Η Ελίζαμπεθ Γκάσκελ ήταν μια από τις πιο δημοφιλείς συγγραφείς της εποχής της, που γεννήθηκε στο Λονδίνο και μετακόμισε στο Μάντσεστερ το 1832, κυκλοφορώντας το πρώτο της μυθιστόρημα στην αναπτυσσόμενη πόλη.

Τώρα, μια έκθεση διερευνά πώς η Αγγλίδα μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα απεικόνισε την πατρίδα της στα έργα της, μια έκθεση που εγκαινιάστηκε στην πρώην κατοικία της, στο Μάντσεστερ.

Η έκθεση στο Elizabeth Gaskell’s House (Οίκος Ελίζαμπεθ Γκάσκελ) περιλαμβάνει αντικείμενα από τη ζωή της Γκάσκελ και έναν χάρτη με τοποθεσίες που την ενέπνευσαν. Η γραφή της Γκάσκελ παρουσίαζε την αντίθεση μεταξύ του ακμάζοντος βιομηχανικού τομέα της πόλης και των περιορισμένων συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων της εργατικής τάξης. Το έργο της εγκωμιάστηκε για την ακρίβειά του, όμως ως γυναίκα, δεν είχε την ίδια αναγνώριση με τους σύγχρονούς της, όπως ο Κάρολος Ντίκενς, αναφέρει το BBC.

Η έκθεση «Tales of Manchester Life – Elizabeth Gaskell’s Manchester» προσφέρει την εικόνα του κόσμου του βικτωριανού Μάντσεστερ και της μοναδικής φωνής της Γκάσκελ. Η έρευνα για την έκθεση διεξήχθη από ομάδα εθελοντών που υποστηρίζουν τον Οίκο Ελίζαμπεθ Γκάσκελ.

«Είχε την ικανότητα όχι μόνο να διασκεδάζει τον αναγνώστη, αλλά μέσα από συναρπαστικές λεπτομέρειες και απίστευτες παρατηρήσεις, μας έδωσε ένα μοναδικό παράθυρο στο παρελθόν» δήλωσε η διευθύντρια του Οίκου Ελίζαμπεθ Γκάσκελ, Σάλι Γιάστρεμπσκι Λόιντ.

Τόσο τα εγκαίνια της πρώτης υπεραστικής σιδηροδρομικής γραμμής στον κόσμο το 1830, που συνέδεε το Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ, όσο και η επιδημία χολέρας της πόλης το 1832 αναφέρονται στο πρώτο της μυθιστόρημα Μαίρη Μπάρτον, ενώ η ριζοσπαστική της εκστρατεία και ο ρόλος της στα θεμέλια του συνδικαλιστικού κινήματος ενέπνευσαν μέρη του μεταγενέστερου έργου της, Βορράς και Νότος.

Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 2 Απριλίου 2024.

Ποια ήταν η Ελίζαμπεθ Κλέγκχορν Γκάσκελ

Η Elizabeth Cleghorn Gaskell (29 Σεπτεμβρίου 1810 – 12 Νοεμβρίου 1865) ήταν Αγγλίδα μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος. Τα μυθιστορήματά της προσφέρουν ένα λεπτομερές πορτρέτο της Βικτωριανής κοινωνίας και παρουσιάζουν ενδιαφέρον τόσο για τους ιστορικούς της κοινωνιολογίας όσο και για τους λάτρεις της λογοτεχνίας. Το πρώτο της μυθιστόρημα, η Μαίρη Μπάρτον, δημοσιεύθηκε το 1848. Το 1857 δημοσίευσε την πρώτη βιογραφία της Σαρλότ Μπροντέ. Μερικά από τα πιο γνωστά της έργα είναι: Κράνφορντ (1851-53), Βορράς και Νότος (1854-55) και Σύζυγοι και θυγατέρες (1865).

Η Γκάσκελ γεννήθηκε ως Ελίζαμπεθ Κλέγκχορν Στίβενσον στις 29 Σεπτεμβρίου του 1810 στο Τσέλσι και ήταν η μικρότερη από τα οκτώ παιδιά της οικογενείας της. Ο πατέρας της, Ουίλιαμ Στίβενσον υπηρετούσε ως ουνιταριανός πάστορας στην περιοχή του Μάντσεστερ αλλά είχε παραιτηθεί για λόγους συνείδησης και είχε μετακομίσει στο Λονδίνο το 1806 με την πρόθεση να πάει στην Ινδία ως γραμματέας του μελλοντικού γενικού Κυβερνήτη της Ινδίας. Αυτό το σχέδιό του δεν υλοποιήθηκε και διορίστηκε αρχειοφύλακας στο θησαυροφυλάκιο του Λονδίνου. Η γυναίκα του, η Ελίζαμπεθ Χόλλαντ καταγόταν από μια οικογένεια της κεντρικής Αγγλίας. Όταν πέθανε, 13 μήνες μετά τη γέννηση της τελευταίας της κόρης, ο πατέρας της έστειλε την Ελίζαμπεθ να ζήσει με την αδελφή της μητέρα της, τη Χάνα Λαμπ, στην πόλη Νάτσφορντ, νότια του Μάντσεστερ.

