Το «Blade Runner» το είδα πρώτη φορά καλοκαίρι του ’82 στο «Παγκράτιον», έναν κινηματογράφο στη Δαμάρεως, που εδώ και πολλά χρόνια έχει δώσει τη θέση του στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών. Τότε δεν είχα διαβάσει ακόμη Φίλιπ Κ. Ντικ, αλλά γνώριζα τον Χάρισον Φορντ από τον «Πόλεμο των Άστρων». Βέβαια, εκείνο που κατά κάποιον τρόπο, και σχεδόν υποσυνείδητα μάς τράβηξε, εμένα και τον φίλο μου, τον Γιώργο, να την δούμε, ήταν δύο εικόνες στα κάδρα που στόλιζαν τις εισόδους των σινεμά τότε. Δύο εικόνες που έδειχναν κάτι πάνκηδες να βολτάρουν σε ένα φουτουριστικό Λος Άντζελες. Πολύ σπάνιο πράγμα να βλέπεις punks σε ταινία εκείνη την εποχή… • Η ταινία «Blade Runner» βγήκε στις αίθουσες τον Ιούνιο του 1982, κόστισε 30 εκατομμύρια δολάρια, σκηνοθετήθηκε από τον Ridley Scott και βασίστηκε (ελεύθερα) στο μυθιστόρημα «Το Ηλεκτρικό Πρόβατο» (Do Androids Dream of Electric Sheep?) του Philip K. Dick, συγγραφέα 40 μυθιστορήματων επιστημονικής φαντασίας και συλλογών διηγημάτων. Οι δυστοπίες, όλοι γνωρίζουμε πια ότι είναι αρνητικές ουτοπίες. Γεμάτες από σκυθρωπές εικόνες ενός μέλλοντος τόσο άσχημου και εφιαλτικού, απ’ όπου οι άνθρωποι θα δραπέτευαν με την πρώτη ευκαιρία. Αυτά τα εφιάλτικα λογοτεχνικά οράματα του μέλλοντος έγιναν ένα σημαντικό είδος ΕΦ στη δεκαετία του ’70 και οι περισσότερες παραγωγές του Χόλιγουντ πόνταραν μεγάλα ποσά σε αυτό το θεματικό μοτίβο: ένα μέλλον μη αναστρέψιμης περιβαλλοντικής ρύπανσης, με εξαντλητικό υπερπληθυσμό, τρομακτικά βίαιο έγκλημα, αδικαιολόγητη γραφειοκρατική διοίκηση, ισχυρές μυστικές υπηρεσίες, και τέλος, μια ακραία οικονομική εκμετάλλευση. Το σύνολο των θεμάτων μιας δυστοπίας αντικατοπτρίζει σαφώς την εξάντληση των σύγχρονων ιδεολογιών και την ανικανότητά τους να ξεφύγουν από την «καταστροφολογία» που κυριάρχησε τόσο πολύ στον αιώνα μας. • Θα περνούσαν αρκετά χρόνια (και τουλάχιστον επτά διαφορετικές εκδοχές της ταινίας), μέχρι να γίνει αντιληπτό πως το «Blade Runner», ήδη από την πρώτη του προβολή υπήρξε μια από τις πιο επιδραστικές ταινίες όλων των εποχών, ένα σημείο αναφοράς για την ανθρώπινη επιστημονική φαντασία, μια αλληγορία για το εδώ και τώρα της καταναλωτικής Αμερικής και η, με διαφορά, πιο πετυχημένη απόπειρα μεταφοράς της φιλοσοφίας του Φίλιπ Κ. Ντικ στον κινηματογράφο, ακόμη κι αν οι διαφορές από το «Ηλεκτρικό Πρόβατο» είναι περισσότερες και από τα κοψίματα σκηνών που έγιναν στην ταινία, ερήμην ή όχι του Ρίντλεϊ Σκοτ. • Τουλάχιστον για εμένα παραμένει μια από τις δέκα καλύτερες ταινίες που έχω δει στη ζωή μου. • Στο γνωστό μυθιστόρημα του κυβερνοπάνκ προδρόμου, μια πυρηνική καταιγίδα έχει καταστρέψει τη γη σε τέτοιο βαθμό ώστε η ελίτ που κατάφερε να επιζήσει και οι απογονοί τους αναζητούν καταφύγιο σε «Εκτός Κόσμου» αποικίες και απασχολούν εξαιρετικά εξελιγμένα ρομπότ ή ανδροειδή (τα λεγόμενα «replicants») για να κάνουν τις πιο επικίνδυνες ή πιο απαιτητικές δουλειές ως σκλάβοι τους. Κι ενώ το «Blade Runner» σαφώς προϋποθέτει αυτό το θέμα ως βασικό υπόβαθρο στην ιστορία του, στην ταινία δεν αναφέρεται πουθενά ο πυρηνικός πόλεμος, αντίθετα η πλοκή αφήνει την φαντασία μας να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις αυτής της ταλαιωρημένης κόλασης και της τεχνολογικής υπεροχής που βιώνει η ανθρωπότητα. Η κινηματογραφική μεταφορά επιλέγει να εστιάσει πιο άμεσα από το μυθιστόρημα στη σχέση μεταξύ εμπορίου και τεχνολογίας και στο μεγάλο φιλοσοφικό χάσμα μεταξύ ανθρώπων και μηχανών. Αυτό που βλέπουμε (και νιώθουμε) είναι ότι πράγματι τα ανδροειδή έχουν καταφέρει να εξανθρωπιστούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην ξεχωρίζουν από το ανθρώπινο είδος, με αποτέλεσμα η γρήγορη ημερομηνία λήξης τους (δικλίδα ασφαλείας του κατασκευαστή για τον καλύτερο έλεγχό τους), να τα κάνει να επαναστατήσουν εναντίον του δημιουργού τους. • Παρά την φαινομενική απλότητα της πλοκής του ως φουτουριστικό φιλμ νουάρ, η στυλιστική πολυπλοκότητα της ταινίας και αυτή η «ιδεολογική ασάφεια» των φιλοσοφικών διαλόγων της, κάνουν το «Blade Runner», μια ταινία που μπορεί να συνεχίσει να μας διδάσκει αλλά και να μας ανησυχεί σχετικά με την άνευ προηγουμένου απειλητική εξέλιξη του τεχνολογικού κόσμου. Αυτού που ήδη κρατάει στα χέρια του το ανθρώπινο είδος και όχι εκείνου που μπορεί να ονειρεύεται για το μέλλον. Ουσιαστικά, δηλαδή, δίνει μια σαφή εικόνα του κοινωνικού και πολιτικού ορισμού της ακραίας τεχνολογικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, εντείνει την προσοχή μας στην αδυναμία των προσπαθειών μας να ξεφύγουμε από αυτόν τον εφιαλτικό κόσμο που βλέπουμε να διαμορφώνεται σκοτεινός μπροστά στα μάτια μας. Αυτό και μόνο ως στοιχείο κάνει την ταινία να παραμένει διαχρονικά επίκαιρη και μοντέρνα. • Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι παλαιότερες φουτουριστικές δυστοπίες, ενώ ήταν πολύ πιο εύκολο να ταξινομηθούν, παρέμεναν λιγότερο διαφωτιστικές για τους μελετητές των κοινωνικοπολιτικών φαινομένων που ήθελαν να ερευνήσουν τις απειλητικές, για το ανθρώπινο είδος, τάσεις της εποχής μας. Οι πρώτες, σχεδόν συντηρητικές, απεικονίσεις ενός εφιαλτικού μέλλοντος παρουσίαζαν είτε την απόλυτη κατάρρευση του νόμου και της τάξης (όπως στην «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» του Τζον Κάρπεντερ) είτε τη ριζική στέρηση της ατομικής ελευθερίας και των πολιτικών δικαιωμάτων από μια απρόσωπη ηλεκτρονική κυβέρνηση η οποία αντιμετωπίζει τον έρωτα ως έγκλημα (όπως το μνημειώδες «ΤΗΧ 1138» του Τζόρτζ Λούκας). Μπορεί να παρουσιάζουν τις σύγχρονες μορφές ατομικισμού, το μονογαμικό ιδεώδες, το ετεροφυλόφιλο ζευγάρι, την πυρηνική οικογένεια και μια πληθώρα άλλων θεσμών, χωρίς ωστόσο να