώσεις. Μέσα του, εν τω μεταξύ, βρισκόταν κουρνιασμένο το 12χρονο παιδάκι σας, περίμενε και τούτο δικαίωση. Και πριν από αυτό το δωδεκάχρονο παιδάκι, ήταν το χάος, η σοφή, σιωπηλή ζεστασιά της μήτρας.

Είναι κι εκείνες οι φορές που δεν θες να πεθάνεις, όχι, θες απλώς να επιστρέψεις εκεί, ατην αρχή, στην αρχή σου. Για να έχεις την ευκαιρία να κάνεις τις ίδιες μαλακίες, ξέροντας πω αυτή τη φορά αξίζει να τις ευχαριστηθείς περισσότερο, ναι, με όλη σου την ψυχή.