Χθες καθώς επέστρεφα από τη δουλειά και περιμένα ένα φανάρι να γίνει από κόκκινο, πράσινο, ήρθαν άλλα δύο μηχανάκια και περίμεναν σιμά, στο δικό μου μηχανάκι. Λίγα δευτερόλεπτα μετά αρχίζουν δειλά δειλά να παραβιάζουν τον ερυθρό σηματοδότη ώσπου εξαφανίστηκαν από το οπτικό μου πεδίο, με εμένα να μένω πίσω και να κουνάω απογοητευμένα το κεφάλι μου δεξιά αριστερά σαν άλλη θεία που κρίνει τη νεολαία. Στο επόμενο φανάρι συνέβη ακριβώς το ίδιο περιστατικό με άλλα τρία δίκυκλα, αλλά το αγαπημένο μου έγινε προς το τέλος της διαδρομής.

Εγώ στην κάθοδο της Γαλατσίου με πράσινο φανάρι να διασχίζω κάθετα τη Βεΐκου, ξαφνικά έρχεται από τα αριστερά μου εννοείται έχοντας παραβιάσει το φανάρι, scooter με αναβάτη χωρίς κράνος (από την Αγίας Γλυκερίας που είναι προέκταση της Βεΐκου). Στις προηγούμενες περιπτώσεις δεν αντέδρασα, είναι τόσες άλλωστε που δεν έχει νόημα και πρέπει να προστατεύσω και την ψυχική μου υγεία. Σε αυτή όμως που υπήρχε θράσος και επικινδυνότητα προς εμένα, δεν άντεξα. Φρέναρα, κάνοντας τη γνωστή χειρονομία «Tι κάνεις μωρέ μαλ@@α». Βρισκόμαστε στο φανάρι δίπλα δίπλα και ακολούθησε ο κάτωθι διάλογος που τον ξεκίνησε ο παραβάτης:

Ε σόρρυ για πριν, ε απλά σε εκείνο το φανάρι που ήμουν απαγορευόταν να στρίψω στη Γαλατσίου προς τα κάτω.
Πριν από εσένα είδα άλλους πέντε να παραβιάζουν άλλα φανάρια. Να σου πω την αλήθεια ψιλοβαριέμαι (να ακούω δικαιολογίες τέτοιου είδους)… 

Μετά από αυτό το περιστατικό και τις απανωτές παραβιάσεις που μένουν ατιμώρητες, συνηδειτοποιήσα ότι πρόκειται για μία ξεχωριστή κατηγορία δικυκλιστών, αλλά ταυτόχρονα για μία πολύ συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων. Αυτοί που δεν νοιάζονται για την ασφάλεια των συμπολιτών τους, που νομίζουν ότι δεν θα προκαλέσουν ποτέ ατύχημα, γιατί «είναι προσεκτικοί» και «ξέρουν τι κάνουν». Ένα ξεχωριστό είδος οδηγικής αλαζονείας που συναντάμε περισσότερο στα μηχανάκια, παρά στα αυτοκίνητα. Ένα κράμα ανθρώπων, που δημιουργούν διαφορετική κατηγορία οδηγού, που σίγουρα σε άλλη χώρα θα του είχε αφαιρεθεί το δίπλωμα και ίσως αντιμετώπιζε ποινή φυλάκισης.

Θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε ένα 24ωρο ενός τέτοιου ανθρώπου. Μάλλον θα προσπαθήσουμε να φανταστούμε τον αντίκτυπο που έχει η οδηγική του συμπεριφορά και στην καθημερινή του ζωή.

Ας πούμε ότι ο ήρωάς μας λέγεται Γιώργος, είναι 29 ετών, μένει κοντά στην Πατησίων, δεν μπορούμε με σιγουριά αν έχει σπουδάσει ή η δουλειά του έχει άμεση συσχέτιση με το μηχανάκι. Σίγουρα έχει μάθει να οδηγεί πριν πάρει το δίπλωμα, ίσως στην αρχή να οδηγούσε χωρίς αυτό και πάντα βιάζεται για να φτάσει στον προορισμό του, ακόμα κι αν δεν έχει αργήσει.