εξετάζουν σοβαρά τις τεχνολογικές, οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις της δυστοπίας οι οποίες επαναπροσδιορίζουν το περιβάλλον και τη φύση του πλανήτη στο μέλλον. • Στο «Ηλεκτρικό Πρόβατο» που ενέπνευσε την ταινία, ο Τελικός Παγκόσμιος Πόλεμος έχει αφήσει τον πλανήτη διαλυμένο. Ο κεντρικός ήρωας, o Ρικ Ντέκαρντ, αναδύεται στην ιστορία γεμάτος ερωτήματα: μήπως είναι ένα ασήμαντο γρανάζι του κοινωνικού μηχανισμού; Θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει ένα πραγματικό ζώο, πανάκριβο σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης σε έναν κόσμο όπου όλα τα ζώα είναι εξαφανισμένα, εκτός από την αναπαραγόμενη μορφή τους; Για πόσο ακόμα θα μπορούσε να τον παρηγορεί το ηλεκτρικό του πρόβατο; Στην κινηματογραφική ταινία, βέβαια, που θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ένας καλός απόγονος του «Metropolis» του Φριτζ Λανγκ, ο Ρικ Ντέκαρντ αναζητάει άλλες αλήθειες σε έναν κόσμο που αποσυντίθεται μέσα από τα ίδια του τα κομμάτια. Αναμνήσεις, φωτογραφίες, ερωτικές επιθυμίες, όλα ψεύτικα, τίποτα πραγματικό. Δομημένη, ως μια νέα ιστορία, χρησιμοποιεί το θεατή ως συνένοχο σε μια αναδίπλωση ενός μυστηρίου, που ξεκινώντας από μια απλή ιστορία ανάμεσα στις ρέπλικες και τους κυνηγούς τους, καταλήγει σε ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για την αθανασία, την μνήμη, την ίδια τη ζωή. Ντυμμένο αριστοτεχνικά με την εμβήματική μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου (Vangelis), ο οποίος συνέθεσε ένα ηλεκτρονικό ρέκβιεμ έρωτα, θανάτου και αποξένωσης, που παίζει στο μυαλό μας κάθε φορά όταν κάποιος οραματίζεται ένα κόσμο κάπου στο μέλλον. • Η συμβολική ιστορία του Blade Runner, αντίθετα από άλλες παραδοσιακές ταινίες του είδους, αντικατοπτρίζει, εν μέρη, τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα. Ακόμα κι αν τα ρομπότ δεν έχουν μπει τόσο πολύ στην καθημερινότητά μας, υπάρχουν ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι που μπορούν να υπολογίσουν, να αντιδράσουν και να σχεδιάσουν νέες μορφές επικοινωνίας ή αλληλεπίδρασης, χιλιάδες φορές πιο γρήγορα από το μυαλό ενός μέσου ανθρώπου. Ωστόσο, και οι μηχανές της εποχής μας και οι ίδιοι οι άνθρωποι που τις χρησιμοποιούν είναι το ίδιο αναλώσιμοι. Η μοίρα των ανθρώπων δεν διαφέρει από την μοίρα των μηχανών. Απλά, τόσο οι πολυεθνικοί κολοσσοί όσο και οι μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις του πλανήτη, μοιάζουν σαν να στέκονται ένα βήμα πριν ολοκληρώσουν το σενάριο του Ντικ και βυθίσουν την ανθρωπότητα σε έναν τεχνολογικό μεσαίωνα. • Όμως ακόμη και σε μια δυστοπική κοινωνία, όπου όλα είναι σκοτεινά και βρέχει συνέχεια, υπάρχει ένα φωτεινό μονοπάτι. Υπάρχει μια δύναμη, που τελικά υπερισχύει των άλλων. Και αυτή είναι η δύναμη της ερωτικής αγάπης. Όταν ο Ντέκαρντ σκοτώνει την