Ήρθα για δουλειά στα γραφεία του Olafaq.gr τον Φεβρουάριο. Από την πρώτη κιόλας μέρα, τα πρόσεξα. Δύο παχιά περιστέρια κείτονταν πάνω στην σκεπή του κτιρίου στο οποίο βλέπει το παράθυρο της κουζίνας.

Μου φάνηκε πως κάποιο χέρι τα είχε τοποθετήσει εκεί. Παράξενη συμμετρία με τα κεραμίδια, μακάβρια γαλήνιο θέαμα καθώς φτιάχνεις τον καφέ σου ή κάνεις εκείνο το τσιγάρο στο διάλειμμα.

Κοιτάζω τα νεκρά περιστέρια σχεδόν τρεις μήνες, πέντε ημέρες την εβδομάδα, κατά μέσο όρο, περισσότερες από απλώς μία φορά την ημέρα. Κάποιες φορές, τα κοιτάζω εμμονικά, τους επιτρέπω να με μαυλίζουν. Είμαι ένας πρωτόγονος, έκθαμβος άνθρωπος με την μωβ βελουτέ φόρμα του, τα καρέλια του, τις ειδοποιήσεις στο Insta του, είμαι ένας πρωτόγονος άνθρωπος του 21ου αιώνα. Ακόμα δεν έχουμε ξεπεράσει τον θάνατο ως αναπότρεπτο γεγονός, γεγονός που θα αλλάξει για πάντα τις ζωές μας βάζοντάς τους τέλος, γεγονός που αλλάζει την φύση και τον κόσμο γύρω μας.

Ιερό πράγμα ο θάνατος, πράγμα για το οποίο δυσκολεύομαι να γράψω, αλλά όχι και να σκεφτώ. Σκέφτομαι συνεχώς τον θάνατο, βλέπω παντού θάνατο, βρίσκω πανέμορφο τον θάνατο, όχι μόνο όταν είμαι θλιμμένη, αλλά και όταν είμαι χαρούμενη. Θάνατος για να τελειώσει η θλίψη, θάνατος για να σφραγιστεί η χαρά και, άρα, ψευδαισθητικά, να διαρκέσει για πάντα. Ο θάνατος ως τέλος, ως σκοπός γεμάτης ζωής. Ο θάνατος πολλαπλασιασμένος σε σπαράγματα μαυρίλας αναγκαίας για να αναπνεύσει η ζωή. Μικρές τρύπες πάνω σε ύφασμα, όπως τα αστέρια στον ουρανό που πάντα αντιλαμβανόμουν ως μικρές οπές από όπου, μόνο τις νύχτες, περνάει το μυστικό Απάνω Φως του κόσμου μας.

Αλλά, τι συμβαίνει με τον θάνατο των άλλων και όχι του εαυτού; Καλά για τον εαυτό, την εαυτή, το εαυτό. Ο θάνατος των άλλων προξενεί πένθος. Ακόμα και των ευτελών πραγμάτων. Ένα κοκαλάκι που έσπασε, η λάμπα που κάηκε, το φαγητό που χάλασε, το περιστέρι που λύγισε από το κρύο. Σιχαίνομαι, και να μην μου την λέτε, την λέξη «ψόφησε», δεν συζητώ για την λέξη «ψόφος».

Τι συμβαίνει με την ευαισθησία μας όταν καλείται να γίνει πράξη; Εκεί όπου πρέπει το αίσθημα να μεταβολιστεί, εσωτερικά, σε σκέψη και η σκέψη να γεννήσει συμπεριφορά; Έχω υπάρξει τόσο θαρραλέα, Θεέ μου, σε αυτήν την ζωή. Ή και ριψοκίνδυνη-κυρίως από αμυαλιά. Όταν δηλαδή το συναίσθημα γίνεται αμέσως πράξη, δίχως την παρεμβολή του νου. Τον βαριέμαι καμιά φορά τον Νου, ομολογώ. Αλλά είναι απαραίτητος. Θα έπρεπε να έχω κινήσει γη και ουρανό για να μαζέψω τα περιστέρια και να τα θάψω. Είναι απολίτιστο και αντιανθρώπινο, σύμφωνά με τους προσωπικούς μου πάντα κώδικες, να φτιάχνω εσπρέσο και να ζεσταίνω αρακά στον φούρνο μικροκυμάτων, καθώς η περιφερειακή μου όραση αντιλαμβάνεται την σήψη δύο πτηνών της πόλης.

