Στην ταινία «Ξυπνήματα» [Awakenings, 1990], ένας γιατρός [τον υποδύεται ο Ρόμπιν Ουίλιαμς] προσλαμβάνεται σ’ ένα νοσοκομείο και έρχεται σε επαφή με κατατονικούς ασθενείς που πάσχουν από εγκεφαλίτιδα, οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση αλαλίας και ακινησίας για πολλές δεκαετίες.

Ο γιατρός όμως πιστεύει ότι οι ασθενείς αυτοί μπορούν να «ξυπνήσουν» ξανά από την κατατονική τους κατάσταση, οπότε τους χορηγεί ένα καινούργιο φάρμακο, αρχικά σε έναν ασθενή, τον Λέοναρντ [τον υποδύεται ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο], ο οποίος, ω του θαύματος, όντως αντιδρά και «ξυπνάει», αποδεικνύοντας σε όλη την ιατρική και ψυχιατρική κοινότητα ότι τόσο αυτός, όσο και οι υπόλοιποι συμπάσχοντές του δεν ήταν απλά «φυτά», αλλά φυσιολογικοί, λειτουργικοί άνθρωποι, με κρυμμένες δυνάμεις, συναισθήματα και αντιδράσεις.

Η Ψυχιατρική επιστήμη ανέκαθεν πίστευε ότι το ανθρώπινο πνεύμα είναι πιο ισχυρό από οποιοδήποτε φάρμακο και η περίπτωση της κατατονικής ασθενούς Εϊπριλ Μπάρελ, η οποία «ξύπνησε» μετά από μια κατάσταση αλαλίας είκοσι ετών, δείχνει ότι οι ανά τον κόσμο ψυχίατροι μπορούν να στηριχτούν πάνω σε case studies όπως αυτά της Μπάρελ, προκειμένου να «ξεκλειδώσουν» ακόμη περισσότερο τον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Η Εϊπριλ Μπάρελ ήταν, μέχρι τα 21 της χρόνια, ένα εξωστρεφές άτομο και μια άριστη φοιτήτρια Λογιστικής στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ East Shore. Ωστόσο, μετά από ένα τραυματικό γεγονός που βίωσε τότε, παρουσίασε μια ψύχωση και είχε παραισθήσεις. Ο εγκεφαλός της «μπήκε για ύπνο» και η νεαρή Αμερικανίδα δεν ήταν πλέον σε θέση να επικοινωνεί και να αυτοεξυπηρετείται. Στο ψυχιατρικό ίδρυμα όπου έμενε, την έβρισκε κάποιος πάντα μα πάντα στην ίδια θέση στο γραφείο των νοσοκόμων, ακίνητη και κατατονική, χωρίς να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά της, χωρίς να φαίνεται να γνωρίζει καν πού βρίσκεται.

Ο γολγοθάς για την Εϊπριλ ξεκίνησε το 1995, όταν η οικογένειά της έλαβε ένα τηλεφώνημα από έναν από τους καθηγητές της από το πανεπιστήμιο του Μέριλαντ. Η Εϊπριλ δεν επικοινωνούσε πια καθόλου με το περιβάλλον της και είχε εισαχθεί για νοσηλεία. Μετά από μερικούς μήνες σε ψυχιατρική κλινική, η Μπάρελ διαγνώσθηκε με μια σοβαρή μορφή σχιζοφρένειας.

«Ηταν η πρώτη ασθενής που είδα ποτέ και παραμένει ακόμη και σήμερα η πιο βαριά ασθενής που έχω δει ποτέ», ανέφερε σε άρθρο της εφημερίδας Washington Post o Σάντερ Μαρξ, διευθυντής του Τμήματος Ψυχιατρικής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, ο οποίος ήταν ακόμη φοιτητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ όταν, το 2000, πρωτοσυνάντησε την Εϊπριλ, η οποία εισήχθη στο Ψυχιατρικό Κέντρο Pilgrim για μακροχρόνια νοσηλεία. «Απλώς κοιτούσε το κενό. Δεν έκανε μπάνιο, δεν έβγαινε έξω, δεν γελούσε ποτέ», είπε ο Μαρξ, ο οποίος, ως φοιτητής, δεν μπορούσε να τη βοηθήσει.

Πέρασαν 18 χρόνια μέχρι η Μπάρελ να βιώσει τα δικά της «Ξυπνήματα». Το 2018 ο δρ. Μαρξ συναντήθηκε ξανά, όλως τυχαίως, με την Εϊπριλ. Ο Μαρξ τότε διατηρούσε το δικό του εργαστήριο / ιατρείο στις ΗΠΑ και οι συνεργάτες του παρακολουθούσαν ασθενείς στο Κέντρο Pilgrim. Τότε λοιπόν, ένας εκπαιδευόμενος τού μίλησε για μια κατατονική ασθενή που βρισκόταν συνεχώς στο γραφείο των νοσοκόμων κοιτάζοντας το κενό. Ο Μαρξ τον ρώτησε: «Μήπως τη λένε Εϊπριλ;». Και όντως, ήταν η Μπάρελ, η οποία ήταν στην ίδια ακριβώς κατάσταση, μετά από 18 χρόνια και παρόλο που η ίδια είχε υποβληθεί σε πλήθος διαφορετικών θεραπειών, από αντιψυχωτικά, μέχρι ηλεκτροσπασμοθεραπεία.