Μεγαλώνοντας, η Ελίζαμπεθ ήταν μια όμορφη νεαρή γυναίκα, με περιποιημένο ντύσιμο, ευγενική και διακριτική. Ήταν ψύχραιμη και νηφάλια, εύθυμη και αθώα, χαιρόταν την απλότητα της αγροτικής ζωής. Την απλή ζωή στο Νάτσφορντ απαθανάτισε στο μυθιστόρημά της Κράνφορντ. Έλαβε την παραδοσιακή εκπαίδευση στις τέχνες και στους κλασικούς, οι θείες της την προμήθευαν με τα κλασσικά αναγνώσματα, ο πατέρας της την ενθάρρυνε στις σπουδές της και στη συγγραφή, ο αδελφός της Τζον της έστελνε σύγχρονα βιβλία, και περιγραφές της ζωής του στη θάλασσα και τις εμπειρίες του στο εξωτερικό. Μετά την αποφοίτησή της από το σχολείο σε ηλικία 16 ετών, η Ελίζαμπεθ ταξίδεψε στο Λονδίνο, έμεινε για κάποιο διάστημα στο Νιούκαστλ και από εκεί έκανε ένα ταξίδι στο Εδιμβούργο.

Στις 30 Αυγούστου 1832 Ελισάβετ παντρεύτηκε τον ουνιταριανό πάστορα Ουίλιαμ Γκάσκελ και εγκαταστάθηκε στο Μάντσεστερ. Το βιομηχανικό περιβάλλον του Μάντσεστερ επηρεάζει τα γραπτά της Ελίζαμπεθ. Το πρώτο τους παιδί, μια κόρη, πέθανε στη γέννα το 1833. Ο μοναδικός τους γιος τους, ο Ουίλιαμ, (1844-45), πέθανε σε βρεφική ηλικία, και αυτή η τραγωδία λειτούργησε καταλυτικά για την Γκάσκελ, όπως φανερώνει το πρώτο της μυθιστόρημα, η Μαίρη Μπάρτον. Τα άλλα παιδιά τους ήταν η Μαριάν (1834), η Μάργκαρετ Έμιλυ, (1837), η Φλόρανς Ελίζαμπεθ (1842), και η Τζούλια Μπράντφορντ (1846). Τον Μάρτιο του 1835 η Γκάσκελ άρχισε ένα ημερολόγιο, καταγράφοντας την ανάπτυξη της κόρης της Μαριάν, όπου διερευνά τη μητρότητα, τις αξίες του ρόλου της ως μητέρα, την πίστη της και, αργότερα, τις σχέσεις μεταξύ της Μαριάν και της αδερφής της Μάργκαρετ Έμιλυ.

Λογοτεχνική αναγνώριση

Τον Οκτώβριο του 1848 δημοσίευσε το πρώτο της μυθιστόρημα, τη Μαίρη Μπάρτον, το οποίο είχε αμέσως τεράστια επιτυχία και πούλησε χιλιάδες αντίτυπα. Στη συγγραφή του την είχε παρακινήσει ο σύζυγός της για να τη βοηθήσει να ξεπεράσει τον θάνατο του μοναχογιού τους. Το πρώτο μέρος του βιβλίου επικεντρώνεται στη σύγκριση μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων. Το ενδιαφέρον της είναι συνεχώς επικεντρωμένο στα κοινωνικά θέματα του καιρού της. Ως σύζυγος πάστορα είχε έρθει συχνά σε επαφή με την απόλυτη ένδεια στην οποία ζούσαν οι εργάτες στο Μάντσεστερ γι’ αυτό και ο κοινωνικός προβληματισμός της είναι ισχυρός. Στη χριστουγεννιάτικη νουβέλα The Moorland Cottage, που δημοσιεύει δυο χρόνια αργότερα, καταγγέλλει, όπως ο Ντίκενς στα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, τη διαβρωτική δύναμη του χρήματος και το κακό που προξενούν όσοι έχουν σαν θεό τους το χρήμα.

