Ο Παναγιώτης, ο φασαίος, συνεχίζει να βιώνει την φάση του στην Αθήνα, ανάμεσα Παγκράτι και Κυψέλη. Διαβάσατε στο Olafaq.gr τις περιπέτειές του, αυτές που ζει μέσα σε 48 ώρες, πάνω στο πατίνι του, στην λαϊκή της Καλλιδρομίου, στο κρεβάτι του και όπου αλλού.
Δεν είναι μόνο ο Παναγιώτης: είναι ο Μίλτος, ο Άλεξ, ο Γιαννάρας, ο Ακύλλας και τα υπόλοιπα παιδιά. Μια Αθήνα που μοσχοβολά φασαιοσύνη, από την οποία απαλλάσσεσαι μόνο αν βρεθείς τυχαία σε καμιά γειτονιά τύπου Αγία Βαρβάρα, Άγιο Ιωάννη Ρέντη, Ασπρόπυργο. Εκεί, τα καφέ είναι ανακουφιστικά παλιομοδίτικα και έχουν μόνο τοστ-κλαμπ-πατατάκια κυματιστά πάπρικα, τελεία. Εκεί, τα αγόρια και τα κορίτσια μιλάνε με κανονικές φωνές και δεν έχουν αυτήν την συρτή, γεμάτη λες πολλά και πολλαπλά σίγμα, βαριεστημένη εκφορά λόγου που ακούς σε δρόμους, πάρκα και πλατείες στο κέντρο της πόλης.
Τέλος πάντων. Υπερβολές. Όλα μπορεί και να ξεκίνησαν από αυτήν την τύπισσα που λάνσαρε το «η φάση είναι βαλτετσίου».
Μετά από μια θεατρική παράσταση που παρακολούθησα, άκουσα (στ’ αλήθεια-αλήθεια-αλήθεια), μια κοπέλα να λέει με φωνή υποτονική, δείγμα γαματοσύνης και νεολαιίστικης κατάστασης, τα εξής: «Είχα έναν virtual coffee το πρωί με την γιόγκα ινστράκτορ μου γιατί είναι Βενεζουέλα». Αυτό, τώρα, στέκει από μόνο του κάλλιστα ως στίχος σε τραγούδι ρεγκετόν ίσως. Ή τίτλος σε installation στη Στέγη. Δεν ξέρω.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, σκέφτηκα να γράψω ένα 48ωρο στην ζωή της Ντίνας. Η Ντίνα είναι κι αυτή ένας στίχος σε τραγούδι ρεγκετόν, ένα τρελό μωράκι τ’ ουρανού, ένα installation κάπου-κάπως. Φοράει στρασάκια αυτοκόλλητα στο πρόσωπο, αλλάζει χρώμα σε ξέμπαρκες τούφες μαλλιών τουλάχιστον 5 φορές τον χρόνο, δεν υπερενθουσιάζεται με απολύτως τίποτα, την ένοχη απόλαυσή της να ακούει Οικονομόπουλο και Αδαμαντίδη δεν την ξέρει καμιά και κανείς, μένει Ακαδημία Πλάτωνος, κάποτε με συγκάτοικο, τώρα που η συγκάτοικος τα έφτιαξε με τον Θανάση, μόνη.
Αυτή και οι δεκάδες γλάστρες της με τις μονστέρες, τους φίκους και τους αναρριχητικούς κισσούς. Η Ντίνα είναι 32, δουλεύει σαν γραφίστρια σε μια εταιρεία που τυπώνει κάτι φρι πρες και προγράμματα συναυλιών, είχε ένα καναρίνι πολλά χρόνια, μα της πέθανε, μιλάει γερμανικά εκτός από αγγλικά, ελληνικά και φασέικα, γουστάρει με τα χίλια κεραμική, ενώ, επίσης, σκαρώνει κανά κοσμηματάκι, πιάνουν τα χέρια της.
Ντάλα καλοκαίρι αστικό, ας πούμε μια Τρίτη απόγευμα 2023
Ώρα 18:50
«Δεν έχω ζήσει το Μπραζίλιαν, το πατάρι του Λουμίδη, δεν έχω ζήσει το Ακροπόλ…» ”Ο Μπάσταρδος Γιος” του Δεληβοριά παίζει από το ηχείο. Άγιο εσύ, Spotify. Έχει μπει σπίτι από την δουλειά και η ιεροτελεστία της την ανακουφίζει βήμα βήμα: αφαίρεση ιδρωμένου σουτιέν, ένα ποτήρι πράσινο τσάι με μούρα που έφτιαξε το Σου Κου, μουσική στο on, τσιγάρο επιστροφής σπιτιού. Ανοιχτά παράθυρα, γνώριμη καλοκαιρινή ραστώνη, αυτές οι κούφιες ώρες πριν την βραδινή έξοδο, αν κανονιστεί βραδινή έξοδος, που πάντα κανονίζεται, δηλαδή, λίγο πολύ κάτι.