Ας ρίξουμε μία ματιά σε μία τυπική Παρασκευή του Γιώργου…

ώρα 8:30

Χτυπάει το ξυπνητήρι για 5η φορά κι αφού βρίσει κάποια ανώτερη δυνάμη που αυτή ευθύνεται για τη ζωή του τη μαύρη, σηκώνεται από το κρεβάτι. Χωρίς πολλές κουβέντες επειδή ακόμα είναι πρωί, κατευθύνεται προς την κουζίνα και φτιάχνει τον καφέ του. Ανοίγει παράλληλα το κινητό για να δει αν απάντησε το Μαράκι στην αντίδραση που της έκανε χθες σε story με φωτογραφία που ανέβασε από τη νυχτερινή της έξοδο. Ένα μίζερο double tap ήταν αρκετό για να σχολιάσει δυνατά κι ας είναι μόνος του στο σπίτι «εμείς φταίμε που σας δίνουμε αξία και καβαλάτε το καλάμι».

Βάζει στο μπρίκι τον ελληνικό καφέ μαζί με την απαραίτητη ποσότητα νερού και ανακατεύει σιγά σιγά, ενώ παράλληλα βλέπει stories στο Instagram. Τελείως τυχαία παρατηρεί τον καφέ ότι έχει αρχίσει να φουσκώνει και τον σώζει στο 90′. Ανοίγει τη χρυσή κασετίνα Καρέλια ή το Marlboro σκληρό, παίρνει ένα από τα τελευταία τσιγάρα που του έχουν απομείνει -αφού χθες κάπνισε σχεδόν όλο το πακέτο πίνοντας μπίρες με τους φίλους του- και το ανάβει με μία ρομποτική κίνηση.

Τώρα έχει μπει στο Facebook να κοιτάξει καμία ειδησούλα, ώστε να σχολιάσει τον κόσμο στον οποίο αναγκάζεται να ζει αυτός και οι συμπολίτες του. Σε άλλη δημοσίευση λέει «μπράβο» σε όσους βοηθάνε έμπρακτα τους ανθρώπους στη Θεσσαλία και δωρίζουν τρόφιμα. Ο ίδιος σκέφτηκε προς στιγμήν να δωρίσει νερά, αλλά έχει πολλές δουλειές και δεν προλαβαίνει. Μετά από αυτή τη σκέψη και με τη βοήθεια του καφέ και του τσιγάρου, πάει στην τουαλέτα για την πιο ιερή στιγμή της ημέρας. Ποια; Η βιολογική ανάγκη νούμερο 2.

ώρα 8:50

Κοιτάει το ρολόι και δεν μπορεί να καταλάβει πως πέρασε η ώρα. Στις 9:00 πρέπει να βρίσκεται στη δουλειά που είναι 20 λεπτά μακριά, όμως είναι εφικτό «με λίγο γκαζάκι παραπάνω». Ντύνεται όσο πιο γρήγορα μπορεί, αρπάζει τα κλειδιά, κλειδώνει και τρέχει προς το μηχανάκι σαν κυνηγημένος. Βάζει μπροστά το Yamaha Crypton και σε 8 δευτερόλεπτα έχει πιάσει ήδη τα 50 χιλιόμετρα στα στενά της γειτονιάς του. Τα ξερόγκαζα σε συνδυασμό με την φτιαγμένη εξάτμιση τον κάνουν να νιώθει τόση αυτοπεποίθηση, όση πιθανότατα θα του προσέφερε ένα Yamaha R1.

ώρα 8:55 

Ήδη έχει κάνει αρκετούς επικίνδυνους ελιγμούς και έχει περάσει δύο ερυθρούς σηματοδότες για να κερδίσει χρόνο, όμως και πάλι δεν έχει καταφέρει να φτάσει μέχρι τα μέσα της διαδρομής. Ήλπιζε ότι θα έχει λιγότερη κίνηση, αλλά το σύμπαν δεν του έκανε τη χάρη. Δεν είναι πρώτη φορά άλλωστε που συμβαίνει. Σε καθημερινή βάση του στέκεται η κίνηση ως εμπόδιο που δεν τον αφήνει να χαρεί τη διαδρομή και να πηγαίνει όσο γρήγορα θα ήθελε.

ώρα 9:04

Σε 500 μέτρα θα φτάσει στον χώρο εργασίας του. Ο Γιώργος είναι ήδη αγχωμένος και ιδρωμένος παρόλο που δεν έχει ιδιαίτερη ζέστη σήμερα. Ίσως να τον πείραξε κάτι που έφαγε χθες με τις μπίρες, αλλά δεν θυμάται καν αν υπήρχε φαγητό. Τέλος πάντων, τώρα πρέπει να τα μπαλώσει κάπως με το αφεντικό, γιατί ήδη του την έχει πει 2 φορές αυτή την εβδομάδα και δεν τον παίρνει να χάσει κι αυτή τη δουλειά. Την προηγούμενη, την είχε χάσει ακριβώς για τον ίδιο λόγο πριν 6 μήνες, επειδή καθυστερούσε. Όμως αυτή τη φορά δεν θα συμβεί, το έχει υποσχεθεί στον εαυτό του.

