Η εικόνα είναι γνώριμη: κάποιος μιλάει στο κινητό με ανοιχτή ακρόαση μέσα στο λεωφορείο, ενώ οι υπόλοιποι επιβάτες αναγκάζονται να ακούσουν την ιδιωτική του συνομιλία. Ένας άλλος ανακατεύει το τάπερ του με αυγό και μαγιονέζα στο αεροπλάνο, γεμίζοντας την καμπίνα με οσμές που δύσκολα αντέχονται. Κάποιοι μαθητές αποχωρούν από την αίθουσα χωρίς να ζητήσουν την άδεια του δασκάλου λες και οι κοινωνικοί κανόνες έχουν πάψει να ισχύουν. Αυτές οι μικρές στιγμές καθημερινής ζωής μοιάζουν να στοιχειώνουν την κοινή εμπειρία και γεννούν την ερώτηση: μήπως όντως ζούμε σε μια εποχή κρίσης αγένειας;
Η εντύπωση αυτή δεν είναι καινούρια. Από γενιά σε γενιά οι άνθρωποι αναρωτιούνται αν οι νέοι είναι πιο αυθάδεις, πιο απρόσεκτοι, πιο απροκάλυπτα αγενείς από ό,τι οι προηγούμενες γενιές. Πάντα υπάρχει η τάση να “ιδανικοποιείται” το παρελθόν ως πιο ευγενικό. Όμως πέρα από την νοσταλγία, οι αριθμοί δείχνουν πως το αίσθημα αγένειας έχει ενταθεί.
Σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί πιστεύουν ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με περισσότερη αγένεια μετά την πανδημία και είναι δύσκολο να τους διαψεύσει κανείς, όταν η δημόσια σφαίρα κατακλύζεται από εικόνες και βίντεο με απρεπείς συμπεριφορές: καβγάδες σε ουρές, φωνές σε εργαζόμενους εξυπηρέτησης, επιθετικά σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα. Η αγένεια φαίνεται να έχει γίνει όχι απλώς ανεκτή, αλλά σχεδόν έχει κανονικοποιηθεί.
Το πρόβλημα είναι βαθύτερο από ένα τυπικό ξέσπασμα θυμού. Η έρευνα δείχνει ότι η αγένεια δεν μένει ποτέ χωρίς συνέπειες. Όταν κάποιος είναι αγενής απέναντί σου, η διάθεση πέφτει, η συγκέντρωση μειώνεται και η διάθεση συνεργασίας υποχωρεί. Σαν να μεταδίδεται ένας ιός, η αγένεια “κολλάει”: ο ένας αγενής φέρνει τον άλλον. Έτσι δημιουργείται μια αλυσίδα που μπορεί να δηλητηριάσει το κλίμα σε μια ομάδα, σε έναν χώρο εργασίας, ακόμη και σε ολόκληρη την κοινωνία.
Όμως είναι η κοινωνία όντως πιο αγενής απ’ ό,τι παλιά; Ή μήπως η αγένεια εκφράζεται με νέους τρόπους; Δεν μπορούμε να μιλήσουμε κατ’ ανάγκη για περισσότερη αγένεια, αλλά για λιγότερη συνείδηση του άλλου. Η διαρκής παρουσία οθονών μας έχει μάθει να διασπάμε την προσοχή μας: τσεκάρουμε emails ενώ τρώμε με την οικογένεια, χαζεύουμε TikTok την ώρα που κάποιος μας μιλά, διακόπτουμε μια συζήτηση για να απαντήσουμε σε ειδοποιήσεις. Αυτή η έλλειψη προσοχής εκλαμβάνεται από τους γύρω μας ως αδιαφορία, άρα και ως αγένεια.
Η καθηγήτρια Κριστίν Πόραθ, από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας βλέπει τα πράγματα από άλλη σκοπιά: η αγένεια είναι αποτέλεσμα άγχους και πίεσης. Το φαινόμενο για την Πόραθ οφείλεται στην υπερφόρτωση αρνητικών ειδήσεων, την αβεβαιότητα και την κούραση που αφήνουν πίσω τους κρίσεις όπως η πανδημία.
