Η απουσία φαντασίας είναι ένα σπάνιο φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από την αδυναμία χρήσης νοερού σχηματισμού εικόνων, ιδεών, εντυπώσεων που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα.

Μια νέα μελέτη συνέκρινε τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται το μέγεθος της κόρης του ματιού όταν άτομα με ή χωρίς φαντασία προσπαθούν να φανταστούν διάφορα αντικείμενα.

Αν κάποιος μπορεί να φανταστεί νοητικές εικόνες, οι κόρες του διαστέλλονται. Η ζωηρή φαντασία συσχετίζεται με τη διαστολή στις κόρες των ματιών.

Η ανταπόκριση της κόρης στο φως βοηθά τα μάτια μας να βλέπουν τον κόσμο γύρω μας σε διάφορες συνθήκες φωτισμού που κυμαίνονται από τις φωτεινές, ηλιόλουστες ημέρες έως τις σκοτεινές νύχτες. Όπως το διάφραγμα μιας φωτογραφικής μηχανής, αυτό το προσαρμοστικό αντανακλαστικό κάνει τις κόρες μικρότερες όταν το φως χτυπά τον αμφιβληστροειδή του ματιού και μεγαλύτερες σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού.

Ωστόσο, σε αντίθεση με όσα γνωρίζαμε μέχρι τώρα για την όραση, το μέγεθος της κόρης του ματιού δεν είναι απλώς μια ένδειξη σε πόσο φως εκτίθεται ο αμφιβληστροειδής. Τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητές που χρησιμοποιούν τη μέθοδο μέτρησης της κόρης του ματιού, διαπίστωσαν ότι οι δύσκολες γνωστικές εργασίες άλλα και τα συναισθηματικά ερεθίσματα, όπως η σεξουαλική διέγερση, προκαλούν διαστολή κόρες των ματιών ανεξάρτητα από το φως του περιβάλλοντα χώρου.

Η εστιασμένη προσοχή που απαιτεί συγκέντρωση και η αυξημένη διέγερση, ενεργοποιούν αμφότερα το συμπαθητικό νευρικό σύστημα, το οποίο προκαλεί τη διαστολή στις κόρες των ματιών (δηλαδή, γίνονται μεγαλύτερες και πιο ανοιχτές). Αυτός ο μηχανισμός μάχης ή φυγής της κόρης εξελίχθηκε για να μας βοηθήσει να βλέπουμε καλύτερα και να επιβιώνουμε σε δυνητικές επικίνδυνες καταστάσεις.

Για παράδειγμα, αν μπορείτε να φέρετε στο μυαλό σας  μια ομάδα από Homo sapiens που προσπαθούν να ξεφύγουν από νυχτόβια αρπακτικά σε ένα σκοτεινό δάσος ή μια πρωτόγονη ζούγκλα πριν από αιώνες (Σημείωση: Όποιος πάσχει από απουσία φαντασίας δεν μπορεί να δημιουργήσει αυτού του είδους τις νοητικές εικόνες ή να φανταστεί οπτικές αναπαραστάσεις με το μυαλό του).

Τα άτομα χωρίς φαντασία έχουν ένα «τυφλό μάτι στο μυαλό τους». Δεν μπορούν να δημιουργήσουν νοητικές εικόνες ή να απεικονίσουν πράγματα χρησιμοποιώντας τη φαντασία τους. Στο αντίθετο άκρο του φάσματος, οι άνθρωποι που διαθέτουν την ικανότητα φαντασίας μπορούν να φανταστούν εξαιρετικά ζωντανές οπτικές εικόνες με τα μάτια του μυαλού τους, καθώς το μέγεθος της κόρης του ματιού τους διαστέλλεται.

Ερευνητές που χρησιμοποιούν τη μέθοδο της μέτρησης της κόρης του ματιού στο Πανεπιστήμιο Princeton ανακάλυψαν πρόσφατα ότι γραπτά αποσπάσματα με συμβατικές μεταφορές ή κλισέ όπως «βρέχει καρεκλοπόδαρα», «το πρωινό πουλί παίρνει το σκουλήκι» ή, «η κορυφή του παγόβουνου», οι κόρες των αναγνωστών διαστέλλονται και «κεντρίζουν» την προσοχή τους.