Δεν έχει λεφτά. Ο μισθός μπαίνει σε τρεις μέρες κι αυτές οι τρεις μέρες δε λένε να περάσουν με τίποτα. Πεινάει. Φτιάχνει ομελέτα με σαλάμι Λευκάδας, λατρεύει το σαλάμι Λευκάδας. Τυρί, αλατοπίπερο, πάπρικα, γίναμε.
Πέφτει να κλείσει λίγο τα μάτια με σκοπό να ξυπνήσει πριν τις 21:00, μπας και βγει. Ξυπνάει τρεις και μισή τα χαράματα. Μερικές αναπάντητες, ένα μήνυμα ανήσυχο από την κολλητή της. «Έλα, ρε, με πήρε ο ύπνος».
Χαμογελάει. Ανάβει τσιγάρο, όπως έβλεπε να κάνουν μικρή στις ταινίες και χάζευε θαυμάζοντας και απορώντας, κατευθείαν με το που ξυπνούσαν. Ντάβιντοφ γκολντ και ξερό ψωμί.
Τετάρτη ξημερώματα 05:00
Δεν την παίρνει με τίποτα ο ύπνος. Τελειώνει ένα βιβλίο από τα πέντε που έχει μισοξεκινήσει και μισοδιαβάζει εδώ και ένα μήνα. Της αρέσει ο Γιώργος Ιωάννου, νέα της ανακάλυψη. Παράλληλα, ακούει χαμηλόφωνα Κόρε Ύδρο-κι αυτοί νέα ανακάλυψη. Πατάει ένα κλάμα όλο δικό της. Ίσως της πλησιάζει περίοδος. Ίσως πάλι της λείπει αφόρητα και τρομερά η Ηρώ. Πέρσι, τέτοιες μέρες, αλωνίζαν τις Επιδαύρους και τα Καμμένα Βούρλα σε κοντινές εξορμήσεις γεμάτες ποτά, φίλους, σεξ, βλέμματα, ανυπόφορη τρυφερότητα, ανυπόφορη παραδεισίλα που έκανε μπαμ ότι, με την λήξη της, θα έβγαζε σε κολασμένη μοναξιά, σε καταραμένους πόνους.
Δεν γουστάρει να κλαίει άλλο. Το βλέμμα της πέφτει στο τασάκι που είχε φτιάξει για την Ήρα, αλλά δεν της έδωσε ποτέ, γιατί χώρισαν. Της έρχεται να του δώσει μια και να το σπάσει, αλλά όχι, πέρασαν αυτές οι μέρες. Τώρα, η Ντίνα είναι κουλ. «Όχι πια έρωτες», που λένε και οι Κόρε Ύδρο.
Αποφασίζει, αφού δεν κλείνει μάτι, να πάει γραφείο νωρίς, να πάει για μια φορά πριν από όλους. Λίγο πριν τις οκτώ, όμως, τα μάτια κλείνουν.
Τετάρτη 10:30
Πηγαίνει καθυστερημένη γραφείο. Φοράει τα γυαλιά ηλίου ακόμα όταν ανοίγει το PC. Της την δίνουν οι συνάδελφοι, σήμερα ειδικά της την δίνουν. Δεν αντέχει τις υπερευγένειες και όλα αυτά τα να’ χαμε να λέγαμε positive vibes. Μεγαλώνει για να ανέχεται ψεύτικες μαλακίες και συναναστροφές. Ούτε γουστάρει να της ανοιχτεί στα προσωπικά της. Είχε τόσα όνειρα παλιά, να πάει σε χώρες, σε πόλεις, να βουτήξει σε καταρράκτες. Την έφαγε η πόλη, την κατάπιε. Πρέπει να φτιάξει ένα οπισθόφυλλο, μια διαφήμιση ιατρικού κέντρου. Πλήξη.
Τρώει το ρόδι. Τα μικρά, πορφυρά μπιλάκια στο τάπερ της. Τα φωτογραφίζει πρώτα. Γράφει στο στόρι «mood». Έτσι, διάχυτη και πορφυρή, έτσι νιώθει. Η ώρα δεν λέει να περάσει με τίποτα. Τέλος, απόψε θα βγει.