Το τι θεωρείται “αγένεια” ποικίλλει. Για άλλους είναι αγενές να φύγεις από την αίθουσα χωρίς να μιλήσεις, για άλλους είναι αποδεκτό. Κάποιος μπορεί να θεωρεί φυσιολογικό να απαντά αμέσως σε μηνύματα, άλλος να μην το βλέπει ως υποχρέωση. Η έννοια της αγένειας είναι σχετική, πολιτισμικά καθορισμένη και αλλάζει ανάλογα με την ηλικία, το πλαίσιο και τη σχέση. Αυτό που επιτρέπεται στο μπαρ μπορεί να είναι ανεπίτρεπτο σε ένα επαγγελματικό meeting και αυτό που συγχωρείται από έναν φίλο δύσκολα θα συγχωρεθεί από έναν ξένο.
Παρά ταύτα οι έρευνες συμφωνούν σε κάτι: η αγένεια έχει γίνει πιο εμφανής, γιατί η κοινωνία προσφέρει πια περισσότερους τρόπους να την εκφράσουμε και να την παρατηρήσουμε. Τα κοινωνικά δίκτυα δεν είναι μόνο χώρος προβολής, αλλά και πεδίο συγκρούσεων, επιθετικών σχολίων και δημόσιας επίδειξης κακής συμπεριφοράς. Η αλυσίδα της αγένειας γίνεται ορατή και παγκοσμιοποιημένη.
Η ερώτηση λοιπόν δεν είναι μόνο αν ζούμε σε εποχή κρίσης αγένειας, αλλά πως μπορούμε να σπάσουμε αυτόν τον κύκλο. Η απάντηση, όσο απλοϊκή κι αν ακούγεται βρίσκεται στην ίδια τη συμπεριφορά μας. Να αναρωτιόμαστε: μιλάμε ευγενικά στους εργαζόμενους της εστίασης; Κρατάμε την πόρτα για τον επόμενο; Αφήνουμε χώρο στον δρόμο; Στην καθημερινότητα, η αγένεια διαλύεται όχι με γενικά κηρύγματα, αλλά με μικρές πράξεις προσοχής.
Η ευγένεια δεν είναι θέμα επιβολής, αλλά πλαισίου σεβασμού. Η εκπαίδευση, η οικογένεια, οι ηγέτες σε χώρους εργασίας και οι δάσκαλοι οφείλουν να εξηγούν γιατί έχει σημασία να μασάμε με κλειστό στόμα, γιατί πρέπει να ακούμε τον συνομιλητή μας, γιατί δεν είναι σωστό να παρατάμε το καρότσι στη μέση του πάρκινγκ. Όχι ως αυστηρή εντολή, αλλά ως υπενθύμιση πως οι πράξεις μας επηρεάζουν τους άλλους.
Μπορεί να είναι δελεαστικό να εστιάζει κανείς μόνο στο αρνητικό. Όμως υπάρχουν παντού δείγματα θετικής συμπεριφοράς: κάποιος κρατά την πόρτα, ένας επιβάτης παραχωρεί τη θέση του, μια παρέα χαμηλώνει τη μουσική της σεβόμενη τον χώρο. Όσο αναζητούμε αυτές τις μικρές στιγμές, τόσο θυμόμαστε ότι η ευγένεια δεν έχει χαθεί, απλώς χρειάζεται καλλιέργεια.
Βρισκόμαστε περισσότερο σε κρίση προσοχής, κρίση κατανόησης, κρίση ενσυναίσθησης. Η αγένεια δεν είναι παρά η επιφάνεια ενός βαθύτερου προβλήματος: της δυσκολίας μας να βλέπουμε και να σεβόμαστε τον άλλον και η λύση δεν είναι να νοσταλγούμε παλιές εποχές “καλών τρόπων”, αλλά να δημιουργούμε στο παρόν τις συνθήκες για να ανθίσει ξανά η αλληλεγγύη και η ευγένεια, γιατί τελικά η κοινωνία κρίνεται από τις μικρές της χειρονομίες.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.