Από την άλλη πλευρά, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι κυριολεκτικές αναφορές και οι ρεαλιστικές προτάσεις χωρίς οπτικά πλούσιες μεταφορές ήταν πιο πιθανό να κάνουν τα μάτια των ερευνώμενων να «γκριζάρουν», όπως φαίνεται από τις κόρες των ματιών τους που δεν διαστέλλονται ή δεν μεγαλώνουν.

Τώρα, μια άλλη πρωτοποριακή μελέτη της μέτρησης της κόρης του ματιού (Kay, Keogh, Andrillon, & Pearson, 2022) αναφέρει ότι όταν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη φαντασία τους για να απεικονίσουν «σκοτεινές» ή «φωτεινές» νοητικές εικόνες στο μάτι του μυαλού τους, αυτό μπορεί να αλλάξει το μέγεθος της κόρης – ακόμη και αν η ποσότητα του φωτός που εισέρχεται στον αμφιβληστροειδή παραμένει η ίδια. Τα ευρήματα αυτά των ερευνητών του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας (Αυστραλία) δημοσιεύθηκαν στις 31 Μαρτίου στο επιστημονικό περιοδικό eLife.

Οι ερευνητές του UNSW διαπίστωσαν ότι η ζωντάνια των νοητικών αναπαραστάσεων κάποιου συσχετίζεται με τις αλλαγές στο μέγεθος της κόρης του ματιού του. Το να έχει κανείς ισχυρή φαντασία και την ικανότητα να δημιουργεί ζωντανές νοητικές εικόνες συνδέεται τη διαστολή στις κόρες του ματιού κατά τη διάρκεια εικονικής αναπαράστασης.

Για να ελέγξουν τη συσχέτιση μεταξύ της δύναμης της οπτικής ενόρασης κάποιου και του μεγέθους της κόρης του ματιού, οι ερευνητές διεξήγαγαν μια σειρά πειραμάτων σε μια ομάδα ατόμων που δεν διαθέτουν φαντασία, που δεν μπορούσαν να αναπαραστήσουν νοητικές εικόνες, και συνέκριναν τις αλλαγές στο μέγεθος της κόρης τους με μια ομάδα ατόμων με ζωηρή φαντασία, που μπορούσαν να δημιουργήσουν οπτικές εικόνες.

Στο πρώτο πείραμα, οι ερευνητές έβαλαν τους συμμετέχοντες να παρατηρούν εξαιρετικά φωτεινά ή πολύ σκοτεινά αντικείμενα σε ουδέτερο γκρι φόντο, ενώ μετρούσαν τα αντανακλαστικά της κόρης του ματιού του κάθε ατόμου.

Η θέαση εκτυφλωτικά φωτεινών αντικειμένων (που συγκρίνεται με το να κοιτάζει κανείς έναν ηλιόλουστο ουρανό μια μέρα με σύννεφα) προκάλεσε τη συστολή και τη σμίκρυνση της κόρης των ματιών όλων των συμμετεχόντων. Αντίθετα, η θέαση σκοτεινών αντικειμένων (όμοια με το να μπαίνει κανείς σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο) προκαλούσε διαστολή της κόρης, κάνοντας τις κόρες μεγαλύτερες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συμμετέχοντες στη μελέτη με απουσία φαντασίας και τα άτομα που διέθεταν φαντασία, είχαν την ίδια αντίδραση υπό αυτές τις συνθήκες.

Στη δεύτερη φάση αυτού του πειράματος, οι ερευνητές ζήτησαν από τους συμμετέχοντες στη μελέτη να φανταστούν τα αντικείμενα που μόλις είχαν δει στην πραγματική ζωή με τη φαντασία τους, χρησιμοποιώντας την οπτική ενόραση. Τους ζητήθηκε επίσης να αξιολογήσουν τη «ζωντάνια» της νοητικής απεικόνισης που είχαν, ενώ φορούσαν ειδικά γυαλιά που μετρούσαν τις αλλαγές στο μέγεθος της κόρης τους.