Μερικοί τα σιχαίνεστε τα περιστέρια, στο γνωρίζω καλά. Είναι φορείς ακαθαρσίας, μυρίζουν οι κουτσουλιές τους, είναι κάπως ενοχλητικά. Αλλά είναι οι πραγματικοί μας συγκάτοικοι σε αυτήν την πόλη, σχεδόν περισσότερο και από τους σκύλους ή τις γάτες. Έχουν φτιάξει τις δικές τους οικογένειες, γεννούν στα μπαλκόνια μας, έχουν διεκδικήσει τον ζωτικό τους χώρο ανάμεσα σε μπετά, ταράτσες και ένα εχθρικό αρχιτεκτονικά περιβάλλον. 

Έχουν τσαμπουκά, είναι όμορφα, μας διδάσκουν πράγματα: καταρχάς και καταρχήν ότι το φαγητό αξίζει να το μοιράζεσαι με τους φίλους σου ή να το διεκδικείς από τα αφεντικά σου ή/και τους φροντιστές σου. Τα στίφη περιστεριών που μαζεύονται σε χρόνο αστραπή με το που αδειάζω το σακουλάκι της τυρόπιτας είναι μια μικρή περφόρμανς, κάθε φορά ενδιαφέρουσα, παράφορη.

Περιστέρια
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Τις προάλλες, γύρω από τις σωρούς των δύο περιστεριών, δύο άλλα έκαναν αυτόν τον σύντομο, φτερωτό έρωτα. Συγκλονιστική εικόνα, μάθημα του κύκλου της ζωής κανονικό. Σκέφτομαι την ζωή των νεκρών περιστεριών πριν καταντήσουν νεκρά περιστέρια. Ήταν ζευγάρι, είναι γονείς δεκάδων άλλων περιστεριών από αυτά που σας εκνευρίζουν. Είχαν προλάβει να κάνουν έρωτα μεταξύ τους και, οπωσδήποτε, με άλλα. Ίσως επέλεξαν να πεθάνουν στη στέγη μαζί. Ποτέ, όσο γεννιόνταν με τόσο κόπο, μέσα στο αυγό τους, ποτέ όσο φτερώνονταν λίγο λίγο και από άσχημα πουλάκια μετατρέπονταν σε υποτιθέμενα σύμβολα ειρήνης δεν θα μπροούσαν να διανοηθούν ότι θα πεθάνουν πάνω σε μια σκεπή, ότι θα λιώσουν πάνω σε μια σκεπή.

Ο προορισμός του πεθαμένου σώματος είναι το χώμα ή η φωτιά, όχι μια στέγη, και ιδίως όχι μια στέγη απέναντι από ένα δημοσιογραφικό γραφείο που κατοικείται από ανθρώπους με ακονισμένη ευαισθησία και παρατηρητικότητα. Κάθε μέρα που πηγαίνω στο γραφείο, ασχολούμαι, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, με τα περιστέρια αυτά. Σε βαθμό που αναρωτιέμαι αν έχω κάποιο βαθύτερο πρόβλημα. Σίγουρα, έχω κάποιο βαθύτερο πρόβλημα.

Τι θα κάνω αν μια μέρα δεν τα δω εκεί; Πώς θα μάθω ποιος και με ποιον τρόπο τα απέσυρε; Κι αν αυτός που τα απέσυρε, ή αυτή, τα πέταξε έτσι άκαρδα και πρόχειρα σε έναν κάδο σκουπιδιών σαν σακούλα με αποφάγια; Αυτό θα με ενοχλούσε περισσότερο. Κοιτάζω κάθε μέρα την αποσύνθεσή τους. Το ένα λιώνει πιο γρήγορα σπό το άλλο-αναρωτιέμαι γιατί.

