«Ο εγκέφαλός μας είναι πιο απασχολημένος από ποτέ. Δεχόμαστε επίθεση από γεγονότα, ψευδο-γεγονότα και φήμες, που όλα παρουσιάζονται ως “πληροφορίες”. Το να προσπαθείς να καταλάβεις τι απ’ όλα αυτά πρέπει να ξέρεις και τι μπορείς να αγνοήσεις είναι εξαντλητικό».

Με αυτά τα λόγια ξεκινάει ένα εξαιρετικό άρθρο της Guardian με τίτλο «Γιατί ο σύγχρονος κόσμος κάνει κακό για τον εγκέφαλό σας», εξηγώντας το πόσο… αψήφιστα έχουμε εκλάβει όλες αυτές τις διασκεδαστικές πολυτέλειες της σύγχρονης ζωής μας.

«Σε μια εποχή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, SMS, Facebook και Twitter, όλοι μας πρέπει να κάνουμε πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Αλλά αυτή η συνεχής πολλαπλή απασχόληση έχει σκληρό τίμημα», υποστηρίζει ο νευροεπιστήμονας Daniel J. Levitin, προσθέτοντας πώς ο εθισμός μας στην τεχνολογία, μάς έχει κάνει λιγότερο αποτελεσματικούς.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Μα γιατί όλοι μας κάνουμε όλο και περισσότερα πράγματα μέσα στην ημέρα. «Πριν από τριάντα χρόνια, ταξιδιωτικοί πράκτορες έκαναν τις αεροπορικές και σιδηροδρομικές μας κρατήσεις, οι πωλητές μας βοήθησαν να βρούμε αυτό που ψάχναμε στα καταστήματα και οι επαγγελματίες δακτυλογράφοι ή γραμματείς βοηθούσαν πολυάσχολους ανθρώπους με την αλληλογραφία τους. Τώρα τα περισσότερα από αυτά τα κάνουμε μόνοι μας. Κάνουμε τις δουλειές 10 διαφορετικών ανθρώπων, ενώ συνεχίζουμε να προσπαθούμε να συμβαδίζουμε με τη ζωή μας, τα παιδιά και τους γονείς μας, τους φίλους μας, τις καριέρες μας, τα χόμπι μας και τις αγαπημένες μας τηλεοπτικές εκπομπές». συνοψίζει το δημοσίευμα, συνεχίζοντας:

«Τα smartphone μας έχουν γίνει συσκευές που μοιάζουν… με ελβετικούς σουγιάδες που περιλαμβάνουν λεξικό, αριθμομηχανή, πρόγραμμα περιήγησης ιστού, email, Game Boy, ημερολόγιο ραντεβού, συσκευή εγγραφής φωνής, δέκτη κιθάρας, πρόβλεψη καιρού, GPS, texter, πρόγραμμα ενημέρωσης Facebook και φακό. Είναι πιο ισχυρά και κάνουν περισσότερα πράγματα από τον πιο προηγμένο υπολογιστή πριν από 30 χρόνια. Και τα χρησιμοποιούμε συνεχώς -μέρος μιας μανίας του 21ου αιώνα να “στριμώχνουμε” ό,τι κάνουμε σε κάθε ελεύθερη στιγμή διακοπής λειτουργίας. Στέλνουμε μηνύματα ενώ περπατάμε στο δόμο, λαμβάνουμε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ενώ στεκόμαστε σε μια ουρά ή γευματίζουμε με φίλους».

Η κατάρα του multitasking

Προφανώς και όλο αυτό δεν έχει θετικό αντίκτυπο στις ζωές μας. Γιατί αν και πιστεύουμε ότι κάνουμε πολλά πράγματα ταυτόχρονα, ότι δήθεν κάνουμε καλό multitasking, αυτό είναι μια ισχυρή και διαβολική ψευδαίσθηση.  Ο Earl Miller, νευροεπιστήμονας στο MIT και ένας από τους πιο διαπρεπείς ειδικούς σε θέματα διάσπασης της προσοχής, υποστηρίζει ότι ο εγκέφαλός μας «δεν είναι καλωδιωμένος προκειμένου να κάνει πολλές εργασίες ταυτόχρονα. Όταν οι άνθρωποι νομίζουν ότι κάνουν multitasking, στην πραγματικότητα απλώς αλλάζουν από τη μια εργασία στην άλλη πολύ γρήγορα. Και κάθε φορά που το κάνουν, υπάρχει ένα εγκεφαλικό κόστος σε αυτό».

