Συναντάμε λέξεις που πληγώνουν και σιωπές που συντρίβουν. Η “σιωπηλή μεταχείριση” αυτό το γνώριμο, ψυχρό παιχνίδι απόστασης και τιμωρίας είναι ίσως η πιο ύπουλη μορφή συναισθηματικής βίας, γιατί δε μοιάζει βία. Δε φωνάζει, δεν απειλεί, δε σπάει πράγματα. Απλώς σταματά να υπάρχει. Είναι το βλέμμα που αποσύρεται, η απάντηση που δεν έρχεται, η αίσθηση πως όσο κι αν προσπαθείς μιλάς σε έναν τοίχο. 

Σε μια εποχή υπερ-επικοινωνίας, όπου τα πάντα μεταφράζονται σε emojis, μηνύματα και ειδοποιήσεις, η σιωπή γίνεται το πιο δυνατό όπλο. Η απουσία ανταπόκρισης μετατρέπεται σε εργαλείο ελέγχου. Δεν χρειάζεται να πεις «με πληγώνεις» ή «σε τιμωρώ» απλώς δεν απαντάς και αυτή η απουσία, αργά αλλά σταθερά περνά μέσα σου. 

Η σιωπηλή μεταχείριση δεν είναι απλώς ένδειξη ψυχρότητας, είναι μορφή εξουσίας. Όταν κάποιος επιλέγει να σε αγνοήσει, επιβάλλει ένα πλαίσιο όπου η δική σου ανάγκη για επικοινωνία σε κάνει ευάλωτο. Σε βάζει στη θέση εκείνου που προσπαθεί, που απολογείται, που ψάχνει να καταλάβει “τι έκανε λάθος” και όσο δεν παίρνεις απάντηση, τόσο πιο βαθιά εγκλωβίζεσαι. 

Πίσω από αυτή τη στρατηγική συνειδητή ή ασυνείδητη κρύβεται η ανάγκη για έλεγχο. Ο άνθρωπος που επιλέγει τη σιωπή συχνά δεν μπορεί να διαχειριστεί τη σύγκρουση, φοβάται τη συναισθηματική ένταση ή απλώς επιθυμεί να περάσει ένα μάθημα. Όμως στην πραγματικότητα δε διδάσκει τίποτα. Δημιουργεί μόνο ανασφάλεια και απόσταση. 

Η σιωπηλή μεταχείριση είναι συχνά πιο οδυνηρή από μια ανοιχτή σύγκρουση. Η φωνή, όσο και να πονά είναι τουλάχιστον αναγνωρίσιμη. Η σιωπή αντίθετα είναι αόριστη και το μυαλό αρχίζει να συμπληρώνει τα κενά. «Ίσως φταίω εγώ». «Ίσως δεν αξίζω». «Ίσως είναι καλύτερα να μην ξαναμιλήσω». Έτσι γεννιέται η ενοχή ως εσωτερική διάβρωση. 

Αυτός ο μηχανισμός επαναλαμβάνεται σε σχέσεις κάθε είδους ερωτικές, οικογενειακές, επαγγελματικές. Το παιδί που μεγαλώνει με γονείς που το “τιμωρούν” με σιωπή μαθαίνει πως η αγάπη είναι κάτι που πρέπει να κερδίζει με υπακοή. Ο σύντροφος που αντιμετωπίζει το “παγωμένο βλέμμα” κάθε φορά που εκφράζει ανάγκες ή παράπονα μαθαίνει πως η σιωπή είναι η τιμή για να διατηρείται η ειρήνη και ο εργαζόμενος που αγνοείται από το περιβάλλον του, όσο κι αν προσπαθεί αρχίζει να αμφισβητεί την ίδια του την αξία. 

Η σιωπηλή μεταχείριση γίνεται έτσι ένας αόρατος τρόπος χειραγώγησης, επειδή δεν έχει σωματικά ίχνη, δύσκολα αναγνωρίζεται. Οι περισσότεροι δε θα πουν ποτέ «με κακοποιεί γιατί δεν μου μιλά». Όμως η σιωπή μπορεί να διαβρώσει πιο βαθιά από μια προσβολή. Δεν είναι απλώς συναισθηματική απόσταση, είναι στέρηση οξυγόνου στη σχέση. 