Πρις, την αγαπημένη του Ρόι Μπάτι (του αρχηγού των παράνομων replicants), εκείνος καταλαβαίνει ότι δεν έχει λόγο ύπαρξης. Κι ενώ πριν λίγο, θα έκανε τα πάντα, για να αποκτήσει λίγη διάρκεια ζωής παραπάνω, τώρα αδιαφορεί για την υπαρξή του, αλλά συνεχίζει να αγωνίζεται από εκδίκηση για το θάνατο της αγαπημένης του, μέχρι που καταλαβαίνει ότι η ζωή του τελειώνει μετά το τελευταίο κύμα αδρεναλίνης που θα φέρει ένα καρφωμένο σίδερο στο χέρι του. Λίγο πριν πεθάνει περιγράφει τη ζωή και τους φόβους του. Ο τελευταίος του μονόλογος είναι ένα απελπισμένο ξέσπασμα που θα μπορούσε κάλιστα να ειπωθεί από έναν άνθρωπο προς τον Δημιουργό του. Ο Ντέκαρντ, βλέποντας τον να σβήνει, σκέφτεται «Δεν ξέρω γιατί μου έσωσε τη ζωή. Ίσως σε αυτά τα τελευταία λεπτά αγάπησε τη ζωή περισσότερο απ’ όσο είχε κάνει ποτέ. Οχι μόνο τη δική του ζωή… τη ζωή όλων… τη ζωή μου. Το μόνο που ήθελε ήταν οι ίδιες απαντήσεις που όλοι μας ψάχνουμε. Από που έρχομαι; Που πηγαίνω; Πόσο θα ζήσω; Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να καθίσω εκεί και να τον βλέπω να πεθαίνει». • Ο μύθος της ταινίας είναι πολύ μεγάλος. Στολισμένος με πολλές λεπτομέρειες, θεωρίες και σκοτεινές γωνιές. Οι πιο πολλές ξεκινούν από το συγγραφέα του βιβλίου και το σκηνοθέτη της ταινίας και η αλήθεια είναι ότι και το βιβλίο και η ταινία «διαβάζονται» διαφορετικά σήμερα από ό,τι το ’68 και το ’82 που κυκλοφόρησαν. Το 1980 όταν άρχισαν τα γυρίσματα της ταινίας ο Ντίκ αγχώθηκε υπεροβολικά αφού αρχικά ήρθε σε αντιπαράθεση με το σκηνοθέτη. Βέβαια, όταν είδε κάποιες σκηνές από την ταινία παραδέχθηκε «κατάφεραν να απεικονίσουν τέλεια τον κόσμο που έφτιαξα». Η ταινία του χάρισε φήμη στο πλατύ κοινό· μια φήμη όμως που δεν πρόλαβε να χαρεί. Η υπερπροσπάθεια και οι καταχρήσεις των προηγούμενων χρόνων, μαζί με το άγχος του για την ταινία, άρχισαν να κλονίζουν σοβαρά την υγεία του, μέχρι το εγκεφαλικό που τον καθήλωσε το 1982. Πέθανε στις 2 Μαρτίου 1982, τέσσερις μήνες πριν το «Blade Runner» βγει στις αίθουσες. Σε κάποια από τις συνεντεύξεις του είχε πει: «Φοβάμαι την εξουσία, αλλά συγχρόνως αισθάνομαι δυσαρέσκεια απέναντί της και απέναντι στους φόβους μου – γι’ αυτό επαναστατώ. Επαναστάτησα στο Μπέρκλεϋ και με έδιωξαν, μου είπαν να μην ξαναγυρίσω. Μια μέρα έφυγα από τη δουλειά μου στο δισκοπωλείο και δεν ξαναγύρισα. Αργότερα ήμουν αντίθετος στον πόλεμο του Βιετνάμ και μου έκαναν το σπίτι γυαλιά καρφιά. Ό,τι κάνω προέρχεται από την κακή μου συμπεριφορά. Όμως η επιστημονική φαντασία είναι μια επαναστατική μορφή τέχνης και χρειάζεται συγγραφείς και αναγνώστες και κακές συμπεριφορές. Χρειάζεται ερωτήσεις του είδους “γιατί;” ή “πώς;” ή “ποιος το είπε;”. Αυτό εξειδανικεύεται στα βιβλία μου σε θέματα του είδους “Είναι πραγματικό το σύμπαν;” ή “Είμαστε στα αλήθεια άνθρωποι ή είμαστε απλές μηχανές αντανακλαστικών;”».