Ο Μαρξ, αφού πρώτα έλαβε τη συγκατάθεση της οικογένειας προκειμένου να διεξάγει νέες εξετάσεις στην ασθενή, στη συνέχεια συγκέντρωσε μια ομάδα 70 επιστημόνων από όλον τον κόσμο. Η ομάδα αυτή, αποτελούμενη από νευροψυχιάτρους, νευρολόγους και νευροανοσολόγους, ερεύνησαν ενδελεχώς την περίπτωση της Εϊπριλ. Οι εξετάσεις αίματός της έδειξαν ότι το ανοσοποιητικό σύστημα της Εϊπριλ παρήγαγε μεγάλες ποσότητες διαφορετικών τύπων αντισωμάτων, που επιτίθεντο στους ιστούς της.

Κατόπιν, οι εξετάσεις του εγκεφάλου της αποκάλυψαν ότι τα αντισώματα αυτά κατέστρεφαν τους κροταφικούς λοβούς του εγκεφάλου της, περιοχές που εμπλέκονται στη σχιζοφρένεια. Μετά, η υπόθεση εργασίας ήταν ότι τα αντισώματα αυτά τροποποιούσαν τους υποδοχείς στους οποίους προσδένεται το γλουταμινικό οξύ, ένας νευροδιαβιβαστής, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στην επικοινωνία μεταξύ των νευρώνων.

Παρότι η Εϊπριλ είχε όλα τα κλινικά σημάδια της σχιζοφρένειας, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αιτία της κατάστασής της ήταν ο λύκος, ένα βαρύ, αυτοάνοσο νόσημα όπου το ανοσοποιητικό σύστημα στρέφεται ενάντια στους υγιείς ιστούς του σώματος, παράγοντας πλήθος αντισωμάτων που επιτίθενται στο δέρμα, στις αρθρώσεις, στους νεφρούς και σε άλλα όργανα.

Ετσι, η Εϊπριλ ξεκίνησε μια θεραπεία για την αντιμετώπιση του λύκου της. Κάθε μήνα, επί έξι μήνες, λάμβανε ενδοφλέβια στεροειδή επί πέντε ημέρες, κυκλοφωσφαμίδη, ένα ανοσοκατασταλτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται στη χημειοθεραπεία, καθώς και ριτουξιμάμπη, ένα φάρμακο εναντίον του λεμφώματος και άρχισε σχεδόν αμέσως να δείχνει σημάδια βελτίωσης.

H στιγμή, ωστόσο, που οι γιατροί κατάλαβαν ότι η Μπάρελ βελτιώνεται θεαματικά, ήταν μετά το περίφημο «τεστ του ρολογιού», το επιστημονικώς γνωστό και ως Γνωστική Εκτίμηση Μόντρεαλ (MoCA), στο οποίο ζητείται από τους ασθενείς να σχεδιάσουν ένα ρολόι.

Η Εϊπριλ, πριν από τη θεραπεία, στο συγκεκριμένο τεστ είχε ένα σκορ που αντιστοιχούσε σε εκείνο ενός ασθενή με άνοια, αφού σχεδίαζε ακατανόητα σχήματα. Ωστόσο, μετά τους πρώτους δύο κύκλους θεραπείας ήταν σε θέση να ζωγραφίσει έστω το μισό ρολόι, ενώ μετά και τον τρίτο κύκλο θεραπείας το ρολόι που σχεδίασε ήταν σχεδόν τέλειο.

Και τότε ήρθε το «ξύπνημα»: Μια μέρα ο δρ Μαρξ πήγε στο νοσοκομείο να δει την Εϊπριλ περιμένοντας να την αντικρίσει το ίδιο κατατονική. Όμως η Μπάρελ ήταν 100% αλλαγμένη. «Δεν έμοιαζε καθόλου με τον άνθρωπο που ήταν τα 20 τελευταία χρόνια», είπε ο δρ. Μαρξ.

Το 2020 κρίθηκε ικανή να βγει από το ψυχιατρικό νοσοκομείο και μεταφέρθηκε σε ένα κέντρο αποκατάστασης, ενώ κατόπιν σχεδιάστηκε να συναντήσει την οικογένειά της, μια συνάντηση που έγινε πέρσι.

Ο αδελφός της Εϊπριλ, η σύζυγός του και τα παιδιά τους την επισκέφθηκαν. Η Εϊπριλ θυμήθηκε όντως τα παιδικά της χρόνια στη Βαλτιμόρη, τους βαθμούς που έπαιρνε στο σχολείο, το ότι ήταν παράνυμφος στον γάμο του αδελφού της. Αναγνώρισε μέχρι και την ανιψιά της, την οποία είχε δει τελευταία φορά όταν ήταν μικρό παιδί, και πλέον ήταν μια νέα γυναίκα. «Με αγκάλιαζε, κρατούσε το χέρι μου. Ηταν σαν να γύρισε πίσω. Δεν πιστεύαμε ποτέ ότι κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό», ανέφερε ο αδελφός της, Γκάι.

Μετά την αναπάντεχη ανάρρωση της Εϊπριλ, ο δρ. Μαρξ και οι συνεργάτες του άρχισαν να αναζητούν και άλλους ασθενείς με παρόμοια ψυχική νόσο, που διέθεταν δείκτες αντισωμάτων οι οποίοι παρέπεμπαν απευθείας σε ένα αυτοάνοσο νόσημα όπως ο λύκος.

Και πλέον είναι σίγουροι ότι, «ξεκλειδώνοντας» τον εγκέφαλο της Μπάρελ και «ξυπνώντας» της από την κατατονία της, θα είναι σε θέση να βοηθήσουν και άλλους ασθενείς όπως η Εϊπριλ στο μέλλον, κάνοντας ανοικτά λόγο για μια ανακάλυψη που πρόκειται να αλλάξει όλο τον ρου της Ψυχιατρικής επιστήμης.