Όπως ήταν αναμενόμενο, τα άτομα με έλλειψη φαντασίας δεν ανέφεραν το ίδιο ζωντανές νοητικές εικόνες με αυτούς που διέθεταν φαντασία. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η έλλειψη οπτικής φαντασίας συσχετίστηκε με το μέγεθος της κόρης του ματιού που παρέμενε το ίδιο κατά τη διάρκεια των ασκήσεων οπτικοποίησης. Οι ερευνητές εντόπισαν ένα συνεχές ανάμεσα στα άτομα που διέθεταν φαντασία και μπορούσαν να δημιουργήσουν νοητικές απεικονίσεις- εκείνους που ανέφεραν πραγματικά ζωντανές νοητικές απεικονίσεις είχαν πολύ μεγαλύτερες κόρες κατά τη διάρκεια της άσκησης αναπαράστασης.

«Τα ευρήματα αυτά αναδεικνύουν περαιτέρω την ευρεία μεταβλητότητα του ανθρώπινου νου που συχνά μπορεί να παραμείνει κρυφή μέχρι να ρωτήσουμε κάποιον για τις εσωτερικές του εμπειρίες ή να εφεύρουμε νέους τρόπους μέτρησης του νου», δήλωσε η συγγραφέας Rebecca Keogh. «Μας υπενθυμίζει ότι επειδή εγώ θυμάμαι ή οραματίζομαι κάτι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, δεν σημαίνει ότι το κάνουν όλοι με τον ίδιο τρόπο». Αν και τα άτομα με αφαντασία δεν μπορούν να οπτικοποιήσουν νοητικές εικόνες, η δημιουργικότητά τους -και η ικανότητά τους να φαντάζονται- εκδηλώνεται με άλλους μη οπτικούς τρόπους.

«Ενώ ήταν ήδη γνωστό ότι τα φανταστικά αντικείμενα μπορούν να προκαλέσουν τις λεγόμενες «ενδογενείς» αλλαγές στο μέγεθος της κόρης, εκπλαγήκαμε που είδαμε πιο δραματικές αλλαγές σε όσους ανέφεραν πιο ζωντανές εικόνες. [Η έρευνά μας] είναι το πρώτο βιολογικό, αντικειμενικό τεστ για τη μέτρηση της ζωντάνιας της φαντασίας», πρόσθεσε ο ανώτερος συγγραφέας Joel Pearson.

Ο Pearson διευθύνει το εργαστήριο «Future Minds Lab» του UNSW, το οποίο αναπτύσσει επί του παρόντος μια διαδικτυακή μέθοδο για τη μέτρηση διαφορετικών βαθμών νοητικής απεικόνισης και απουσίας της φαντασίας με τη χρήση τεχνικών που μετρούν το μέγεθος της κόρης του ματιού, η οποία θα μπορούσε να επεκταθεί και να χρησιμοποιηθεί παγκοσμίως. Η ομάδα του Future Minds Lab αναπτύσσει αντικειμενικά και αξιόπιστα τεστ για τη μέτρηση του φάσματος μεταξύ της παντελούς απουσίας της φαντασίας και της πολύ ζωντανής φαντασίας (εξαιρετικά ισχυρή οπτική απεικόνιση), τα οποία θα μπορούσαν να επεκταθούν και να χρησιμοποιηθούν από ανθρώπους σε όλο τον κόσμο μέσω των ψηφιακών τους συσκευών.

Η μέτρηση των διαφορετικών βαθμών ζωηρότητας της νοητικής απεικόνισης με τη χρήση της μέτρησης της κόρης του ματιού, υπόσχεται να προωθήσει την κατανόηση της νευροδιαφορετικότητας που σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα χρησιμοποιούν τη φαντασία. Επειδή η απουσία φαντασίας δεν φαίνεται να επηρεάζει τη δημιουργικότητα, θα είναι πάντως ενδιαφέρον να δούμε πώς κατά τη διάρκεια μιας δημιουργικής διαδικασίας οι άνθρωποι που δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν οπτικές αναπαραστάσεις αντισταθμίζουν την αδυναμία τους αυτή, και πώς αυτοί οι αντισταθμιστικοί μηχανισμοί επηρεάζουν το μέγεθος της κόρης.