Κι έπειτα, αναρωτιέμαι για ποια άλλα πράγματα που ενοχλούν και βασανίζουν το μυαλό και την ψυχή μου καθημερινά μένω άπαραγη, εγώ, το παιδί της δράσης. Δεν αποτελεί κανένα εχέγγυο η ευαισθησία από μόνη της. Κάθε μέρα ελπίζω πως την επόμενη θα βρω κάποια καλή ιδέα να τα σώσω τα πουλιά, σε αυτόν τον θάνατό τους, τον αδιάφορο πιθανότατα για την εξέλιξη του κόσμου, για την επόμενη στροφή της γης. Τα Σαββατοκύριακα τα ξεχνώ. Τα διαγράφω από το μυαλό μια και καλή. Για να με αιφνιδιάσουν πάλι τα πρωινά της Δευτέρας, με την ανατριχιαστική αταραξία της πεθαμάρας τους.

Γράφω αυτό το κείμενο ως υπενθύμιση της πρόθεσής μου. Μη λιώσουν και δεν έχω κάνει κάτι. Μη μείνουν σκελετοί πουλιών. Αυτά κάποτε πετούσαν ψηλά και έκαναν αταξίες. Αν πέθαινα εγώ, ένας άνθρωπος, σε μια στέγη ποιος θα με περιμάζευε; Γιατί ο δικός μου θάνατος να θεωρείται πιο σημαντικός, για την οικονομία και την σοφία του σύμπαντος, από τον θάνατο ενός ή δύο πουλιών; Από τον θάνατο μιας σκνίπας μες στην παλάμη μου καθώς ποτίζω τις γλάστρες;

Κάποιο σημάδι μαντεύω πίσω από την σημασία που επέλεξα να δώσω στα δύο πεθαμένα περιστέρια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το θέαμά τους. Κι αν είχα περισσότερο ταλέντο, θα έγραφα ένα καταπληκτικό τραγούδι. Κι αν είχα περισσότερο θάρρος, αυτό το ομφαλοσκοπικό, πιθανώς ανούσιο κείμενο δεν θα είχε γραφτεί. Οι θαρραλέοι δεν καταγράφουν ούτε εξομολογούνται τις προθέσεις τους. Οι θαρραλέοι αλλάζουν τον κόσμο κάθε μέρα.

Θα υπάρχει κάποιος τρόπος να βρω το θάρρος να ανεβώ σε αυτήν την στέγη και να πάρω τα περιστέρια. Θα υπάρχει κάποιος τρόπος να βρω το θάρρος να σκέφτομαι λιγότερο τον θάνατο και περισσότερο το πώς μπορεί να αξίζει η ζωή που προηγείται των Θανάτων της. Κια βεβαίως, η ζωή που έπεται αυτών.

Ας είχα φτερά να πετάξω και θα πήγαινα τώρα, νύχτα, στη στέγη, με τα φώτα του γραφείου κλειστά και τις πόρτες κλειδωμένες. Άλλα είμαι άνθρωπος, είμαι απάνθρωπος, περπατώ, βάζω νερό και πίνω καθώς βλέπω μπροστά μου την φθορά τέλεια εκπληρωμένη. Λέω πως δεν μπορώ κι εγώ να κάνω κάτι περισσότερο, λέω πως εγώ προσπαθώ να αλλάξω τον κόσμο μέσω τις γραφής.

Ανοησίες και ντροπή

Δε νοιάστηκα ποτέ ειλικρινώς για τα δύο νεκρά περιστέρια στην απέναντι στέγη. Όταν τα πάρω από εκεί πάνω, τότε θα έχω νοιαστεί. Και δεν θα το μάθετε ποτέ, γιατί η Google δεν υποστηρίζει κείμενα ελάχιστων λέξεων, εν είδει τηλεγραφήματος:

Έσωσα τα νεκρά περιστέρια. ΣΤΟΠ. Τα έθαψα σε ένα παρτέρι στην Πανόρμου. ΣΤΟΠ. Ένιωσα καλύτερος άνθρωπος. ΣΤΟΠ. Άντε τώρα να σώσω και τα νεκρά κομμάτια του εαυτού μου. ΣΤΟΠ. Άντε τώρα να μην σαπίσω κι εγώ χωρίς να το καταλάβω. ΣΤΟΠ.