Τετάρτη 20:20
Το κουδούνι χτυπάει. Έχει ακόμα την μελωδιούλα από το Happy Birthday που είχε βάλει για το πάρτυ της κάτι μήνες πριν. Η κολλητή της μπαίνει φουριόζα, μιλώντας στο κινητό δυνατά. Η Ντίνα νιώθει μια κούραση να την χτυπά από το πίσω μέρος των γονάτων μέχρι την βάση του αυχένα. Χρειάζεται ένα καλό μασάζ. Από βδομάδα που θα’ ναι πλούσια ξανά. Μέχρι να τελειώσει η Τζούλι το τηλεφώνημα, φροντίζει να απαντήσει σε κάτι ηχητικά που εκκρεμούν από το πρωί. Σιχαίνεται τα ηχητικά, σε γενικές γραμμές, εκτός από τις μέρες που τα λατρεύει και στέλνει την ιστορία της ζωής της.
Ένας φίλος θέλει να τη βάλει να φιλοξενήσει ένα γατί. Τ’ αγαπάει πολύ τα γατιά, αλλά δεν είχε ποτέ άλλο ζώο πέρα από τον Μάρτιν, το καναρίνι. Μήπως ήρθε η ώρα για κάποια αλλαγή; Το έλεγε και ο ωροσκόπος της σε κάποια φάση: έρχονται αλλαγές. Αυτή θέλει απλώς τον πισινό της Ήρας στο κρεβάτι της, αυτόν τον μικρό, ολοστρόγγυλο πισινό που της τάραξε όλο το σύμπαν. Αλλά η Τζούλι της έχει απαγορεύσει να μιλά για εκείνη.
«Τζούλι, θα πάρω γατάκι». Η Τζούλι ανοίγει το ψυγείο και βγάζει δυο μπίρες. «Να πάρεις. Πίνουμε δυο γουλιές και ντύνεσαι, φεύγουμε, μας περιμένουν από τις οκτώ οι άλλοι.»
Οι άλλοι είναι κάτι γκρούβαλοι Γάλλοι (χαλαίοι, εντελώς) που παίζουν κιθάρες και την πίνουν σε μια ταράτσα στο Μεταξουργείο. Δεν πολυψήνεται, αλλά δεν μένει άλλη μια νύχτα μέσα. Κάνει ζέστη. Δεν έχει κάνει αποτρίχωση εδώ και εβδομάδες. Δεν γαμιέται, θα φορέσει το ψηλόμεσο τζιν και το μπουστάκι. Θα έχει δροσιά στην ταράτσα. Ζεστές μπίρες, γαλλόφατσες, τσιγάρα και δροσιά.
Πέμπτη 01:45
Η ζεστή γλώσσα του τύπου της αγγίζει τον ουρανίσκο. Είναι πολύ όμορφος και έχει να φασωθεί με άντρα χρόνια. Είναι μπάι, αλλά νομίζει πως προτιμά τα κορίτσια. Ο τύπος που δεν θυμάται αυτήν την στιγμή το όνομά του την χαϊδεύει στα πόδια. «Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω σεξ με αυτήν την τρίχα», σκέφτεται η Ντίνα.
Η Τζούλι έχει βγάλει τα σανδάλια και κάνει πως χορεύει τσιφτετέλι. Διάφορες φάτσες ανθρώπων κυματίζουν στα μάτια της Ντίνας. Έχει πιει απ’ όλα, την έχει ακούσει, ζεσταίνεται. Αποφασίζει να πάει να βρει την Ήρα, σε λίγο θα σχολάει από το μαγαζί στα Πατήσια, εκτός κι αν έχουν λάιβ, οπότε θα αργήσει. Ο Γάλλος συνεχίζει να την φασώνει, αυτή είναι κιόλας απούσα από την σωματικότητά τους.
Πέμπτη 02:25
Το ταξί την αφήνει έξω από το καφενείο. Φώτα σβηστά, έχει γούστο να μην την πρόλαβε. Όχι, όχι, να τη. Βγαίνει. Γαμώ τα μάτια της, γαμώ τα τσουλούφια που πέφτουν στα μάτια της. Η Ήρα την βλέπει, σταματάει. Χαμογελάει αμήχανα. Η Ντίνα θέλει να μπει σε mode κινηματογραφικότητας, να αρπαχτούν, να φιληθούν. Καμία κινηματογραφικότητα, όμως, όλα πεζά.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;», της λέει η Ήρα έκπληκτη. «Βασικά δεν ξέρω», απαντάει η Ντίνα σαν ηλίθια. Δεν τολμάει να της πει ότι την αγαπάει, αυτό ήταν το πρόβλημα-ένα από τα προβλήματα- και σπάσανε. Χάνει την ισορροπία της. «Καλύτερα να φύγεις», ακούει την φωνή της Ήρας, σαν από το υπερπέραν. Η Ντίνα κάνει εμετό δίπλα σε ένα τραπέζι, από αυτά που μόλις μαζεύτηκαν και καθαρίστηκαν.