Ο εργοδότης που ο Γιώργος τον φωνάζει χαϊδευτικά «αφεντικό», δεν έχει φτάσει ακόμη. Πάει γρήγορα στο πόστο του και ξεκινάει τη δουλειά.

ώρα 17:00

Το οκτάωρο πέρασε χωρίς καμία έκπληξη. Φεύγει γρήγορα από τη δουλειά, γιατί δεν είναι και δούλος του «αφεντικού» του για να κάθεται παραπάνω. Έτσι κι αλλιώς αυτός είναι «πολύ εντάξει» απέναντί του κι έχει κάνει τις «ξήγες» του. Ο Γιώργος ξέρει τι του γίνεται και δεν γουστάρει και πολύ κοροϊδία.

ώρα 17:25

Κάνει μία πολύ γρήγορη στάση στο σούπερ μάρκετ και αναγκαστικά παρκάρει μπροστά από τη ράμπα ΑμεΑ, αφού δεν είχε χώρο πάνω στο πεζοδρόμιο και δεν ήθελε να κλείσει την είσοδο του καταστήματος. Δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς δεν θα του πάρει πολύ, δύο πραγματάκια θέλει να πάρει. Καθώς ψάχνει την αγαπημένη του μάρκα μπίρας, χτυπάει το κινητό του. Είναι ο Δημήτρης που είχαν βρεθεί και το προηγούμενο βράδυ, τον ρωτάει αν τον ψήνει καμία μπίρα και σήμερα για να συνοδέψει το σημερινό φιλικό ματσάκι. Μην την βγάλουν ξεροσφύρι. Ο Γιώργος δεν μπορεί να αρνηθεί. Ήδη ήταν με τις μπίρες στο χέρι, πρέπει να ήταν καρμικό.

ώρα 17:50

Τελικά του πήραν λίγο περισσότερο χρόνο τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ, απ’ ότι υπολόγιζε. Πάλι καλά δεν ενόχλησε κανέναν, δεν πείραξε και τόσο που πάρκαρε μπροστά από την ράμπα. Ίσως είναι μία καλή λύση. Φτάνει στο σπίτι του, βάζει τις μπίρες στην κατάψυξη μέχρι να έρθει ο Δημήτρης σπίτι του να αράξουν. Πρέπει να πλύνει τα πιάτα, αλλά είναι κουρασμένος από τη δουλειά και βαριέται λιγάκι. Δεν θέλει ούτε μαγειρέψει, γιατί πρέπει να κάνει λίγη οικονομία αλλιώς δεν θα παίξουν άλλα φράγκα για ξίδια. Καλεί την μάνα του να την ρωτήσει τι φαγητό έχει κι αν μπορεί να περάσει αύριο να του πλύνει κάνα ρούχο και τα πιάτα, «εγώ δεν την παλεύω, είμαι πτώμα».

ώρα 20:00 

Έρχεται ο Δημήτρης, αρχίζει ο αγώνας και συζητάνε για το Μαράκι που δεν του απάντησε στο reaction. Επόμενο θέμα συζήτησης μέχρι να παιχτεί κάποια φασούλα είναι το πόσο μαλα@ες είναι αφεντικά που τους τρώνε τη ζωή. Ο Γιώργος δε γουστάρει να δουλεύει τόσο νωρίς, δεν το αντέχει.

ώρα 22:00 

Ο αγώνας τελειώνει και η ομάδα τους έχει χάσει, πάλι καλά που δεν το έπαιξαν, γιατί θα πήγαιναν κουβά. Γκαντεμιά πάντως, ήταν σιγουράκι. Δεν βαριέσαι τα έχει αυτά η ζωή. Μετά την ξενέρα ο Δημήτρης δεν ψηνόταν να φύγει, γούσταρε λίγο άραγμα και καμία μπίριτσα για να ξεδώσει. Το άραγμα κράτησε μέχρι τις 02:00. Πάλι καλά που δεν έχουν να πάνε αύριο στη δουλειά και δεν θα αργήσουν. Για τη Δευτέρα θα δείξει…