Η επιστημονική εξήγηση είναι απλή: παρόλο που πιστεύουμε ότι κάνουμε πολλά, κατά ειρωνικό τρόπο, το multitasking μας κάνει – αποδεδειγμένα – λιγότερο αποτελεσματικούς. «Το multitasking έχει βρεθεί ότι αυξάνει την παραγωγή της ορμόνης του στρες, της κορτιζόλης, καθώς και της λεγόμενης fight-or-flight ορμόνης, της αδρεναλίνης, η οποία μπορεί μεν να υπερδιεγείρει τον εγκέφαλό σας αλλά εμδέχεται επίσης να προκαλέσει σύγχυση ή μειωμένα αποτελεσματική σκέψη», λέει ο Miller.

Η ειρωνεία για όσους από εμάς προσπαθούμε να επικεντρωθούμε σε πολλές, ανταγωνιστικές δραστηριότητες είναι ξεκάθαρη: η ίδια η περιοχή του εγκεφάλου στην οποία πρέπει να βασιστούμε για να συγκεντρωθούμε στην εργασία μας, είναι αυτή που αποσπάται πιο εύκολα. Απαντάμε στο τηλέφωνο, αναζητούμε κάτι στο Διαδίκτυο, ελέγχουμε το email μας, στέλνουμε ένα SMS και καθένα από αυτά τα πράγματα τροποποιεί τα κέντρα αναζήτησης ανταμοιβής του εγκεφάλου μας, προκαλώντας μια έκρηξη των λεγόμενων «ενδογενών οπιοειδών» που εκκρίνονται εις βάρος της αποδοτικότητάς μας.

«Είναι η απόλυτη… καραμέλα εγκεφάλου με κενές θερμίδες», αποφάινεται το άρθρο. Αντί να καρπωνόμαστε τις ανταμοιβές που προέρχονται από μια διαρκή, αλλά εστιασμένη προσπάθεια, αντίθετα παίρνουμε ένα… μηδέν εις το πηλίκον από την ολοκλήρωση χιλίων μικρών εργασιών. «Παλιά, ας πούμε, αν χτυπούσε το τηλέφωνο και ήμασταν απασχολημένοι, είτε δεν απαντούσαμε, είτε κλείναμε το κουμπί του κουδουνίσματος. Όταν όλα τα τηλέφωνα ήταν συνδεδεμένα με έναν τοίχο, δεν υπήρχε καμία προσδοκία ότι θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε αυτά ανά πάσα στιγμή και έτσι εάν κάποιος δεν μπορούσε να σας μιλήσει, αυτό θεωρούταν φυσιολογικό. Τώρα, περισσότεροι άνθρωποι έχουν κινητά τηλέφωνα παρά έχουν τουαλέτες. Αυτό έχει δημιουργήσει μια σιωπηλή προσδοκία ότι θα πρέπει να είστε σε θέση να προσεγγίσετε κάποιον ανά πάσα στιγμή, ανεξάρτητα από το αν είναι βολικό για αυτόν», υπερτονίζει εμφατικά το άρθρο.

«Οι άνθρωποι δεν είναι προγραμματισμένοι ώστε να κάνουν αποτελεσματικά πολλαπλές εργασίες την ίδια στιγμή – και όταν λένε ότι μπορούν, αυταπατούν τον εαυτό τους», τονίζει ο Earl Miller.