Πέμπτη 12:30
Η Ντίνα ανοίγει τα μάτια της αργά, όλα γυρίζουν. Δεν πήγε δουλειά, έστειλε βιαστικό μήνυμα στον προϊστάμενο πως θα δουλέψει από το σπίτι. Δεν θα’ χε να κάνει και κάτι σπουδαίο σήμερα στο γραφείο, ούτως ή άλλως. Ανοίγει το κινητό της. Τίποτα. Πού είναι η Ήρα; Τι έγινε;
Φτιάχνει καφέ-μόκα στο μπρίκι, χαρά στα κουράγια της. Δεν αντέχει να φάει φρούτα σήμερα, θέλει KFC, επειγόντως. Έχει 7 ευρώ στην κάρτα και κάτι ψιλά για τα τσιγάρα της πεταμένα από δω κι από κει μες στο σπίτι.
Μπαίνει στο μπάνιο να πλυθεί: μαύροι κύκλοι-hello, darkness, my old friend-, μαλλί άθλιο, πρησμένη μούρη. Πρέπει να κάνει μπάνιο, να πιει νερό, να κάνει γυμναστική, να βάλει κονσίλερ, πρέπει να νικήσει όλη αυτή την μαυρίλα που την έχει πλακώσει. Ένα σημείωμα μέσα στο ποτήρι με την οδοντόβουρτσα: «Σε έφερα σπίτι να ξαπλώσεις. Δεν κάναμε σεξ. Σ’ αγαπώ πολύ, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε μαζί, το έχουμε συμφωνήσει αυτό. Να προσέχεις τον εαυτό σου. Ήρα»
Ανέκφραστη, κοιτάζει πάλι τον καθρέφτη. Δάκρυα τρέχουν πάλι. Πώς την έπαθε κι ερωτεύτηκε σαν την ηλίθια; Πρώτη φορά στην ζωή της στα 31 της, για όνομα του καλού Θεού; Πιάνει το ψαλίδι από το ντουλαπάκι και αρχίζιε να κόβει αφέλειες. Κι αυτό το’ χει δει σε ταινίες και, εννοείται, το’ χει ξανακάνει. Άλλη μια φορά. Δέκα λεπτά μετά, έχει αφέλειες. Παίρνει τηλέφωνο την Τζούλι. Δεν το σηκώνει.
Πέμπτη 18:00, συνεχίζει να είναι ντάλα καλοκαίρι
Με τα δάχτυλά της, η Ντίνα κόβει τα ξερά φυλλαράκια από τις μικρές γλάστρες στο τραπέζι του μπαλκονιού. Ακούει ένα ποντκαστ, δεν έχει ιδέα τι και από ποιον, απλώς παίζει. Τσιμπολογάει κάτι κάσιους από ένα μπωλ. Ανάβει το κερί Nef Nef με άρωμα γαρδένια-θαλασσινό αλάτι. Θέλει να καθαρίσει το σπίτι, θέλει να είναι καλά. Κάνει στόριζ, της στέλνουν μερικοί μαλάκες, κάνει καρδούλες.
Βαριέται. Μέσα, γουργουρίζει το πλυντήριο: πετσέτες, σεντόνια και ανοιχτόχρωμα βρακιά. Ποιος τ’ απλώνει μετά…
Της κάνει βιντεοκλήση ο κολλητός της από Άμστερνταμ. Δεν είναι σε φάση. Σηκώνει λίγο την τέντα, να προλάβει να μπει το τελευταίο φως της μέρας. Μπαίνει στο σπίτι, βρίσκει το κεραμικό τασάκι και το κάνει χίλια κομμάτια στα πλακάκια του μπαλκονιού. Αφήνει ένα σημάδι από την πτώση, πάνω σε ένα πλακάκι. Το φωτογραφίζει. Ποστάρει και γράφει «Η ΨΥΧΉ ΜΟΥ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ».
Κλείνει το ρημάδι το πόντκαστ. Και βάζει Νίκο Οικονομόπουλο. Για πρώτη φορά τόσο δυνατά. «Αχ μια μέρα, μια Τετάρτη, την δική μου την αγάπη, στο δικό σου αίμα να μετάγγιζα». Αύριο, τέτοια ώρα, θα’ χει γίνει μάνα. Θα έρθει το γατί της. Είναι κορίτσι. Ξέρει από τώρα πώς θα το ονομάσει.
Ξανακλαίει. Ωιμέ, το κλάμα ομορφαίνει τις φασαίες, όπως της λέει κι η κολλητή της. «Κλάψε, κούκλα μου, κλάψε να πάει στο διάολο. Και πώς σου πάνε οι αφέλειες πάνω απ’ τα κόκκινα τα μάτια.»