Οι ψυχολόγοι συχνά παρομοιάζουν τη σιωπηλή μεταχείριση με “ψυχολογικό ψύχος”. Το άτομο που την υφίσταται αναπτύσσει έντονο άγχος, αίσθημα απόρριψης και ανάγκη να διορθώσει την κατάσταση ακόμη κι όταν δεν φταίει. Η επικοινωνία μετατρέπεται σε παιχνίδι επιβίωσης, όχι κατανόησης και κάθε φορά που η σιωπή λύνεται, η ανακούφιση λειτουργεί σαν επιβράβευση του κύκλου … μέχρι να ξαναρχίσει. 

Το πιο επικίνδυνο με τη σιωπηλή μεταχείριση είναι ότι συχνά μεταμφιέζεται σε ωριμότητα. «Δεν θέλω να μιλήσω τώρα», «χρειάζομαι χρόνο», «δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση». Όλες αυτές οι φράσεις είναι απολύτως θεμιτές όταν προκύπτουν από ανάγκη διαχείρισης του θυμού ή αυτοπροστασίας. Όμως όταν η σιωπή γίνεται μόνιμη στρατηγική αποστασιοποίησης μετατρέπεται σε δηλητήριο. 

Η θεραπεία αυτής της συνήθειας είτε τη χρησιμοποιούμε είτε τη δεχόμαστε ξεκινά από μια απλή αλλά δύσκολη αναγνώριση: η σιωπή δεν είναι πάντα ουδετερότητα. Είναι λόγος, απλώς χωρίς ήχο και κάθε λόγος έχει πρόθεση. Αν λοιπόν κάποιος μας “τιμωρεί” με την απουσία του, αυτό δεν είναι ένδειξη αυτοσυγκράτησης, είναι προσπάθεια ελέγχου. 

Η απάντηση δεν βρίσκεται στην ανταπόδοση. Δεν χρειάζεται να “σιωπήσουμε” κι εμείς με τη σειρά μας. Η αληθινή απάντηση είναι η τοποθέτηση: να εκφράσουμε καθαρά ότι αυτή η συμπεριφορά μας πληγώνει και να βάλουμε όρια. Όποιος επιμένει να χρησιμοποιεί τη σιωπή ως όπλο, δεν αναζητά λύση, αλλά εξουσία κι αυτό όσο κι αν πονά πρέπει να το δούμε καθαρά. 

Στην εποχή των social media, όπου η “απενεργοποίηση” ή το “seen χωρίς απάντηση” έχουν γίνει νέες μορφές διαλόγου, η σιωπηλή μεταχείριση αποκτά ακόμη μεγαλύτερη ισχύ. Το ghosting, οι ξαφνικές εξαφανίσεις χωρίς εξήγηση λειτουργούν ως σύγχρονες εκδοχές της ίδιας παλιάς ιστορίας: η αδυναμία να αντιμετωπίσουμε το συναίσθημα, ντυμένη με την ψευδαίσθηση του ελέγχου. 

Το αντίδοτο δεν είναι η εκδίκηση, αλλά η συνείδηση. Να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τη σιωπή που θεραπεύει από τη σιωπή που πληγώνει. Η πρώτη γεννιέται από την ανάγκη για εσωτερική ηρεμία, η δεύτερη από την ανάγκη για κυριαρχία. Η μία χτίζει χώρο, η άλλη γκρεμίζει γέφυρες. Η σιωπή μπορεί να είναι πράξη αγάπης όταν δίνει χώρο στον άλλον να ανασάνει, αλλά γίνεται πράξη βίας όταν τον αφήνει να πνιγεί. 

Στην τελική καμία σχέση ούτε ερωτική, ούτε φιλική, ούτε επαγγελματική δεν αντέχει να ζει μέσα στο κενό της μη επικοινωνίας. Ο διάλογος, όσο δύσκολος κι αν είναι είναι η μόνη γέφυρα που μπορεί να μας κρατήσει ανθρώπους. Όποιος επιλέγει τη σιωπή για να επιβληθεί, μένει μόνος με τον εαυτό του και αυτό όσο κι αν φαίνεται ισχύς είναι απλώς φόβος μεταμφιεσμένος σε ηρεμία. 

Η σιωπηλή μεταχείριση δεν είναι ωριμότητα, είναι αποφυγή. Δεν είναι αυτοέλεγχος, είναι έλλειψη θάρρους κι εκείνος που σιωπά για να νικήσει, χάνει τη φωνή του. Γιατί ο κόσμος όπως και η ψυχή δεν αντέχει για πολύ το κενό. Το γεμίζει  αργά ή γρήγορα με κάτι πιο δυνατό: την ανάγκη να ακουστεί ξανά. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.