Το ακανθώδες ζήτημα με τα e-mail

Το multitasking είναι τόσ εξοντωτικό για τον εγκέφαλό μας, ώστε ακόμη και μια τόσο δα… ελαφριά δραστηρίοτητα όπως η απάντηση σε ένα e-mail απορρυθμίζει το μυαλό μας. «Ο συνάδελφος Jeff Mogil, επικεφαλής του εργαστηρίου Pain Genetics στο Πανεπιστήμιο McGill, ρωτήθηκε τι κάνει ο πατέρας του για τα προς το ζην, εκείνος απάντησε: «Απαντά στα e-mail». Ο Jeff παραδέχτηκε ότι αυτή η διαπίστωση δεν απέχει και τόσο από την αλήθεια. Εργαζόμενοι στην κυβέρνηση, τις τέχνες και τη βιομηχανία αναφέρουν ότι ο τεράστιος όγκος των email που λαμβάνουν είναι συντριπτικός, αφαιρώντας ένα τεράστιο κομμάτι από τη μέρα τους», αναφέρει χαρακτηριστικά το δημοσίευμα.

Το εκτενές άρθρο αναφέρει ότι αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να απαντήσουμε στα email μας, αλλά φαίνεται αδύνατο να το κάνουμε και ταυτόχρονα να καταφέρουμε να κάνουμε το οτιδήποτε άλλο: «Πριν από τα e-mail, εάν θέλατε να γράψετε κάτι σε κάποιον, έπρεπε να επενδύσετε κάποια προσπάθεια σε αυτό. Θα καθόσουν με στυλό και χαρτί ή σε μια γραφομηχανή και θα έγραφες ένα μήνυμα. Λόγω της αμεσότητας του e-mail, οι περισσότεροι από εμάς δεν σκεφτόμαστε καθόλου να πληκτρολογήσουμε το οποιοδήποτε ασήμαντο πράγμα που σκάει στο κεφάλι μας και να πατήσουμε το κουμπί αποστολής. Και το email δεν κοστίζει τίποτα. Και αυτή η απόλυτη ευκολία αποστολής email οδήγησε σε μια αλλαγή στους τρόπους συμπεριφοράς μας, σε μια τάση να είμαστε λιγότερο ευγενικοί σχετικά με αυτό που ζητάμε από τους άλλους.

«Τώρα το e-mail καταφτάνουν διαρκώς στον λογαριασμό μας και τα περισσότερα από αυτά απαιτούν μια κάποιου είδους εγκεφαλική δράση. Όλη αυτή η δραστηριότητα μάς δίνει την αίσθηση ότι ολοκληρώνουμε κάποιες υποχρεώσεις μας – και σε ορισμένες περιπτώσεις όντως το κάνουμε. Αλλά κάνοντας αυτό, την ίδια στιγμή θυσιάζουμε την αποτελεσματικότητα και τη βαθιά μας συγκέντρωση σε άλλα πράγματα», σημειώνεται στο δημοσίευμα, το οποίο συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι όλη αυτή η υπερδιέγερση μάς προκαλεί άγχος και οδηγεί σε «υπερφόρτωση αποφάσεων». «Κάθε email απαιτεί μια απόφαση: Απαντώ σε αυτό; Αν ναι, τώρα ή αργότερα; Πόσο σημαντικό είναι; Ποιες θα είναι οι κοινωνικές, οικονομικές ή σχετιζόμενες με την εργασία συνέπειες αν δεν απαντήσω ή αν δεν απαντήσω αυτή τη στιγμή;», αναφέρει, καταλήγοντας παράλληλα με νόημα:

«Κάθε φορά που αποστέλλουμε ένα e-mail, νιώθουμε μια αίσθηση ολοκλήρωσης και ο εγκέφαλός μας λαμβάνει μια δέσμη ορμονών ανταμοιβής που μας λέει ότι καταφέραμε κάτι. Κάθε φορά που ελέγχουμε την ροή Twitter ή την ενημέρωση του Facebook, νιώθουμε μεν πιο συνδεδεμένοι κοινωνικά (με έναν περίεργο και απρόσωπο διαδικτυακό τρόπο) και λαμβάνουμε άλλη μια δέσμη ορμονών ανταμοιβής. Αλλά να θυμάστε: ο διαρκής έλεγχος των e-mail μας, του Facebook και του Twitter συνιστούν έναν κάποιου είδους νευρικό εθισμό».