Το 1850 η οικογένεια Γκάσκελ μετακόμισε σε μια νεοκλασική βίλα στην οδό Πλίμουθ Γκρόουβ αριθμ. 84 του Μάντσεστερ. Εκεί η Ελίζαμπεθ έγραψε τα υπόλοιπα έργα της, ενώ ο σύζυγός της πραγματοποιούσε πολλά ταξίδια για λόγους εργασίας. Η Γκάσκελ παράλληλα με τα καθήκοντά της ως μητέρα και σύζυγος και μαζί με τη συνέχιση του συγγραφικού της έργου, έγινε δραστήριο μέλος διαφόρων συλλόγων, τόσο φιλανθρωπικών όσο και λογοτεχνικών. Γύρω από την οικογένεια Γκάσκελ δημιουργήθηκε μια συντροφιά που περιλάμβανε συγγραφείς, δημοσιογράφους, θρησκευτικούς και κοινωνικούς μεταρρυθμιστές όπως ο William και η Mary Howitt, η Χάριετ Μαρτινό, ο Λόρδος Χάτον, ο Κάρολος Ντίκενς, ο τεχνοκριτικός και υδατογράφος Τζον Ράσκιν, οι προραφαηλίτες ζωγράφοι Ουίλιαμ Χόλμαν Χαντ και Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι και οι Αμερικανοί συγγραφείς Χάριετ Μπίτσερ Στόου και Τσαρλς Έλιοτ Νόρτον. Η Ελίζαμπεθ έγινε στενή φίλη της Σαρλότ Μπροντέ και την φιλοξένησε σ’ αυτό το σπίτι τουλάχιστον τρεις φορές. Βάση αυτής της φιλίας τους, όταν η Μπροντέ πέθανε το 1855, ο πατέρας της Πάτρικ Μπροντέ ζήτησε από την Γκάσκελ να γράψει τη βιογραφία της κόρης του. Το έργο εκδόθηκε το 1857 και προξένησε κάποιες δυσαρέσκειες γιατί πολλά σημεία αφορούσαν πρόσωπα ακόμη εν ζωή, έτσι η συγγραφέας επέσυρε την πρώτη έκδοση και έκανε κάποιες αναθεωρήσεις.

Πολύ σημαντική για την Γκάσκελ στάθηκε και η φιλία της με τον Ντίκενς. Ο Ντίκενς την αποκαλούσε «αγαπητή μου Σεχραζάτ», παρομοιάζοντάς την δηλαδή με την αφηγήτρια από τις Χίλιες και μια νύχτες. Αυτή η φιλική σχέση, που βασιζόταν σε αμοιβαίο θαυμασμό και σεβασμό, επέτρεψε στην Γκάσκελ να δημοσιεύει στο λογοτεχνικό περιοδικό «Household Words» του Ντίκενς τις ιστορίες της και να γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό. Η οικειότητα που υπήρχε μεταξύ τους κατέληγε δε συχνά και σε ομηρικούς καυγάδες γιατί ο Ντίκενς διόρθωνε το λεξιλόγιο των γραπτών της. Εκτός από τις ιστορίες με κοινωνικά θέματα, ο Ντίκενς δημοσίευσε και αρκετές ιστορίες φαντασμάτων της Γκάσκελ που γράφτηκαν στο ύφος των γοτθικών ιστοριών τρόμου.

Ξαφνικός θάνατος

Τον Αύγουστο του 1864 ξεκίνησε η δημοσίευση, στο περιοδικό Cornhill, που έμελλε να είναι το τελευταίο της μυθιστόρημα, Σύζυγοι και θυγατέρες. Οι εξουθενωτικοί ρυθμοί με τους οποίους εργάζεται της προξενούν συχνούς και βασανιστικούς πονοκεφάλους και σαν λύση επιλέγει τη μετακόμιση στις ακτές της νότιας Αγγλίας. Εν αγνοία του συζύγου της (ο οποίος απεχθανόταν τις αγορές επί πιστώσει) αγοράζει ένα σπίτι με υποθήκη στο Χόλιμπορν του Χάμσαϊρ και φροντίζει μόνη της τις λεπτομέρειες της αγοράς και της μετακόμισης, ώστε να τον φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος. Στις 5 το απόγευμα της δωδεκάτης Νοεμβρίου 1865, ενώ έπινε τσάι με τις 3 κόρες της στη νέα τους κατοικία, σωριάζεται νεκρή από καρδιακή προσβολή. Το τέλος του μυθιστόρημά της γράφτηκε από τον Φρέντερικ Γκρίνγουντ, αρχισυντάκτη του περιοδικού Cornhill.

Όταν πέθανε, σε ηλικία 55 ετών, θεωρείτο μια από τις σημαντικότερες γυναικείες μορφές στο χώρο της λογοτεχνίας αλλά με το πέρασμα των χρόνων τα έργα της θεωρήθηκαν ήσσονος σημασίας, κάτι που πλέον στις ημέρες μας έχει αρχίσει να αναθεωρείται από πολλούς κριτικούς και έχει αποκτήσει ξανά τη σπουδαιότητα που της είχε αναγνωριστεί στην εποχή της. Μερικά από τα χαρακτηριστικά της είναι η εξαιρετική της ικανότητα στην περιγραφή των πιο λεπτών αποχρώσεων των χαρακτήρων και οι λεπτομερείς περιγραφές της υπαίθρου και της αγγλικής πανίδας. Η προτίμησή της για απλούς και ταπεινούς χαρακτήρες φανερώνει την πεποίθησή της ότι η ομορφιά και η ποίηση μπορούν να κρύβονται σε γεγονότα και πρόσωπα καθημερινά. Είναι φανερή η επίδραση των ρομαντικών ποιητών Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ και Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ στον τρόπο σκέψης της αν και το έργο της κατατάσσεται στο χώρο του ρεαλισμού.